http://www.proz.com/profile/3341470

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ... ''Οι αστροναύτες στα χόρτα του κήπου Φτάνοντας ξένοι και οι δυο σε ξένη για μας χώρα, γνώρισα από το Πακιστάν το φίλο μου που έγραφε στη χώρα του ιστορίες Κι αυτήν που μας συνέβηκε τη γράφω παρακάτω Στον κήπο καθόμουν Στα χόρτα επάνω Φωνούλες ν’ ακούω Παιδιών Κοντά μου όταν ήρθαν Φεγγάρι, τους είπα Να πουν Και όταν το είπαν Φεγγάρι, τους είπα Πως είμαι, να ’ρθουν Ο φίλος μου απ’ το Πακιστάν αλλιώτικα την έπλασε την ίδια ιστορία «Η Γυναίκα που Έφερε τ’ Άστρα» να είμαι εγώ στον ουρανό Το Πακιστάν χωρίστηκε, δεν ξέρω αν γραφτήκανε δυο ιστορίες ποτέ Κι ίσως πολλά σημαίνουνε τα λίγα αυτά να πω Τώρα να δεις, και άλλα ακόμη θα πλέξω μ’ αυτά, γιατί καθώς την ξένη γλώσσα ακούγοντας μιλούσα τη δική μας βαθιά, καταλάβαινα πόσο δύσκολο είναι ο άνθρωπος να ονομάσει τ’ αληθινά. Κι άλλο είναι, όπως είπαν, στα λόγια μου να έρχεσαι Ελένη λοιπόν Σε λένε Σελάνα που μόνη πλανιέται Εκείνη Και συ Που κάθεσαι μόνη Ελένη Ακούς; Παιδική γλώσσα που έχομε όλοι αυτήν σου μιλώ Γιατί δεν την παίζουνε Οι φιλενάδες της''

Ελένη Βακαλό.jpg

Η Ελένη Βακαλό (1921 - 2001) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια, κριτικός εικαστικών, και ιστορικός τέχνης.


Βιογραφικά στοιχεία

Η Ελένη Βακαλό, το γένος Σταυρινού, γεννήθηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη, και το 1922 η οικογένεια της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1940 - 1945) και Ιστορία της Τέχνης στη Σορβόννη (1948).
Το 1944 παντρεύτηκε τον ζωγράφο Γιώργο Βακαλό.

Βραβεύσεις

  • Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1991
  • Βραβείο Δοκιμίου Ακαδημίας Αθηνών 1997
  • Επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1998
  • Επίτιμου Διδάκτορος του Πανεπιστημίου του Derby 2000

Εργογραφία

Ποιητικές Συλλογές

  • Θέμα και Παραλλαγές. Αθήνα, Ίκαρος, 1945.
  • Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία. Αθήνα, 1948.
  • Στη μορφή των θεωρημάτων. Αθήνα, 1951.
  • Το Δάσος. Αθήνα, Καραβία, 1954.
  • Τοιχογραφία. Αθήνα, Οι Φίλοι της Λογοτεχνίας, 1956.
  • Ημερολόγιο της ηλικίας. Αθήνα, Δίφρος, 1958.
  • Περιγραφή του σώματος. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
  • Η Έννοια των τυφλών. Αθήνα 1962.
  • Ο Τρόπος να Κινδυνεύομε. Αθήνα 1966.
  • Γενεαλογία/ Genealogy. [Δίγλωσση έκδοση] Απόδοση στα αγγλικά, Paul Merchant, The Rougemont Press, 1971.
  • Του Κόσμου. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
  • Οι παλάβρες της Κυρά Ροδαλίνας, Αθήνα, Ύψιλον, 1984.
  • Γεγονότα και Ιστορίες της Κυρά - Ροδαλίνας. Αθήνα, Ύψιλον, 1990.
  • Το Άλλο του Πράγματος. Ποίηση 1954-1994. Αθήνα, Νεφέλη, 1995.
  • Επιλεγόμενα. Αθήνα, Νεφέλη, 1997

Θεωρία της Τέχνης

  • Εισαγωγή σε Θέματα Ζωγραφικής. Αθήνα: ΑΣΚΤ, 1960.
  • 12 Μαθήματα για τη Σύγχρονη Τέχνη. Αθήνα, Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο "Ώρα", 1973.
  • Η Έννοια των Μορφών. Ανάγνωση της Τέχνης. Αθήνα, Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο "Ωρα", 1975.
  • Η Φυσιογνωμία της Μεταπολεμικής Τέχνης στην Ελλάδα. Τόμος Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄. Αφαίρεση. Αθήνα, Κέδρος, 1981-1984.
  • Από την Πλευρά του Θεατή. Δοκίμια. Αθήνα, Κέδρος, 1989.
  • Γιώργος Βακαλό. Το θέλγητρο της γραφής. Αθήνα, έκδ. Γκαλερί Νέες Μορφές, 1994.
  • Κριτική Εικαστικών Τεχνών (1950-1974), τόμοι Α΄& Β' , Αθήνα, Κέδρος, 1996.

Το Μάτι Του Πατέρα Μου] Της Ελένης Βακαλό


Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώ-
ναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.
 
Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. ‘Επαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέση και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
‘Ομως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
tumblr_nxiqmeY3jb1rg590io3_1280
Ερριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώ-
νω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
 
Αυτό το ποίημα
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.
 
Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου, υποψιαζόμουνα και όσους είχαν αληθινά μάτια.

[Πρέπει Οι Τυφλοί Να Λένε Συχνά Στα Παιδιά Παραμύθια] 



Στο υπόγειο που ανάμεσα στις στοές του από άλλοτε των σπιτιών
τα θεμέλια είναι ένα κτίριο
Μαζεμένο λαβωμένο στην πιο σκοτεινή γωνιά βρίσκεται κι απ’ τα
πόδια του στάζει αίμα
Κι όσο τρέμει απ’ τον πόνο στο κρέας του τα σκληρά του τα λέπια
ανοίγοντας
Το πονάν ολοένα
Κι έχουν φυτρώσει γένια στο πρόσωπο του από τότε
Που ένας λαός με θυσίες πηγαίνοντας και με λάβαρα και σε κύματα
μουσικής πλημμυρίζοντας άγρια
Το κεφάλι του άφησε στο βωμό
Και στη θέση του έβαλε, στους σφαγμένους του ώμους, το κεφάλι
ενός άντρα
Μουσκεύει τώρα με δάκρυα αληθινά τα μακριά του τα γένια
Ακούει πάνω απ’ τη γη τον άνεμο και μακριά απ’ το λιμάνι της
πόλης το κύμα
tumblr_nvn6fq9Fpf1sq2lifo1_500
Είναι η ρίζα της πυρκαγιάς που φοβήθηκε κάποτε με τα δάχτυλα
του καμένα
Κι όπως γέμισαν τα φτερά του σκορπίζοντας τότε τ’ άκουσε που
καιγόνταν
Είναι πουλί φαγωμένο, σαράκι το έφαγε, παλιό παλιό το είδωλο μου
Κι αν γέμισε αυτό το ποίημα μου φτερουγίσματα
Είναι γιατί τα πουλιά τ’ ακούς
Δεν τα βλέπεις μόνο
Θ’ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
πουλιά
Ήταν το σκότος κι ο βουβός ο μεγάλος ο θρόμβος του ανέμου που
όταν στέκεται περιμένοντας είναι ο ίδιος πυκνός βασιλιάς
Κι είχα να πάω στην πρεσβεία των ασύδοτων τότε εγώ εκεί όπου
διαβλέπεις δεν αισθάνεσαι πριν να ‘ρθει ο καιρός
Κατεβαίνει στα γόνατα του καθήμενου, του εκτός κεραυνών κι
υπεράνω βροχών, καταφεύγει στον γνώριμο του λευκού και
του μαύρου, το άγριο πουλί
Κατέφυγα στα απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ
Μα ήταν
ένας
καιρός
που τα κόκκαλα, σκελετοί μεγάλοι
των ζώων και των πουλιών, φέγγανε σ’ όλο το μήκος τους απλωμένοι
ως την αιχμή των φτερών
ευσταθείς και μετέωροι
σαν άρματα ευρύχωρα ψηλά ανεβαίνοντας πάνω απ’ την μάχη των εισβολών
 
 
 
 
 
 
 
 
tumblr_nv7l2je4NJ1sq2lifo1_500
 
 
Κι ήταν ο αιώνας σε κόπο
Η περιδίνηση στάχτης και σκόνης
Τ’ αλάτι ξερό
Αρθρωμένοι σωροί το καθήμενο βάρος τους
Το βουλιάζαν αργά στον πηλό
Το θυμάμαι,
Τα μετέωρα μεγάλα πουλιά
διέσχιζαν τότε το σώμα τους
ταχύτατα φεύγοντας περνούσαν έξοδοι ελαφιών
οι ενταφιασμοί
– πόσοι –
δέντρα και σκοτεινά ζώα
κι όπως τους κυνηγούσαν νεογέννητα στη ρίζα τους αφησμένα
Τινάζονταν όλος ο αέρας
Ώρα σα φυλλωσιά τρέμοντας
Σα φυλλωσιά μυρίζοντας
Κι από κάτω κλείνονταν στο χώμα μαζί του
Φωλιές και ψυχές πολλών μικρών ζώων

[Πώς Έγινε Ένας Κακός Άνθρωπος] 






Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε
Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά
Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας





Αποτέλεσμα εικόνας για Ελένη Βακαλό
Αποτέλεσμα εικόνας για Ελένη Βακαλό
Αποτέλεσμα εικόνας για Ελένη Βακαλό



Αποτέλεσμα εικόνας για Ελένη Βακαλό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου