http://www.proz.com/profile/3341470

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ''«Παρήλθεν ο καιρός των κοινωνικών επαναστάσεων. Ο κόσμος όλος προβαίνει σήμερον εις την κατάκτησιν του μέλλοντος,ουχί διά των όπλων[…]Πας εμφύλιος σπαραγμός, πάσα διατάραξις της δημοσίας τάξεως,ισοδυναμεί με σεισμόν, κλονίζοντα τα θεμέλια του Εθνικού μεγαλείου»

Valaoritis.jpg

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης(1824-1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού - ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα-και πολιτικός.

Βιογραφικά στοιχεία

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στην Αγία Μαύρα Λευκάδας τον Ιούνιο του 1824 και βαπτίστηκε (Μόσχος - Αριστοτέλης) στις 2 Σεπτεμβρίου στον Ιερό Ναό του Παντοκράτορος. Γιος του ηπειρωτικής καταγωγής Ιωάννη Βαλαωρίτη από τη Βαλαώρα Ευρυτανίας-πολιτευτή των Επτανήσων- και της καταγόμενης από ευγενή οικογένεια της Κεφαλλονιάς Αναστασίας Τυπάλδου-Φορέστη του Γρηγορίου. Δείγμα της λατρείας προς την αρχαία Ελλάδα και τον κλασσικό πολιτισμό τους οποίους έτρεφε το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν η ονοματοδοσία του ποιητή με το όνομα Αριστοτέλης. ,Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Λευκάδα και στην Κέρκυρα.Φοίτησε (1838-1841) στην Ιόνιο Ακαδημία και ακολούθως ταξίδεψε στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος και στην Ιταλία. Ύστερα πήγε στο Ελβετικό κολλέγιο στη Γενεύη(1842-1844) , με κηδεμόνα τον Εϋνάρδο. Το 1844 έλαβε το Baccalauraet ès letters et ès sciences. Στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου γράφτηκε στη νομική σχολή (1844-1846), αλλά για λόγους υγείας μετέβη στην Πίζα στην Ιταλία και σπούδασε νομικά. Το 1848, στις 16 και 22 Μαΐου αναγορεύθηκε διδάκτωρ του Δικαίου. Το επάγγελμα του δικηγόρου όμως δεν το εξάσκησε ποτέ. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση.

Οικογενειακή κατάσταση

Μετά από συχνά ταξίδια που πραγματοποιούσε στη Βενετία, γνωρίστηκε με τον Αιμίλιο Τυπάλδο, την κόρη του οποίου, Ελοΐζα, παντρεύτηκε στις 10 Ιουνίου 1852. Στις 9 Αυγούστου 1857 απέκτησε ένα γιο, τον Αιμίλιο, ο οποίος σπούδασε στην Ιένα φιλολογία και φυσιολογία αλλά πέθανε στη Μαδέρα από φυματίωση. Επίσης στις 18 Μαρτίου 1869 την κόρη του Όλγα Αναστασία Άννα. Τέλος, μια ακόμα κόρη του γεννημένη το 1870 στη Λευκάδα, η Ναθαλία, πέθανε στις 15 Οκτωβρίου 1875 Συνολικά από το γάμο του απέκτησε επτά παιδιά. 

Η πολιτική του δράση στην Ιόνιο Βουλή

Από αρκετά νωρίς ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εμπλέχθηκε στην πολιτική, και το 1857 εξελέγη στην Ιόνιο Βουλή, τασσόμενος με το κόμμα των Ριζοσπαστών και αγωνιζόμενος για την ένωση των Ιονίων νήσων με την Ελλάδα. Στα πλαίσια της ενωτικής κίνησης των Ιταλών και της ίδρυσης διαφόρων κομιτάτων τα οποία σαν αντανάκλαση των Ιταλικών ενεργειών θα προκαλούσαν ανάλογα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στη Βαλκανική, ιδρύεται από τον Βαλαωρίτη στη Λευκάδα παρόμοιο κομιτάτο. Ο Βαλαωρίτης μετέβη στην Ήπειρο και τον Ιούνιο του 1862 στο Μαυροβούνιο ως εκπρόσωπος κομιτάτων, μεταφέροντας χρήματα υπέρ του αγώνος των Μαυροβουνίων.

Η πολιτική του δράση μετά την Ένωση

Μετά δε την ένωση, στάλθηκε ως αντιπρόσωπος των Επτανήσων στην Ελληνική Εθνοσυνέλευση. Διακρίθηκε με τη δήλωση που έκανε ότι οι συντοπίτες του θα συνεργάζονταν χωρίς προτίμηση για το ένα ή το άλλο κόμμα με το καταλληλότερο ή ικανότερο πρωθυπουργό αλλά και το πιο ανιδιοτελή. Εκλέχθηκε δύο φορές (1865, 1868) βουλευτής με το κόμμα του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, αλλά κρατήθηκε μακριά από την ενεργό πολιτική και απέρριψε τρεις κυβερνητικές προτάσεις για ανάληψη υπουργικών χαρτοφυλακίων. Η αντίδρασή του στη φορολογική αφομοίωση των Επτανήσων με το φορολογικό σύστημα του Ελληνικού κράτους-έλεγε σε μια ομιλία του: «Το φορολογικόν σύστημα επαχθέστατο εν Ελλάδι δεν δύναται να εφαρμοσθή παρ΄ημίν»  Μέριμνά του είναι η ενότητα του Ελληνικού έθνους γι’ αυτό προβάλει μέσα από τις ομιλίες του στο κοινοβούλιο ,την προσήλωση στο θεσμό της μοναρχίας, ως παράγοντα εξισορρόπησης . Έτσι πολύ καλή ήταν η ιδιωτική και δημόσια σχέση που είχε με τον βασιλιά Γεώργιο. Οι διαβόητες για τη νοθεία τους εκλογές του 1868,οι αυθαιρεσίες της κυβερνητικής παράταξης κατά την επικύρωση των αποτελεσμάτων από τη βουλή, καθώς κι ένα επεισόδιο ανάμεσα στον ποιητή και τους αδελφούς Ιακωβάτους (στη συνεδρίαση της 5ης Ιουνίου 1868, ο Βαλαωρίτης δεν θα διστάσει να ραπίσει τον Χαράλαμπο Τυπάλδο-Ιακωβάτο ενώ αντάλλαξε και γρονθοκοπήματα με τον Γεώργιο Τυπάλδο-Ιακωβάτο.) κατέληξε σε αποδοκιμασία της Βουλής για το άτομό του.
Και ως μέλος της Ελληνικής Βουλής συνεχίζει να δρα για την προώθηση των εθνικών δικαίων. Στα τέλη του 1866 γίνεται μέλος της ‘’Κεντρικής υπέρ των Κρητών Επιτροπής’’ χρηματίζοντας και γραμματέας αυτής. Τέλη Σεπτεμβρίου του 1868 κατέρχεται μυστικώς στην Κρήτη. 

Η μετά την απόσυρση του Βαλαωρίτη από την πολιτική δράση

Απογοητευμένος από τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας αποσύρθηκε στο νησί Μαδουρή, όπου ασχολήθηκε με την συγγραφή ποιημάτων και ιστορικών μελετών. Πέθανε στις 24 Ιουλίου του 1879 λόγω καρδιακής προσβολής.

Ο Βαλαωρίτης υπέρμαχος του Μεγαλοϊδεατισμού

Δεν ήταν μόνο η ποίηση που αντανακλούσε τη μεγαλοϊδεατική εθνική ιδεολογία. Στις πολιτικές του ομιλίες, μαχόμενος τον ‘’μικροελλαδισμό’’, προβάλλει την άποψη πως , «η κατάρτσησις του Ελληνικού Βασιλείου υπήρξεν ο πρώτος θεμέλιος λίθος και ουχί το οικοδόμημα της μεγάλης Ελληνικής Εθνότητος» . Και σε άλλο λόγο του, «Συμπυκωθέντες ήδη εντός στενοτάτου κύκλου, αγανακτούμεν,πάσχομεν ως εκ δυσπνοίας, η ατμόσφαιρα της ελευθέρας Ελλάδος, δεν αρκεί πλέον να διαθρέψει τους πνεύμονάς μας» Το εθνικό αυτό ιδεώδες και μεγαλείο δεν θα μπορούσε να υπηρετηθεί καλύτερα, από την απουσία κοινωνικών συγκρούσεων, έλεγε: «Παρήλθεν ο καιρός των κοινωνικών επαναστάσεων. Ο κόσμος όλος προβαίνει σήμερον εις την κατάκτησιν του μέλλοντος,ουχί διά των όπλων[…]Πας εμφύλιος σπαραγμός, πάσα διατάραξις της δημοσίας τάξεως,ισοδυναμεί με σεισμόν, κλονίζοντα τα θεμέλια του Εθνικού μεγαλείου» .

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησης του Βαλαωρίτη-επιρροές

Τα γνωρίσματα του ποιητικού του έργου ήταν: ο πραγματισμός, η αφηγηματικότητα, η ιστορική, εθνοκεντρική, πατριδολατρική και λανθανόντως μεγαλοϊδεατική θεματική, η ρητορικότητα, η ροπή προς τον διδακτισμό, η εμποτισμένη από το δημοτικό τραγούδι της ηπειρωτικής Ελλάδας γλώσσα. Ως προς τη χρήση της ιστορίας στην ποίηση του, «εξαντλείται στην ιστορική στιγμή: η ποίησή του πηγαίνει να συναντήσει τα ιστορικά πρόσωπα, τα οποία προέρχονται κυρίως από το μαρτυρολόγιο των ηρώων του 1821». Ο ίδιος δεν αυτοπροσδιοριζόταν ως ρομαντικός, αλλά ως ιστορικός. Είχε διαλέξει την «πραγματολογική ιστορία για βάση της ποιητικής του έμπνευσης. Όμως αυτή η προσέγγιση από τον ίδιο του έργου του δεν εμπόδισε «την κυριαρχία του ρομαντικού ιστορισμού στην ποίησή του». Ως προς το πραγματολογικό υλικό του αυτό δεν σχετίζεται με την προσωπική ζωή του ποιητή, με τη σύγχρονή του κοινωνική πραγματικότητα της Λευκάδας και του ελεύθερου κράτους. Τα θέματά του αντλούνται από την Επαναστατική και προεπαναστατική εποχή, την Λατινοκρατία, τους αγώνες των κλεφτών, των αρματολών και των Σουλιωτών. «Οι ήρωες ενεργούν μέσα σε ένα κλίμα αφύσικα υψωμένο […]» Κυρίαρχο μέτρο στην ποίησή του είναι ο δημοτικός ομοιοκατάλληκτος δεκαπεντασύλλαβος, ο οποίος στα τελευταία του ποιήματα εγκαταλείπεται. Ο Βαλαωρίτης είναι από τους πρώτους λογοτέχνες που θεματογραφεί ηθογραφικά στοιχεία στην Ελληνική λογοτεχνία . 

Ο Βαλαωρίτης και η Επτανησιακή σχολή

Ο Βαλαωρίτης κρατάει φανερή απόσταση από το έργο και το πρότυπο του Σολωμού. Πλήρης είναι η ρήξη του με τις γλωσσικές αρχές του σολωμικού κύκλου, αφού στην πρώτη κιόλας ποιητική του συλλογή, Στιχουργήματα (1847) υιοθετεί τα γλωσσικά και αισθητικά πρότυπα του αθηναϊκού-φαναριώτικού ποιητικού προτύπου των δύο προηγούμενων δεκαετιών. Απορριπτικές είναι οι κρίσεις του Βαλαωρίτη για το μεγαλύτερο μέρος της σολωμικής ποίησης, αν και έγραψε μάλιστα δύο ποιήματα στην μνήμη του. Η αντισολωμική στάση του Βαλαωρίτη δεν αποσκοπούσε παρά στη διεκδίκηση της θέσης του εθνικού ποιητή που οι άλλοι επτανήσιοι προόριζαν για τον Σολωμό. Ο Βαλαωρίτης διαδήλωσε την πνευματική συγγένειά του με την ανύπαρκτη ‘’ηπειρώτικη σχολή’’-κι αυτό για να τον δεξιωθούν οι λόγιοι της Αθήνας.  Κινήται πέραν της σολωμικής παράδοσης αλλά και πέραν της απαισιοδοξίας των Αθηναίων ρομαντικών. Το επικορομαντικό στοιχείο στοιχείο στην ποίησή του κυριαρχεί. 

Ο Βαλαωρίτης και η δημοτική γλώσσα

Η ποίησή του ήταν πάντοτε γραμμένη στη δημοτική, οι πρόλογοι όμως και τα σχόλια που τα συνόδευαν γραμμένα στην καθαρεύουσα. Αυτή η αντίθεση τεκμηρίωνε έστω και έμμεσα την πεποίθησή του πως η δημοτική αδυνατούσε να εκφράσει βαθύτερες έννοιες. 

Η πρόσληψη του Βαλαωρίτη

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Έργο του Φωκίωνα Ρωκ (1886 - 1941). Αθήνα, Εθνικός Κήπος.
Η πρόσληψή και η κριτική που έγινε στο ποιητικό έργο του Βαλαωρίτη ήταν αντιφατική: από την πλήρη άρνηση ως την αποδοχή. Με την έκδοση της πρώτης του συλλογής, των Μνημοσύνων , του ασκείται κριτική από την Κερκυραϊκή εφημερίδα Η παλιγγενεσία κριτική για την άκρα δημοτική του, μα που τελικό στόχο έχει τις πολιτικές του απόψεις. Το 1867 χαρακτηρίστηκε η δημοτική ως πολύ απέχουσα από την ομιλουμένη. Το 1872 με αφορμή τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Γρηγορίου Ε' έξω από το Πανεπιστήμιο, προσκαλείται να το προσαγορεύσει με ένα ποίημά του γραμμένο στη δημοτική. Ο Παναγιώτης Πανάς τονίζει την πλαστότητα του λαϊκού στοιχείου και τις ρομαντικές υπερβολές του. Συγγράφει δύο ποιήματα, ‘’Μήνυσις της Δημοτικής Ποιήσεως ενώπιον της Κριτικής’’ και ‘’Ποιητικήν Συνταγήν’’ σατιρικά των πηγών εμπνεύσεως του ποιητή: «Τρεις τόνους Πίνδο. Τέσσαρους χιόνι/ μία λιτρ’ ανάσασι και ένα αηδόνι,/ δεμάτια τέσσεραδάφνες, μυρτούλες/ράσα ξεσκλίδια γύφτους αυγούλες[…] Το 1866 ο Ανδρέας Λασκαράτος-φίλος του από το 1859 - σε επιστολή του προς τον Δανό ιερέα Θεόδωρο Χάνσεν, συστήνει την αναθεώρησή των ποιημάτων του Βαλαωρίτη από τον ίδιο το δημιουργό τους «για να είναι στ΄αλήθεια καλά και λαμπρά». Το 1874 στην εφημερίδα ‘’Εξέγερσις’’ δημοσιεύεται η σάτιρα με τίτλο ‘’προς τον Εθνικόν ποιητήν’[…] Αμανές’’-σάτιρα του ποιήματός του προς τιμήν του Γρηγορίου Ε’ : «Πως μας θωρείς σαν άλλαλος; Που τρέχει το μυαλό σου;/οι φτερωτές ελπίδες σου της δόξας , …τα΄όνειρό σου/ακόμα δεν ξεδούλιανε….; ακόμη δε σε φθάνει ατήνο το περήφανο του Παρνασσού στεφάνι, […]»Η πολεμική του Πανά εναντίον του Βαλαωρίτη, με τον οποίο αρχικά ήταν ομόφρονες πολιτικά και λογοτεχνικά, ήταν αποτέλεσμα λογοτεχνικών (η πολεμική του Βαλαωρίτη σε βάρος του Σολωμού που ο Πανάς εκτιμούσε) και πολιτικών αιτίων (ο Βαλαωρίτης ευνοούσε το κόμμα του Κουμουνδούρου, ενώ ο Πανάς ήταν αντιπολιτευόμενος αυτού). Ο Δημήτριος Βερναρδάκης επέκρινε τον ρομαντικό στόμφο του ποιήματος για τον Γρηγόριο Ε'. και την ‘’ψευτοδημοτική’’ γλώσσα του.  Θα ακολουθήσει ο Ιάκωβος Πολυλάς με άρθρο του στην εφημερίδα ‘’Ο Κώδων’’ με τίτλο, ‘’Η λόθρα και η καταβόθρα (Επίκριση της Ωδής του Αρ. Βαλαωρίτη στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄)’’. Θα το χαρακτηρίσει ‘’αποσιωποποίημα’’ λόγω της κατάχρησης αποσιωπητικών στο συγκεκριμένο ποίημα , της τάσης του να παρομοιάζει τα μεγάλα πράγματα με τα μικρά ,όπως στο στίχο ‘’η ανατριχίλα βαθιά μας βόσκει την καρδιά’’ που για τον Πολυλά η έννοια της ανατριχίλας --κάτι στιγμιαίο- δε συμβιβάζεται με την έννοια του ρήματος βόσκω-κάτι διαρκές). Ο ελάσσων ποιητής Κωνσταντίνος Τυπάλδος Πρετεντέρης μιμείται τον Βαλαωρίτη και αυτό το εντοπίζουμε στο διακείμενό του, στην τυποτεχνική αποτύπωση των ιδεών και συναισθημάτων του με τη σωρεία αποσιωπητικών και θαυμαστικών. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης στα 1877 προβάλει δημόσια την άποψη πως ποίηση στην Ελλάδα δεν υπάρχει, εκείνη την περίοδο, αλλά μόνο τον Βαλαωρίτη ξεχώριζε από τους εν ζωή ποιητές. Δυο χρόνια αργότερα θα εκφράσει την άποψη πως ο Βαλαωρίτης είναι εθνικός ποιητής μια αντιηρωικής εποχής.  Νεώτεροι ποιητές αναγνωρίζουν τις οφειλές τους στον Βαλαωρίτη, όπως ο Άγγελος Σικελιανός με τις ποιητικές τους συνθέσεις και ομιλίες . Ο Κωστής Παλαμάς στις ομιλίες, άρθρα και επιστολές του, που όλα μαζί συγκρότησαν το βιβλίο του ‘’Αριστοτέλης Βαλαωρίτης’’ (1924) προχωράει στις ειδολογικές διακρίσεις και την ιεράρχηση των ενδιαφερόντων του ποιητή. Ο Παλαμάς συνέθεσε ποίημα για τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη τονίζοντας περισσότερο την ‘’πρακτική πλευρά’’ της ποίησής του.  Για τον κριτικό Γιάννη Αποστολάκη η ποιητική του Βαλαωρίτη είναι εξωτερική και περιγραφική χωρίς να μπορεί να κατορθώσει να αναχθεί στη σύνθεση ιδανικών μορφών, απουσιάζει η δύναμη της συνθετικής σύλληψης.  Αλλά και η πολιτική του δράση δεν έμεινε ασχολίαστη από τους συγχρόνους του , έτσι ο Γεώργιος Ιακωβάτος, έγραψε μια έμμετρη σάτιρα: «Κνούτο, κνου, Βαλαωρίτη/Ως το στόμα , κι ως τη μύτη/Στα κεφάλια των παιδιών σου/Στυλαβάταις των σκοπών σου/Κνου, βρωμοποιηματούρα/που διαβάζει η Κουμουντούρα,/που διαβάζει η σγαριλιά/ η Κουμουντουροφωλιά. Η μαρξιστική ιστοριογραφία και χαρακτηριστικά, ο Γιάνης Κορδάτος τον είδε ως τον «πατριδολάτρη ποιητή που υμνεί το '21 και εκφράζει τη Μεγάλη Ιδέα».

Η κατασκευή του «Εθνικού» ποιητή

Στην περίπτωση του Βαλαωρίτη ο τίτλος του «εθνικού ποιητή» δόθηκε διότι «αντλούσε σχεδόν αποκλειστικά τα θέματά του από τη νέωτερη ελληνική ιστορία και επειδή υπερασπίστηκε την εθνική ιδέα όχι μόνο με το λόγο του αλλά και εμπράκτως». Όμως με δεδομένο πως και άλλοι ποιητές και πεζογράφοι της εποχής του αντλούσαν από το ίδιο υλικό, η Έρη Σταυροπούλου, εξηγεί πως η διάκριση αυτή του Βαλαωρίτη οφειλόταν: α) στη δημοτική γλώσσα που χρησιμοποίησε –θελκτικό στοιχείο για το ακροατήριό του μα που άρμοζε και με το «ήθος και τη φωνή των διαφόρων ηρώων του», β) στο πάθος και το τραγικό μεγαλείο με το οποίο πρόβαλε τους ήρωές του, γ) η συγκυρία επέτεινε όλα αυτά Κι έτσι ήταν επακόλουθο οι κριτικοί να επισημάνουν «διαρκώς θετικά», αυτά τα δεδομένα, «αναδεικνύοντας τον Βαλαωρίτη στον εγκυρότερο ποιητικό εκφραστή της Μεγάλης Ιδέας. Το 1906 συστήνεται επιτροπή με σκοπό την διεξαγωγή εράνου για την κατασκευή προτομής προς τιμήν, όπως αναφέρεται, του «εθνικού ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη».

Ο σχολικός Βαλαωρίτης

Τη θέση του βρήκε και στα σχολικά εγχειρίδια ο Βαλαωρίτης αρκετά νωρίς. Έτσι, το 1884 με Διάταγμα του Υπουργείου Παιδείας ορίζεται η ύλη των Νέων Ελληνικών και ο Βαλαωρίτης περιλαμβάνεται στην προτεινόμενη διδακτική ύλη. Το ποίημά του «Δημώδης περί Βαλμά θρύλλος» μετά από υπόδειξη του Νικόλαου Πολίτη συμπεριελήφθη στα πρώτα Νεοελληνικά Αναγνώσματα.  Επίσης στο χρονικό διάστημα 1937-1997 και σε σύνολο 79 σχολικών εγχειριδίων, εκ των οποίων τα 47 περιέχουν αναφορές σε Επτανήσιους λογοτέχνες, έχουμε παρουσία του Βαλαωρίτη σε 7 εξ αυτών. Πιο συχνό το ποίημά του, ‘’Ο ανδριάς του Γρηγορίου του Ε΄’’. 

Εργογραφία

Τα πρώτα δείγματα γραφής του είναι οι επιστολές που συντάσσει προς τη μητέρα του την εποχή που ταξιδεύει στην Ελλάδα και στην Ιταλία, πριν την έναρξη των σπουδών του. Στα 1847 φοιτητής όντας, τυπώνει την πρώτη ποιητική συλλογή του, «Στιχουργήματα». Το 1857 τυπώνει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, «Μνημόσυνα» και το 1859 τη μεγάλη ποιητική του σύνθεση «Η Κυρά Φροσύνη». Επίσης πραγματοποίησε και μεταφράσεις, όπως ποιήματα του Βίκτωρα de Laprade.

Ποιήματα

  • Η Κυρά Φροσύνη (1859)
  • Αθανάσιος Διάκος (1867)
  • Θανάσης Βάγιας (1867)
  • Αστραπόγιαννος (1867)
  • Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε (1872)
  • Ο Φωτεινός (ημιτελές)

Συλλογές

  • Στιχουργήματα (1847)
  • Μνημόσυνα (1857)

Διάφορα

  • Ποιήματα (δίτομο) (1891)
  • Έργα (1893)
  • Βίος και έργα (τρίτομο) (1907)
  • Ποιήματα ανέκδοτα (1937)
  • Τα άπαντα (δίτομο) (1968)

Εὐαγγελισμός - Ἑλληνισμός

Μὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,
οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μία φλόγα ἀστράφτει... ἀκούονται ψαλμοὶ καὶ μελῳδία...
Πετάει ἕν᾿ ἄστρο... σταματᾶ ἐμπρὸς εἰς τὴ Μαρία...
«Χαῖρε τῆς λέει ἀειπάρθενε, εὐλογημένη χαῖρε!
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!»
Ἐπέρασαν χρόνοι πολλοί... Μία μέρα σὰν ἐκείνη
ἀστράφτει πάλι ὁ οὐρανός... Στὴν ἔρμη της τὴν κλίνη
λησμονημένη, ὁλόρφανη, χλωμὴ κι ἀπελπισμένη,
μία κόρη πάντα τήκεται, στενάζει ἁλυσωμένη.
Τὰ σιδερὰ εἶναι ἀτάραγα, σκοτάδι ὁλόγυρά της.
Ἡ καταφρόνια, ἡ δυστυχιὰ σέπουν τὰ κόκαλά της.
Τρέμει μὲ μιᾶς ἡ φυλακὴ καὶ διάπλατη ἡ θυρίδα
φέγγει κι ἀφήνει καὶ περνᾶ ἕν᾿ ἄστρο, μίαν ἀχτίδα.
Ὁ Ἄγγελος ἐστάθηκε, διπλώνει τὰ φτερά του...
«Ξύπνα, ταράζου, μὴ φοβοῦ, χαῖρε, Παρθένε, χαῖρε.
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ, Ἑλλὰς ἀνάστα, χαῖρε».
Οἱ τοῖχοι εὐθὺς σωριάζονται. Ἡ μαύρ᾿ ἡ πεθαμένη
νοιώθει τὰ πόδια φτερωτά. Στὴ μέση της δεμένη
χτυπάει ἡ σπάθα φοβερή. Τὸ κάθε πάτημά της
ἀνοίγει μνῆμ᾿ ἀχόρταγο. Ρωτᾶ γιὰ τὰ παιδιά της...
Κανεὶς δὲν ἀποκρένεται... Βγαίνει, πετᾶ στὰ ὄρη...
Λιώνουν τὰ χιόνια ὅθε διαβεῖ, ὅθε περάσει ἡ Κόρη.
«Ξυπνᾶτε ἐσεῖς ποὺ κοίτεστε, ξυπνᾶτε ὅσοι κοιμᾶστε,
τὸ θάνατο ὅσοι ἐγεύτητε, τώρα ζωὴ χορτάστε».
Οἱ χρόνοι φεύγουνε, πετοῦν καὶ πάντα ἐκείνη ἡ μέρα
εἶναι γραμμένο ἐκεῖ ψηλὰ νὰ λάμπει στὸν αἰθέρα
μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τ᾿ οὐρανοῦ. Στολίζεται ὅλη ἡ φύση
μὲ χίλια μύρια λούλουδα γιὰ νὰ τὴ χαιρετήσει.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθεὶς ἂς μεταλάβει
ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ σεῖς καὶ σεῖς οἱ σκλάβοι,
ὅσοι τὴ δάφνη στὴ καρδιὰ νὰ φέρετε φοβᾶστε,
ἀφορεσμένοι νἆστε.

Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του

Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος
θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.
Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.
Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο
νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,
καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.
Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει!
Κι ἂν ξεφυτρώσει πλάτανος, στὸν ἴσκιό του ἀπὸ κάτω
θά ῾ρχονται τὰ κλεφτόπουλα τ᾿ ἄρματα νὰ κρεμᾶνε.
Νὰ τραγωδοῦν τὰ νιάτα μου καὶ τὴν παλληκαριά μου.
Κι ἂν κυπαρίσσι ὄμορφο καὶ μαυροφορεμένο,
θἄρχονται τὰ κλεφτόπουλα τὰ μῆλα μου νὰ παίρνουν,
νὰ πλένουν τὶς λαβωματιές, τὸ Δῆμο νὰ σχωρᾶνε.
Ἔφαγ᾿ ἡ φλόγα τ᾿ ἄρματα, οἱ χρόνοι τὴν ἀνδρειά μου.
Ἦρθε κι ἐμένα ἡ ὥρα μου. Παιδιά μου μὴ μὲ κλάψτε.
Τ᾿ ἀνδρειωμένου ὁ θάνατος δίνει ζωὴ στὴ νιότη.
Σταθεῖτ᾿ ἐδῶ τριγύρω μου, σταθεῖτε ἐδῶ σιμά μου,
τὰ μάτια νὰ μοῦ κλείσετε, νὰ πάρτε τὴν εὐχή μου.
Κι ἕν᾿ ἀπὸ σᾶς τὸ νιώτερο ἂς ἀνεβεῖ στὴ ράχη,
ἂς πάρει τὸ τουφέκι μου, τ᾿ ἄξο μου καρυοφύλλι
κι ἂς μοῦ τὸ ρίξει τρεῖς φορὲς καὶ τρεῖς φορὲς ἂς σκούξει.
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Θ᾿ ἀναστενάξ᾿ ἡ λαγκαδιά, θὲ νὰ βογκήξει ὁ βράχος
θὰ βαργομήσουν τὰ στοιχειά, οἱ βρύσες θὰ θολώσουν
καὶ τ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ περνᾶ δροσᾶτο,
θὰ ξεψυχήσει, θὰ σβηστεῖ, θὰ ρίξει τὰ φτερά του,
γιὰ νὰ μὴν πάρει τὴ βοὴ ἄθελα καὶ τὴ φέρει
καὶ τήνε μάθει ὁ Ὄλυμπος καὶ τὴν ἀκούσει ἡ Πίνδος
καὶ λυώσουνε τὰ χιόνια τους καὶ ξεραθοῦν οἱ λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλὰ στὴ ράχη
καὶ ρίξε τὸ τουφέκι μου. Στὸν ὕπνο μου ἐπάνω
θέλω γιὰ ὕστερη φορὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ βοή του.
Ἔτρεξε τὸ κλεφτόπουλο σὰ νἄτανε ζαρκάδι,
ψηλὰ στὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ τρεῖς φορὲς φωνάζει:
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Κι ἐκεῖ ποὺ ἀντιβοούσανε οἱ βράχοι, τὰ λαγκάδια
ρίχνει τὴν πρώτη τουφεκιὰ κι ἔπειτα δευτερώνει.
Στὴν τρίτη καὶ τὴν ὕστερη τ᾿ ἄξο του καρυοφύλλι
βροντᾶ, μουγκρίζει σὰ θεριό, τὰ σωθικά του ἀνοίγει
φεύγει ἀπ᾿ τὰ χέρια σέρνεται στὸ χῶμα λαβωμένο
πέφτει ἀπ᾿ τοῦ βράχου τὸ γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.
Ἀκουσ᾿ ὁ Δῆμος τὴ βοὴ μὲς τὸν βαθὺ τὸν ὕπνο,
τ᾿ ἀχνό του χείλι ἐγέλασε, ἐσταύρωσε τὰ χέρια...
Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει.
Τ᾿ ἀνδρειωμένου ἡ ψυχὴ τοῦ φοβεροῦ τοῦ Κλέφτη
μὲ τὴ βοὴ τοῦ τουφεκιοῦ στὰ σύγνεφ᾿ ἀπαντιέται
ἀδερφικὰ ἀγκαλιάζονται, χάνονται, σβηῶνται, πᾶνε.

Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη

Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;... Γιατί στὸ μέτωπό σου
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες,
ὅσαις μᾶς δίδ᾿ ἡ ὄψη σου παρηγοριαὶς κ᾿ ἐλπίδαις;...
Γιατί στὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζῃ,
πατέρα, ἕνα χαμόγελο;... Γιατί νὰ μὴ σπαράζῃ
μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά, καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου
οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ᾿ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;...
Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ κ᾿ οἱ λόγγοι στολισμένοι
τὸ λυτρωτή τους χαιρετοῦν... Ἡ θάλασσ᾿ ἀγριωμένη
ἀπὸ μακρὰ σ᾿ ἐγνώρισε καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα
φιλεῖ, πατέρα μου γλυκέ, τὸ ἐλεύθερο τὸ χῶμα,
ποὺ σὲ κρατεῖ στὰ σπλάγχνα του... Θυμᾶται τὴν ἡμέρα,
πατέρα μου, σ᾿ ἐδέχτηκε... Θυμᾶται στὸ λαιμό σου
τὸ ματωμένο τὸ σχοινί, καὶ στ᾿ ἅγιο πρόσωπό σου
τ᾿ ἄτιμα τὰ ραπίσματα,... τὸ βόγγο, τὴ λαχτάρα,
τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή.... Θυμᾶται τὴν ἀντάρα,
τὴν πέτρα ποὺ σοῦ ἐκρέμασαν, τὴ γύμνια τοῦ νεκροῦ σου,
τὸ φοβερὸ τὸ ἀνέβασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου...
Δὲν ἐλησμόνησε τὴ γῆ ποὺ σὤγινε πατρίδα,
Οὔτε τὸ χέρι ποὺ εὔσπλαχνο μ᾿ ὁλόχρυση χλαμύδα
Τὴ σάρκα σου ἐσαβάνωσε τὴ θαλασσοδαρμένη
Ὅταν, Πατέρα μου, ἄκαρδοι, γονατισμέν᾿ οἱ ξένοι
Τὸ αἷμα σου ἔγλυφαν κρυφὰ ῾ς τὰ νύχια τοῦ φονιᾶ σου...
Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, πατέρα, ἡ θάλασσά σου...
Τὸ λείψανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο,
Τ᾿ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας κ᾿ ἐδῶ μαρμαρωμένο
Θὰ στέκῃ ὁλόρθο, ἀκλόνητο, κ᾿ αἰώνια θὰ νὰ ζήσῃ,
Νἆναι φοβέρα ἀδιάκοπη ῾ς Ἀνατολὴ καὶ Δύση...
Πενήντα χρόνοι πέρασαν σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!...
Γιὰ σᾶς ποὺ εἶσθε ἀθάνατοι φεύγουν γλυκαῖς, Πατέρα
Πετοῦν οἱ ὧραις ἄμετραις῾ς τοῦ τάφου τὸ λιμάνι...
Γιὰ μᾶς... καὶ μόνη μιὰ στιγμὴ ἀρκεῖ νὰ μᾶς μαράνῃ...
Πενήντα χρόνοι ἐπέρασαν κι᾿ ἀκόμ᾿ ἡ ἀνατριχίλα
βαθειὰ μᾶς βόσκει τὴν καρδιά... Μὲ τὰ χλωρὰ τὰ φύλλα
ἀνθοβολεῖ κι᾿ ὁ τάφος σου καὶ᾿ ς τὸ μνημόσυνό σου
ὑψώνεται῾ς τὸν οὐρανὸ τὸ νεκρολίβανό σου
μὲ τῶν ἀνθὼν τὴν μυρωδιὰ καὶ μὲ τὸ καρδιοχτύπι
τοῦ κόσμου, ποὺ ἐζωντάνεψες... Γέροντα, τί σοῦ λείπει;...
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;...
Ποιὸς εἲν᾿ ὁ πόθος σου ὁ κρυφὸς καὶ ποιὸ τὸ μυστικό σου;...
Εἶχαν ξυπνήσει ἀνέλπιστα οἱ νεκρωμένοι δοῦλοι...
Κι᾿ ἀπὸ τὸ γέρο Δούναβη ὡς τ᾿ ἄγριο Κακοσούλι
Ἔβραζε γῆ καὶ θάλασσα... σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
Σπαθὶ καὶ ξεθεμέλιωμα καὶ δάκρυ καὶ κατάρα...
Ἐβρόντουν κι᾿ ἄστραφταν παντοῦ τα κλέφτικα λημέρια
Γοργὰ τοῦ Χάρου ἐθέριζαν τ᾿ ἀχόρταγα τὰ χέρια
Κ᾿ ἦτον ὁ πόλεμος χαρά, τὰ φονικὰ παιχνίδια...
Μὲ μιᾶς θολώνουν τοῦ Ὄλυμπου τὰ χιονισμένα φρύδια
Καὶ μαῦρα νέφη ἁπλώνονται ῾ς τοῦ Κίσσαβου τὴ ράχη.
Ἀνατριχιάζουν τὰ κλαριὰ καὶ τὰ νερὰ κ᾿ οἱ βράχοι
Μένουν παράλυτα, νεκρά, σὰν νἆχε διαπεράσει
Κρυφὸ μαχαίρι αὐτὴ τὴ γῆ κ᾿ ἐσκότωσε τὴν πλάση...
Εἶχε προβάλει ἀπὸ μακρὰ πουλὶ κυνηγημένο
Σὰ σύγνεφο μὲ τὸ βοριᾶ καὶ μαυροφορεμένο,
Σκοτείδιασε τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ πλατειὰ φτερά του,
Καὶ μὲ φωνὴ ποὺ ἐξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
Ἐρέκαξε κ᾿ ἐμούγκρισε... «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Ἀπ᾿ ἄκρη ῾ς ἄκρη ὁ χαλασμός... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχην!»...
Τοῦ μυστικοῦ διαλαλητῆ πέφτει ῾ς τὴ γῆ ῾ς τὸ κῦμα
Τὸ φλογερὸ τὸ μήνυμα κι᾿ ἀπὸ ἕνα τέτοιο κρῖμα
Ἐφύτρωσε ἄσβεστη φωτιὰ καὶ μὲ τὴ δύναμή σου
Ἐθέριεψε, ἐζωντάνεψε τ᾿ ἄτιμο τὸ σχοινί σου
Κ᾿ ἔγεινε φίδι φτερωτὸ ῾ς τὸν κόρφο τοῦ φονιᾶ σου...
Καλόγερε, πῶς δὲν ξυπνᾷς νὰ ἰδῇς τὰ θαύματά σου;...
Ἀναστηλώνεται ὁ Μοριᾶς... ἡ Ρούμελη μουγκρίζει...
Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει...
Παντοῦ παράπονο βαθύ, κι᾿ ἀλαλαγμοὶ καὶ θρῆνοι...
Διαβαίνει ἡ μαύρ᾿ ἡ ἄνοιξη... τὰ ρόδα μας, οἱ κρίνοι
Λησμονημένοι τήκονται καὶ τὰ πουλιὰ σκασμένα
Ἀφήνουν ἔρμη τὴ φωλιὰ καὶ φεύγουνε ῾ς τὰ ξένα...
Σ᾿ τοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει
Τοῦ Γένους τὸ ξημέρωμα... Πᾶσα ματιά του σφάζει...
Διωγμέν᾿ ἀπὸ τὸν Κάλαμο, μὲ τὴν ψυχὴ ῾ς τὸ στόμα,
Χιλιάδες γυναικόπαιδα δὲ βρίσκουν φοῦχτα χῶμα
Νὰ μείνουν ἀκυνήγητα καὶ ὁ Χάρος δεκατίζει...
Ρυάζεται ὁ Βάλτος, σὰ θεριὸ τὴ χαίτη του ἀνεμίζει...
Φλόγα παντοῦ καὶ σίδερον... δὲν θ᾿ ἀπομείνῃ λόθρα...
῾ς τὴν Κιάφα νεκρανάσταση...῾Σ τοῦ Πέτα καταβόθρα...
Πέτρα δὲ μένει ἀσάλευτη... κλαρὶ χωρὶς κρεμάλα...
Ἐρημιὰ καὶ ξεθεμέλιωμα ῾ς τὴν Τρίπολη,῾ς τοῦ Λάλα...
Κι᾿ ὅταν τὸ χέρι ἐχόρταινε καὶ ἔπεφτε στομωμένο
Νὰ ξανασάνῃ τὸ σπαθὶ ῾ς τὴ θήκη ξαπλωμένο,
Ἐφώναζε ὁ ἀντίλαλος... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!...
Ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη ὁ χαλασμός... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!».
Φριμάζουν τὰ Καλάβρυτα... Καπνίζει τὸ Ζητούνι...
κ᾿ ἡ Μάνη ἡ ἀνυπόμονη τεντώνει τὸ ρουθοῦνι
Σὰν τὸ καθάριο τ᾿ἄλογο, νὰ μυρισθῇ τ᾿ ἀγέρι
Ποῦ, ταχυδρόμος τ᾿ οὐρανοῦ, μὲ τὰ φτερά του φέρει
Τοῦ Διάκου τὴ σπιθοβολὴ καὶ τὴν ἀναλαμπή του...
Ὁ γυιὸς τ᾿ Ἀνδρούτζου ῾ς τὴ Γραβιὰ στηλώνει τὸ κορμί του
Κ᾿ ἐπάνω του, σὰν νἄτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
Συντρίβεται ἡ Ἀρβανητιὰ μὲ τὸν Ὁμὲρ Βρυώνη...
Φεγγοβολοῦν τὰ πέλαγα ῾ς τὴν Τένεδο,῾ς τὴν Σάμο
Καὶ κάθε κῦμα πὤρχεται νὰ ξαπλωθῇ ῾ς τὸν ἄμμο
Ξερνώντας αἷμα καὶ φωτιά, φωνάζει... «Πολεμάρχοι!...
Ἐκδίκηση... ἄσπλαχνη... παντοῦ... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!».
Τὸ Σούλι τὸ ἀνυπόμονο ψηλὰ ῾ς τὸ Καρπενήσι
Τοῦ Βότζαρή σου τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ σὲ προσκυνήσῃ
Σοῦ στέλλει αἱματοστάλαχτη… ῾Σ τὸν τάφο του κλεισμένο
Τὸ Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
Δὲν παραδίδει τἄρματα, δὲν γέρνει τὸ κεφάλι...
Κρατεῖ γιὰ νεκροθάφτη του τὸ Χρῆστο τὸν Καψάλη,
Τὸ ράσο τοῦ Δεσπότη του φορεῖ γιὰ σάβανό του,
Καὶ φλογερὸ μετέωρο πετᾷ ῾ς τὸν οὐρανό του
Καὶ θάφτεται ὁλοζώντανο… ῾Σ τὸ διάβα του τρομάζουν
Τ᾿ ἀστέρια ποὺ τὸ κύτταζαν, καὶ ταπεινὰ μεριάζουν...
Κλαρὶ δὲ φαίνεται χλωρὸ καὶ τὸ στερνὸ χορτάρι
Πὤμεν᾿ ἀκόμα πράσινο, τ᾿ ἀράπικο ποδάρι
Τὸ μάρανε, τὸ σκότωσε... Χορτάσαν οἱ κοράκοι…
῾Σ τὴ Ράχοβα, ῾ς τὸ Δίστομο μὲ τὸν Καραϊσκάκη
Ἀδελφωμένο πολεμᾷ τῆς Λιάκουρας τὸ χιόνι...
Θερίζει τ᾿ ἄσπλαχνο σπαθὶ κι᾿ ὁ πάγος σαβανώνει...
Πλαταίνει πάντα ἡ ἐρημιὰ καὶ τὸ σχοινί σου σφίγγει
Τοῦ λύκου μας τοῦ ἑφτάψυχου τ᾿ ἀχόρταγο λαρύγκι...
Ὁ κόσμος ἀνταριάζεται... Καὶ τὰ σκυλόδοντά του
Ξερριζωμένα πνίγονται μὲ τὰ ρυασήματά του
῾Σ τοῦ Ναβαρίνου τὰ νερά... καὶ φεύγει... Ἀνάθεμά τον!...
Ἐσκόρπισαν τὰ σύγνεφα μὲ τ᾿ ἀστραπόβροντά των
Καὶ κούφια ἀπέμεινε ἡ βοὴ τοῦ μαύρου καταρράχτη...
Μ᾿ αὐτά... μ᾿ αὐτὰ τὰ κόκκαλα, τὰ τρίμματα, τὴ στάχτη
Ἐχτίσαμε, πατέρα μου, τὴ πτωχικὴ φωλιά μας.
Κ᾿ ἐκεῖθε ἐφύτρωσε ἡ μυρτιὰ καὶ τὰ δαφνόκλαρά μας,
Π᾿ ἀνθοβολοῦν τριγύρω σου. Γιατί τὰ δάχτυλά σου
Ἀκίνητα δὲν εὐλογοῦν τὰ μαῦρα τὰ παιδιά σου;...
Σ᾿ τ᾿ ἀνδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα
Ἐρρίζωσε τόσο βαθειά του Χάρου ἡ φαρμακάδα,
Π᾿ οὔτε τοῦ Ρήγα ἡ συντροφιά, καλόγερε, δὲ φθάνει
Τὰ σφραγισμένα χείλη σου ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ γλυκάνῃ...
Οὔτε τὸ φῶς τὸ ἀκοίμητο ποὺ ῾ς τὸ πλευρό σου χύνει
Αὐτό μας τὸ περήφανο, τὸ φλογερὸ καμίνι;...
Οὔτε, τὰ δέντρα, τὰ πουλιά, τὰ πράσινα χορτάρια...
Οὔτε τὰ βασιλόπουλα, τοῦ θρόνου μας βλαστάρια,
Ποὺ θἄρχωνται νὰ χαιρετοῦν τοῦ ποιητοῦ τὴ λύρα,
Καὶ νὰ ρωτοῦν πῶς ἔγεινε τὸ ράσο σου πορφύρα;...
Τί θέλεις, γέροντ᾿, ἀπὸ μᾶς;... Δὲ νοιώθεις μιὰ ματιά σου
Πόσαις θὰ ἐφλόγιζε καρδιαὶς κι᾿ ἀπὸ τὰ σωθηκά σου
Πόση θὰ ἐβλάσταινε ζωή;... Πῶς δὲν ξυπνᾷς, πατέρα;...
Δὲ φέγγει μεσ᾿ ῾ς τὸ μνῆμα σου οὔτε μιὰ τέτοια μέρα;...
Τὸ μάρμαρο μένει βουβό... καὶ θὲ νὰ μείνει ἀκόμα,
Ποιὸς ξέρει ὡς πότ᾿ ἀμίλητο τὸ νεκρικό σου στόμα...
Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται καὶ τότε θὰ ξυπνήσῃ,
Ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, βροντήσῃ
Τὸ φοβερό μας κήρυγμα... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!
Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!».

Ὁ Σαμουήλ

Καλόγερε, τί καρτερεῖς κλεισμένος μὲς στὸ Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σοῦ ῾μειναν κ᾿ ἐκεῖνοι λαβωμένοι!
Κι εἶναι χιλιάδες οἱ ἐχθροὶ ποὺ σ᾿ ἔχουνε ζωσμένον!
Ἔλα νὰ δώσεις τὰ κλειδιά, πέσε νὰ προσκυνήσῃς,
κι ἀφέντης ὁ Βελῆ Πασᾶς δεσπότη θὰ σὲ κάμη!
Ἔτσι ψηλὰ ἀπ᾿ τὸ βουνὸ φωνάζει ὁ Πήλιος Γούσης.
Κλεισμένος μὲς στὴν ἐκκλησιὰ βρίσκετ᾿ ὁ Σαμουήλης,
κι ἀγέρας παίρνει τὴ φωνὴ τοῦ Πήλιου τοῦ προδότη.
Χωρὶς ψαλμοὺς καὶ θυμιατά, χωρὶς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρὸς στὴν Ὡραία Πύλη,
πέντε Σουλιῶτες στέκονται μὲ τὸ κεφάλι κάτου.
Βουβοί, δὲν ἀνασαίνουνε, καὶ βλέπεις κάπου-κάπου
ὅπου ἕνα χέρι σκώνεται καὶ κάνει τὸ σταυρό του.
Ἀκίνητα στὸ μάρμαρο σέρνονται τὰ σπαθιά τους,
σπαθιὰ ποὺ τόσο ἐδούλεψαν γιὰ τὸ γλυκό τους Σούλι!
Δὲ φαίνετ᾿ ὁ καλόγερος, μόνος του στ᾿ ἅγιο Βῆμα
προσεύχετο κ᾿ ἑτοίμαζε τὴ μυστικὴ θυσία.
Σφιχτὰ-σφιχτὰ στὰ χέρια του ἐβάστα τὸ Ποτήρι
καὶ μύρια λόγι᾿ ἀπόκρυφα ἔλεγε τοῦ Θεοῦ του.
Τὰ μάτια κατακόκκινα ἀπ᾿ τὲς πολλὲς ἀγρύπνιες
ἐκοίταζαν ἀκίνητα τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα.
Τί θάλασσα, ποὺ κύματα ἔχει κρυφὲς ἐλπίδες!
Σιγᾶτε βρόντοι τουφεκιῶν, πάψτε φωνὲς πολέμου,
Κι ὁ Σαμουὴλ τὴν ὕστερη τὴν κοινωνιὰ θὰ πάρει!
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κοίταζ᾿ ὁ παπὰς τὴ Σάρκα τοῦ Θεοῦ του,
ἐκύλησ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάτια του στοῦ ποτηριοῦ τὰ σπλάγχνα
σὰν τὴ δροσούλα διάφανο κρυφὰ-κρυφὰ ἕνα δάκρυ.
- Θεέ μου καὶ πατέρα μου, θαμμένος ἐδῶ μέσα
ἐδίψασα... Χωρὶς νερὸ ἡ θεία κοινωνιά σου
θὰ ἔμεν᾿ ἀτελείωτη... Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αὐτὸ τὸ μαῦρο δάκρυ μου, μὴ τὸ καταφρονέσης.
ἀμόλυντο καὶ καθαρὸ βγαίν᾿ ἀπ᾿ τὰ φυλλοκάρδια.
δέξου το, Πλάστη, δέξου το, ἄλλο νερὸ δὲν ἔχω.
Ἤτανε ἥλιος κ᾿ ἔλαμψε τὸ ἱερὸ τὸ σκεῦος.
Τὸ αἷμα ἐζεστάθηκε, ἄχνισε, ζωντανεύει.
Ἀναγαλλιάζει ὁ Σαμουὴλ ποὺ εἶδε τὴ Θεία Χάρη
καὶ τρέμοντας ἀγκάλιασε τὸ θεϊκὸ ποτήρι
καὶ τό ῾σφιξε στὰ χείλη του κι ἄκουσε ποὺ χτυποῦσε
σὰν νἄτανε λαχταριστὴ καρδιά, ζωὴ γιομάτη.
Ἀνοίγ᾿ ἡ Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, σκύφτουν τὰ παλληκάρια.
τ᾿ ἀνδρειωμένα μέτωπα τὸ μάρμαρο χτυπᾶνε
καὶ καρτεροῦν ἀκίνητά τοῦ γέροντα τὰ λόγια.
Ἐπρόβαλ᾿ ὁ καλόγερος. Τὸ πρόσωπό του φέγγει
σὰ χιονισμένη κορυφὴ στοῦ φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.
Στὰ λαβωμένα χέρια του βαστοῦσ᾿ ἕνα βαρέλι
πού ῾κλειε μέσα θάνατο, φωτιὰ κι ἀπελπισία.
Ἐκεῖνο μόνο τό ῾μεινε, ἐκεῖνο μόνο φθάνει!
Ἐμπρὸς στὴν Πύλη τοῦ Ἱεροῦ μονάχος του τὸ στένει
καὶ τρεῖς φορὲς τὸ βλόγησε καὶ τρεῖς φορὲς τὸ φχέται.
Σὰν νά ῾ταν Ἅγια Τράπεζα, σὰν νά ῾ταν Ἀρτοφόρι
ἐπίθωσ᾿ ὁ καλόγηρος ἐπάνω τὸ ποτήρι,
καὶ σιωπηλὸς κι ἀτάραχος ἄναψε θειαφοκέρι...
Τὰ γόνατά του ἐχτύπησαν ὁρμητικὰ τὴν πλάκα,
ἐσήκωσε τὰ χέρια του, τὸ πρόσωπό του ἀνάφτει
κι οἱ πέντε τὸν ἐκοίταζαν βουβοὶ μέσα στὰ μάτια:

Ἡ δέησις

- Πατέρα μου, σ᾿ ἐδούλεψα
πιστὰ σαράντα χρόνια,
καὶ τώρα στὰ γεράματα
μοῦ δίνεις κατηφρόνια!
Τὸ θέλημά σου ἂς γενῆ!
Λυπήσου μας, σπλαγχνίσου
καὶ πάψε τὴν ὀργή σου!
Σ᾿ ἐσένα, σὰν ὀρφάνεψα,
ἔδωκα τὴν ψυχή μου,
τὸ Σούλι μου τ᾿ ἀγκάλιασα
στὸν κόσμο γιὰ παιδί μου.
Τώρα τὸ Σούλι τὄχασα...
Ἦλθ᾿ ἡ στερνή μου μέρα,
θἄλθω σ᾿ ἐσέ, Πατέρα...
Μέτρησε πόσοι ἐμείναμε!
Οἱ ἄλλοι πεθαμένοι
μὲς στὰ λαγκάδια σέρνονται
νεκροὶ καὶ λαβωμένοι!
ἂταφ᾿ ἀμοιρολόητα
σέπονται τὰ κουφάρια
στοῦ λόγγου τὰ χορτάρια.
Ὄρνια καὶ λύκοι ἐχόρτασαν
τὰ μαῦρα κρέατά μας.
Συγχώρεσε, συγχώρεσε,
Πλάστη, τὰ κρίματά μας!
Καὶ τώρα ποὺ θὰ νά ῾λθωμε
κ᾿ ἡμεῖς στὴν ἀγκαλιά σου,
δέξου μας σὰν παιδιά σου!
Καὶ κοίταξε τὰ χέρια μας
τώρα σ᾿ ἐσὲ σκωμένα
πῶς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ ἄπιστο
τὸ αἷμα λερωμένα,
κ᾿ εὐχαριστήσου, Πλάστη μου,
καὶ πές: «Εὐλογημένοι,
πιστοί μου ἀνδρειωμένοι!»
Τώρα τὸ Σούλι ἀπέθανε.
δὲν ἔμειν᾿ ἕνα χέρι
ποὺ νὰ μπορῇ στὰ δάχτυλα
νὰ σφίξῃ τὸ μαχαίρι...
Πατέρα παντοδύναμε,
γενοῦ σ᾿ ἐμᾶς πατρίδα,
ἄλλη δὲν ἔχω ἐλπίδα.
Ἐκεῖ ψηλὰ στὸ θρόνο σου,
στὴν τόση βασιλεία,
δῶσε σ᾿ ἐμᾶς τοὺς δύστυχους
μικρὴ μία κατοικία,
νὰ μοιάζη μὲ τὸ Σούλι μας
καὶ δῶσε μου ἕνα βράχο
κ᾿ ἐκεῖ τὸ Κούγκι νά ῾χω.
Χῶμα στὸ Σούλι ἐλεύθερο
γιὰ νὰ ταφῶ δὲ μένει.
ἐλέησόν με, Πλάστη μου,
συγχώρεσε νὰ γένῃ
τὸ Κούγκι μου ἡ ἐκκλησιά,
τὸ Ἱερό σου Βῆμα
τοῦ Σαμουὴλ τὸ μνῆμα.
Ἐδῶ ποδάρι ἄπιστο
ποτὲ δὲ θὰ τολμήση
(ποτέ! τὸ εἶπα, τ᾿ ὅρκισα)
τὸ Κούγκι νὰ πατήσει.
Μαζί μου παίρνω τὰ κλειδιά,
Πλάστη μου, δὲν τ᾿ ἀφήνω,
οὔτε σ᾿ ἐσὲ τὰ δίνω!
Ἐκεῖ ψηλὰ στὸν οὐρανὸ
νὰ τὰ φορῆ στὴ μέση
ὁ Σαμουὴλ ὁ δοῦλος σου
θὰ σὲ παρακαλέσει...
Πατέρα μου, μὴ πειραχθῆς,
κάμε μου αὐτὴ τὴ χάρη:
ἄλλος νὰ μὴ τὰ πάρη!
Καὶ τώρα-τώρα π᾿ ἄκουσες
τὸν πόνο, τὸν καημό μας,
δέξου μας καὶ θ᾿ ἀφήσωμε
τὸ Σούλι τὸ γλυκό μας...
Τὸ Σούλι (ἄχ! πὼς τό ῾χασα!)
ψυχή μου, μὴ δακρύσεις,
εἶν᾿ ὥρα νὰ τ᾿ ἀφήσεις!
Κι ἁπλώνοντας τὰ χέρια του
στοὺς πέντε του συντρόφους:
Θεέ μου, πολυέλεε,
τώρα ποὺ θὰ ν᾿ ἀφήσω
τὸν κόσμο καὶ στὸν ἴσκιο σου
θἄλθ᾿ ὁ φτωχὸς νὰ ζήσω,
μία χάρη θέλω, Πλάστη μου:
τὰ πέντε τὰ παιδιά μου
νὰ τάχω συντροφιά μου!
Τ᾿ ἀνάθρεψα στὸν κόρφο μου,
γιὰ εἰδὲ τά, τὰ καημένα,
ἄλλονε δὲν ἀγάπησαν
παρὰ ἐσὲ κ᾿ ἐμένα.
Παιδιά μου, μὴ δειλιάζετε,
νά ῾χετε τὴν εὐχή μου,
Θὰ ζήσετε μαζί μου!
Σταλαματιὰ-σταλαματιὰ τὰ δάκρυά τους πέφτουν
κι ἡ πλάκα ποὺ τὰ δέχεται ραγίζεται καὶ τρίζει.
Παράπονο τοὺς ἔπιασεν, ὄχι θανάτου φόβος,
καὶ κλαίοντας ὁ Σαμουήλ, εἰς τό ῾να του τὸ χέρι
τὸ ἱερὸ ποτήρι του καὶ στ᾿ ἄλλο τὴ λαβίδα,
ἀρχίνησε τὴν κοινωνιὰ τοῦ Πλάστη νὰ μεράζη...
Ὁ πρῶτος ἐμετάλαβε - μεταλαβαίνει κι ἄλλος,
τὴν ἔδωσε στὸν τρίτονε - κι ὁ τέταρτος τὴν παίρνει,
καὶ φθάνει ὡς τὸν ὕστερο καὶ τοῦ τηνε προσφέρει.
Κι ἐκεῖ ποὺ ἔψαλλ᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του
τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ: «σήμερον Υἱὲ Θεοῦ...»
φωνὲς ἀκούονται, χτυπιές, ἀλαλαγμός, ἀντάρα.
Πλακώσανε οἱ ἄπιστοι: «καλόγερε, τί κάνεις;»
Ἐσήκωσε τὰ μάτια τοῦ ὁ Σαμουὴλ στὸν κρότο,
καὶ στάζ᾿ ἀπ᾿ τὴ λαβίδα του ἐπάνω στὸ βαρέλι
μία φλογερὴ σταλαματιὰ ἀπ᾿ τοῦ Θεοῦ τὸ αἷμα...
Ἀστροπελέκια ἐπέσανε, βροντάει ὁ κόσμος ὅλος,
λάμπει στὰ γνέφ᾿ ἡ ἐκκλησιά, λάμπει τὸ μαῦρο Κούγκι!
Τί φοβερὴ κεροδοσὰ πὄλαβε στὴ θανή του
τὸ Σούλι τὸ κακότυχο καὶ τί καπνὸ λιβάνι!
Ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ παπᾶ τὸ ράσο
κι ἁπλώθηκε κι ἁπλώθηκε σὰν τρομερὴ μαυρίλα,
σὰ σύννεφο κατάμαυρο κ᾿ ἐθόλωσε τὸν ἥλιο.
Κι ἐνῷ τ᾿ ἀνέβαζ᾿ ὁ καπνὸς κι ἐνῷ τὸ συνεπαίρνει,
τὸ ράσο παντ᾿ ἀρμένιζε κ᾿ ἐδιάβαινε σὰ Χάρος.
κ᾿ ἐκεῖθεν ὁποὺ διάβηκε ὁ φλογερός του ἴσκιος,
σὰν νά ῾ταν μυστικὴ φωτιὰ ἐρόγισε τὸ λόγγο.
Καὶ μὲ τὲς πρῶτες ἀστραπὲς καὶ μὲ τὰ πρωτοβρόχια
χλωρὸ χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ἐλιές, μυρτοῦλες,
ἐλπίδες, νίκες καὶ σφαγὲς - χαρὲς κ᾿ ἐλευθερία!

Ὁ βράχος καὶ τὸ κύμα

Στὸ συμβολισμὸ τοῦ ποιήματος, βράχος εἶναι ὁ κατακτητὴς
Τοῦρκος καὶ κῦμα ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμός.

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.
Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.
Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.
Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήσῃ στὸ λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι!»
Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.
Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα,
χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα
ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει,
καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει.
«Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις;
Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις,
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!»
«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ᾿ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ καὶ τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια...
Μ᾿ ἔκαμες ξυλοκρέβατο... Μὲ φόρτωσες κουφάρια...
Σὲ ξένους μ᾿ ἔριξες γιαλούς... Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»
Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,
ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου