http://www.proz.com/profile/3341470

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ''Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε : ''Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνω εγώ εκατό την ώρα''. Αυτό θέλουμε κι εμείς. Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο...''

Αποτέλεσμα εικόνας για Γιάννης Ρίτσος

Ο Γιάννης Ρίτσος (1 Μαΐου 1909 - 11 Νοεμβρίου 1990)ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Τα έργα του συμπληρώνουν πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα. Αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Πολιτικά ανήκε στην Αριστερά (συγκεκριμένα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).
Ο Ρίτσος νόσησε από φυματίωση, ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες. Στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του. Αφού πέρασε από διάφορα σανατόρια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις.
Η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην Ε.Δ.Α. Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και στην Κούβα. Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε και πάλι, αρχικά στη Γυάρο και κατόπιν στη Λέρο. Με το πέρας της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση, ο Ρίτσος έγινε ευρέως γνωστός, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Ρίτσου, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι κ.ά. Πολλά ποιήματα του Ρίτσου έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωστότερα εξ αυτών: Η Ρωμιοσύνη και ο Επιτάφιος αλλά και άλλα.
Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεων του Ρίτσου περιλαμβάνονται το κρατικό βραβείο ποίησης και το βραβείο Λένιν.

Βιογραφία

Οικογένεια

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1909 στη Μονεμβασιά. Ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας Ρίτσου. Ο πατέρας του Ρίτσου, Ελευθέριος, γεννήθηκε το 1872 και είχε καταγωγή από την Κρήτη. Ο Ελευθέριος Ρίτσος ήταν κληρονόμος τεράστιας κτηματικής περιουσίας και βασιλόφρων. Είχε συναναστροφές με τον κλήρο και είχε ελλιπείς γνώσεις καθώς τελείωσε μονάχα το δημοτικό. Η μητέρα του Ρίτσου ήταν η Ελευθερία Βουζαναρά, γεννημένη το 1879, κόρη πλουσίων εμπόρων από το Γύθειο. Οι δυο τους παντρεύτηκαν όταν ήταν ακόμα εκείνη 13 ετών και είχε συμφωνηθεί ότι θα συζούσαν οριστικά μόλις τελείωνε το γυμνάσιο..
Το ζευγάρι δεν τα πήγαινε καλά, καθώς ο Ελευθέριος ήταν μανιώδης χαρτοπαίχτης και γυναικάς. Ένα οριστικό περιστατικό για τη σχέση τους ήταν όταν απέκτησαν το δεύτερο παιδί τους: Ενόσω η Ελευθερία βρισκόταν στο νοσοκομείο, εκείνος εξαφανίστηκε για εβδομάδες στο Λουτράκι, περνώντας ξέγνοιαστες ώρες. Η οικογένεια Ρίτσου απέκτησε τελικά τέσσερα παιδιά, τη Νίνα το 1898, τον Δημήτρη το 1899, τη Σταυρούλα (Λούλα) το 1908 και τον Γιάννη το 1909.
Η οικογένεια ζούσε απέναντι από την Παναγία τη Χρυσαφίτισσα. Αργότερα εγκαταστάθηκε οριστικά, μετά τη γέννηση του Γιάννη, σε ένα σπίτι που αγόρασε ο Ελευθέριος στην είσοδο της καστροπολιτείας, δίπλα στα τείχη.

Νεανικά χρόνια


Το σπίτι του Γιάννη Ρίτσου, στη Μονεμβασιά, και η προτομή του.
Η ζωή του Ρίτσου κατά την παιδική του ηλικία στη Μονεμβασιά ήταν ανέμελη και πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια κοντά στη φύση. Η μητέρα του, που ήταν καλλιεργημένη, του έδειχνε πολλή αγάπη και τρυφερότητα. Η γιαγιά του η Άννα του έλεγε παραμύθια, όπως επίσης κι ένας Μωραΐτης, που φρόντιζε αυτόν και τη Λούλα, μετά τη δολοφονία του παππού τους το 1910. Ο Ρίτσος από μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, έγραφε στίχους από την ηλικία των 7 ετών. Η μητέρα του τον υποστηρίζει απόλυτα σ' αυτή του την κλίση και θεωρεί πως κάποια μέρα θα διαδεχθεί τον Κωστή Παλαμά. Αργότερα τον εγγράφει ως συνδρομητή στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων.
Η ανεμελιά των παιδικών χρόνων σταματά με την έναρξη του σχολείου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να παίζει από τα να παρακολουθεί τα μαθήματα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεται πολλές φορές όρθιος στη γωνία τιμωρημένος. Τα τετράδιά του ήταν γεμάτα ζωγραφιές. Είχε πει κι ο ίδιος κάποτε:
Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες, σβήνοντας τους αριθμούς.
Ενώ για τις τιμωρίες του έλεγε:
Σαν να μ' άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα.
Κι ακόμη:
Νομίζω πως ο άνθρωπος που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στη ζωή του δεν ξέρει τι σημαίνει παραβίαση της απαγόρευσης. Κι επειδή η ζωή είναι γεμάτη απογοητεύσεις, έμαθα να δουλεύω την ποίηση, ξεπερνώντας τες.
Ο Ρίτσος ό,τι έχασε από το σχολείο το βρήκε στη βιβλιοθήκη της μητέρας του, όπου εκεί συνάντησε για πρώτη φορά την Αριστερά, πράγμα που ενοχλούσε τον πατέρα του.
Το 1917 η οικογένεια Ρίτσου δέχτηκε το πρώτο της οικονομικό πλήγμα: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του Ελευθέριου Βενιζέλου απαλλοτριώθηκαν τσιφλίκια ή δόθηκαν σε ακτήμονες. Οι Ρίτσοι, που δεν ήξεραν άλλη δουλειά, παρά μόνον αυτή, τα έχασαν σχεδόν όλα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο αδελφός του, που σπούδαζε, ασθένησε με τον προάγγελο της φυματίωσης, την υγρά πλευρίτιδα. Ο πατέρας ξόδεψε πολλά λεφτά για τη θεραπεία του γιου του χωρίς όμως επιτυχία. Το 1921 ασθένησε από φυματίωση και η μητέρα του. Ο Δημήτρης δεν τα κατάφερε και πέθανε από φυματίωση στις 6 Αυγούστου 1921, ενώ λίγο αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, όταν η μητέρα έμαθε για τον θάνατο του Δημήτρη, δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή στην Πορταριά Μαγνησίας. Στο ενδιάμεσο, η αδελφή του Νίνα, και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1921, είχε παντρευτεί τον χωροφύλακα του χωριού και είχε φύγει από το σπίτι, με αποτέλεσμα η Λούλα και ο Γιάννης να μείνουν μόνοι και να δεθούν πολύ.
Η Λούλα και ο Γιάννης ήρθαν πολύ κοντά μετά από αυτά τα τραγικά γεγονότα. Η μόνη παρηγοριά του ποιητή ήταν η αδελφή του και η ποίηση, ενώ τα μόνα έξοδα που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν η συνδρομή του περιοδικού, στο οποίο μάλιστα δημοσίευσε το 1924-1925 τις πρώτες του συνεργασίες με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα». Ο Γιάννης Ρίτσος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ενώ στο Γύθειο, γενέτειρα της μητέρας του, παρακολούθησε τα μαθήματα του γυμνασίου.

Η αρρώστια

Τον Σεπτέμβριο του 1925, ο Γιάννης Ρίτσος και η αδελφή του, Λούλα, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Εκεί έπιασαν ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Μπενάκη. Ο θείος Λεωνίδας, που ζούσε στο Λονδίνο και που τους είχε βοηθήσει και παλαιότερα, τους συνδράμει χρηματικά, ενώ η Λούλα έπιασε δουλειά, προετοιμάζοντας τις σπουδές της για τη Φιλοσοφική Σχολή. Ο Γιάννης από την άλλη δεν έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για όλα αυτά. Έπιασε αργότερα δουλειά ως δακτυλογράφος σε γραφείο ενός συμβολαιογράφου, στη βιβλιοθήκη του οποίου γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά κ.ά. Έως το 1926, τα πράγματα πήγαιναν καλά για τα δύο αδέλφια, ώσπου ένα πρωί η Λούλα είδε τον αδελφό της να κάνει αιμόπτυση στο λαβομάνο. Ο ιατρός της οικογένειας τον έστειλε στη Μονεμβασιά, όπου, όπως πίστευε, θα έβρισκε καλύτερη περιποίηση. Τελικά, μετά από τη δίμηνη παραμονή του στην Αθήνα, επέστρεψε στην πατρώα γη. Επιστρέφοντας ο Ρίτσος από τη Μονεμβασιά είχε έτοιμες δύο ποιητικές συλλογές: Στο Παλιό μας Σπίτι και το Δάκρυα και Χαμόγελα. Τον Ιανουάριο του 1927 η αιμόπτυση επανήλθε και ήταν βέβαιο πλέον ότι έπασχε κι αυτός από φυματίωση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1927 εισήλθε στο νοσοκομείο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου για τα επόμενα τρία χρόνια ήρθε σε επαφή με διάφορους αριστερούς και συνδικαλιστές. Ο «δάσκαλός» του είναι ο Βασίλης, ο οποίος θα εκτελεστεί αργότερα από τους Γερμανούς, στην Κατοχή.

Η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, που νόσησε κι αυτή από τη φυματίωση, και που η συνάντηση της με τον Γιάννη Ρίτσο, στο σανατόριο του «Σωτηρία», υπήρξε καλλιτεχνικό «διάλειμμα» από τη σκληρή πραγματικότητα.
Στο σανατόριο του «Σωτηρία» θα γνωριστεί με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Αντάλλασσαν ποιήματα ο ένας στον άλλον και λόγω της αγάπης τους για την ποίηση θα βρουν παρηγοριά. Ο ίδιος ο ποιητής αφηγείται στον Κ. Σταματίου:
Υπήρχε μια μεγάλη "αίθουσα υποδοχής" με το μοναδικό πιάνο με ουρά στη «Σωτηρία». Τ' απόγευμα, πήγαινα εκεί και έπαιζα αναζητώντας κάποια παρηγοριά στη μουσική. Ακούγοντας το πιάνο η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιό της και έτσι γνωριστήκαμε.
Εκεί μέσα ανέπτυξαν θερμούς δεσμούς φιλίας οι δύο ποιητές. Μάλιστα ο ένας έχει αφιερώσει στον άλλον και ποιήματα.
Ο ποιητής, μετά το πέρας του τρίτου έτους της παραμονής του στο νοσοκομείο, δεν είχε πια λεφτά για την παραμονή του. Κατόπιν, τον μετέφεραν σε στρατιωτικό νοσοκομείο, για να καταλήξει στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας, ένα ερειπωμένο και άθλιο κατάλυμα. Οι συνθήκες εκεί ήταν απαράδεκτες. Έτσι, ο Ρίτσος στέλνει ένα γράμμα στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών και τονίζει τα προβλήματα που βιώνουν καθημερινά οι ασθενείς εκεί πέρα. Ο Ρίτσος θα πει αργότερα για εκείνη την εμπειρία του:
Στην Καψαλώνα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου σαν εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου.
Στην Καψαλώνα ο Ρίτσος, μαζί με άλλα ποιήματά του, από το προηγούμενο σανατόριο, συνθέτει τις πρώτες του ποιητικές συλλογές: Τρακτέρ και Πυραμίδες.

Δεκαετία 1930-1940

Τον Απρίλιο του 1931, η αδελφή του Λούλα παντρεύεται έναν μετανάστη από την Αμερική, τον Δημήτρη Σταυρόπουλο, ο οποίος θα συνδράμει οικονομικά και τον αδελφό της, τον Γιάννη. Έτσι, ο Ρίτσος θα βρει περισσότερο χρόνο για τη συγγραφή ποιήσεως.
Το 1932, την οικογένεια την ξαναβρήκε συμφορά: Ο πατέρας του Ρίτσου, που ζούσε μόνος στη Μονεμβασιά, δεν είχε τα προς το ζην και σε συνδυασμό με την άρνησή του για βοήθεια από τους συγχωριανούς του έχασε τα λογικά του και τρελάθηκε. Τον μετέφεραν εν τέλει το 1934 στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου.
Η αδελφή του που είχε πάει στην Αμερική επέστρεψε για να τον φροντίσει και εν τω μεταξύ είχε κλονιστεί πολύ κι αυτή με όλα αυτά που συνέβαιναν στην οικογένειά τους. Την περίοδο αυτή ο Ρίτσος προσπαθεί να ακολουθήσει το επάγγελμα του χορευτή και του ηθοποιού σε ένα θέατρο στην Κυψέλη, με τη διάσημη Ζωζώ Νταλμάς, αφού ο γάμος της αδελφής του δεν κράτησε πολύ και αναγκάστηκε να εργαστεί.
Ο Επιτάφιος
 Επιτάφιος

9 Μαΐου 1936: Η μητέρα του Τάσου Τούση θρηνεί τον γιο της, τον πρώτο νεκρό της αιματηρής καταστολής της διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης. Η ιστορική φωτογραφία που ενέπνευσε τον Επιτάφιο του Ρίτσου.
Το 1934 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Τρακτέρ, ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Το Μάιο του 1936, οι εργατικές κινητοποιήσεις είχαν κορυφωθεί στη Θεσσαλονίκη. Στις 9 Μαΐου η μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών πνίγεται στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο Ριζοσπάστης, την επόμενη ημέρα, δημοσιεύει φωτογραφία, στην οποία αποτυπώνεται η μητέρα του Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από τη σορό του, μόνη στο μέσο της διασταύρωσης των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Η φωτογραφία συγκλόνισε τον ποιητή και ταυτόχρονα τον ενέπνευσε: Ο Ρίτσος κλείστηκε στη σοφίτα του και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη του Επιταφίου. Ο Ριζοσπάστης στις 12 Μαΐου του 1936 τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο Μοιρολόι. Χαρακτηριστικοί στίχοι του ποιήματος είναι:
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Ο Ρίτσος ολοκληρώνει τα πρώτα 14 ποιήματά του, τα οποία εκδίδονται από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα (αριθμός ρεκόρ). Από αυτά πουλήθηκαν σχεδόν όλα, εκτός από 250, τα οποία κάηκαν μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου του 1936. Το ποίημα αυτό έγινε ένα από τα γνωστότερα στο ελληνικό κοινό ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1936, ο Ρίτσος έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Οι παραστάσεις που έδινε ως χορευτής και ως ηθοποιός (και οι οποίες δεν τον έκαναν ιδιαίτερα υπερήφανο) τον ταλαιπώρησαν τόσο, που τον οδήγησαν στο να υποτροπιάσει η υγεία του. Αυτή τη φορά, από τον Οκτώβριο του 1937 έως τον Απρίλιο του 1938, έζησε στο σανατόριο της Πάρνηθας, στο οποίο συγγράφει το Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα και την Εαρινή Συμφωνία, χάριν του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Οι συμφορές τόσο για την οικογένεια, όσο και για τον ίδιο συνεχίστηκαν, όταν η αδελφή του η Λούλα επισκέφτηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1937 την αδελφή τους και της είπε ότι είδε τον Θεό. Ακολούθως, θα κατευθυνθεί κι εκείνη στο Δαφνί, όπου βρισκόταν ο πατέρας της και μάλιστα στις 5 Νοεμβρίου 1938 θα δει να βγάζουν τη σορό του πατέρα της από τον απέναντι θάλαμο. Ο Ρίτσος εμπνεύστηκε από τα παθήματα της αδελφής του και θα γράψει το ποίημα Τραγούδι της Αδελφής μου, για το οποίο ο Κωστής Παλαμάς θα γράψει στο τελείωμα του τετράστιχου: «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις.».
Στις 30 Νοεμβρίου 1937, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον δέχτηκε ως μέλος της με 22 ψήφους μεταξύ 27. Φεύγοντας από το σανατόριο, προσλήφθηκε από το Βασιλικό Θέατρο. Εκεί γνώρισε τον Μάνο Κατράκη· η φιλία τους θα κρατήσει για πάντα. Εκεί συνάντησε και τον Τάκη Φιλιακό, που είχαν ήδη γνωριστεί και αργότερα θα μεταπηδήσουν στην Εθνική Λυρική Σκηνή, όπου εμφανίζεται με το ψευδώνυμο Ι. ή Γ. Βάμβας. Το 1940 θα εκδοθεί το Εμβατήριο του Ωκεανού, αλλά τα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τον πρόλαβαν και εγκαταστάθηκε κατάκοιτος στο σπίτι του Τάκη Φιλιακού. Κατόπιν εντάχθηκε και στο Μορφωτικό Τμήμα του Ε.Α.Μ.
Ο ηθοποιός Στέλιος Βόκοβιτς, βλέποντάς τον να πεινά, να είναι άρρωστος και δυστυχής, απευθύνθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις και ο Αλέκος Λιδωρίκης έγραψε ένα άρθρο για τη σωτηρία του ποιητή και πρότεινε δημόσιο έρανο. Οι προσφορές έφτασαν, αλλά ο Ρίτσος τις αποποιήθηκε.

Κατοχή, αντίσταση, διώξεις


Το Κοντοπούλι της Λήμνου, όπου εξορίστηκε ο ποιητής το 1948.
Σχεδόν σε όλη την Κατοχή ο Ρίτσος ήταν καθηλωμένος από την ασθένειά του. Αρχικά συγκατοικούσε με την Έλλη Αλεξίου στην Καλλιθέα και αργότερα με το ζεύγος Τάκη Φιλιακό και Μιράντας Βούλγαρη. Εκείνη την περίοδο γράφει το μυθιστόρημα Στους πρόποδες της σιωπής, το οποίο φτάνει σχεδόν τις 1000 σελίδες και συνήθιζε να το διαβάζει σε όσους τον επισκέπτονταν. Με τα γεγονότα των Δεκεμβριανών, πολλές σημειώσεις και ποιήματα του Ρίτσου καίγονται από το πρόσωπο στο οποίο τα είχε εμπιστευτεί να τα φυλάει, λόγω φόβου. Ωστόσο, ο Ρίτσος είχε διαφύγει από την Αθήνα με πολλούς οπαδούς του Ε.Α.Μ., που κατευθύνονταν προς τη βόρεια Ελλάδα. Σε αυτή του τη σκληρή δοκιμασία γράφει το μονόπρακτο Η Αθήνα στ' άρματα. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) επιστρέφει στην Αθήνα και γράφει στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα ενώ μέσω αυτού δημοσίευε και ποιήματα υπό το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλιώτης. Την περίοδο εκείνη γνωρίστηκε με σπουδαίους ποιητές, όπως τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Τάσο Λειβαδίτη κ.ά., όπως επίσης και τη μελλοντική του γυναίκα (1947). Αξιοσημείωτα έργα εκείνη την εποχή ήταν το Ο σύντροφος μας Νίκος Ζαχαριάδης και το Υστερόγραφο της δόξας, που αναφέρονταν στον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος είχε αποκηρυχθεί από το Κ.Κ.Ε.
Μεταξύ του 1945 και 1947 συγγράφει τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Το 1948 εξορίζεται στη Λήμνο και συγκεκριμένα στο Κοντοπούλι. Εκεί θα αρχίσει να ζωγραφίζει ακουαρέλες και να κάνει σκίτσα συγκρατουμένων, ενώ παράλληλα θα ξεκινήσει και αλληλογραφία με την Καίτη Δρόσου, που στη συνέχεια θα γίνουν δελτάρια, με λίγες λέξεις. Κατόπιν, θα αρχίσει αλληλογραφία και με την αδελφή του Λούλα. Στη Λήμνο ο ποιητής τον Φεβρουάριο του 1949 γράφει το Καπνισμένο Τσουκάλι.
Τον Μάιο του 1949 μεταφέρθηκε στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να μη μιλά για αυτό το μέρος, παρά μόνο μέσω των ποιημάτων του. Τα χειρόγραφα της Μακρονήσου διασώθηκαν από τον Μάνο Κατράκη σε μπουκάλια που θάφτηκαν στη γη. Τα πήρε μαζί του έπειτα, στον Άη Στράτη. Από το «Αναμορφωτήριο της Μακρονήσου» απολύθηκε τον Ιούλιο του 1950. Παρόλα αυτά φυλακίστηκε ξανά, ενώ ήταν βαριά άρρωστος. Η παραμονή του ήταν βραχύχρονη στο νησί και μεταφέρθηκε στον Άη Στράτη. Στο ενδιάμεσο υπήρξε εκστρατεία στο εξωτερικό για την απελευθέρωση του ποιητή. Εξέχοντες προσωπικότητες που βρέθηκαν στο πλευρό του μεταξύ άλλων ήταν ο Πάμπλο Πικάσο, ο Πάμπλο Νερούδα και ο Λουί Αραγκόν.
Στις 30 Μαρτίου του 1952 εκτελούνται ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του. Στην Αθήνα διαμένει με τους Φιλιακούς. Ο Ρίτσος επηρεασμένος από το γεγονός γράφει το ποίημα Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο, το ποίημα κυκλοφόρησε με σκίτσο του Μπελογιάννη, φιλοτεχνημένο από τον Πάμπλο Πικάσο. Τον Αύγουστο του 1952 ο Ρίτσος απολύεται πλέον οριστικά. Στην Αθήνα διαμένει ξανά με τους Φιλιακούς. Το 1953 κυκλοφορούν μεταφράσεις του ποιητή ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ, ενώ το 1954 εκδίδεται η Αγρυπνία, που περιελάμβανε τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η Αγρυπνία γράφτηκε στα χρόνια της εξορίας και τη μετέφερε, μαζί με έργα του ζωγραφικής, στον διπλό πάτο της βαλίτσας του, φεύγοντας από τον Άη Στράτη. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1954 παντρεύεται με τη Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου ή Φαλίτσα, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί ο ίδιος, και τον Αύγουστο του 1955 γεννιέται η μονάκριβη κόρη τους, Έρη Ρίτσου.
Ο Ρίτσος το 1956 θα γνωριστεί με τον Νίκο και τη Νανά Καλλιανέση, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει έναν νέο εκδοτικό οίκο, τις εκδόσεις Κέδρος. Ο «Κέδρος» θα γίνει το συγγραφικό «σπίτι» του Γιάννη Ρίτσου, καθώς μέσω αυτού εξέδωσε μεγάλα του έργα, όπως η Σονάτα του Σεληνόφωτος κ.ο.κ., ενώ θα εκδώσει και διάφορες μεταφράσεις ξένων συγγραφέων, όπως του Τολστόι. Η Νανά με τον Ρίτσο δέθηκαν με στενούς δεσμούς φιλίας έκτοτε. Η Νανά συμπαραστάθηκε στον Ρίτσο αλλά και στο έργο του από την πρώτη στιγμή μέχρι και τις κατοπινές του δυσκολίες. Ο Ρίτσος με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος θα παραλάβει το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης κι από εκεί κι έπειτα ξεκίνησε και η διεθνής αναγνώριση. Το 1956 τον προσκάλεσαν στη Σοβιετική Ένωση μαζί με άλλους διανοούμενους της εποχής. Επιστρέφοντας από το πολυπόθητο ταξίδι κάθε αριστερού της εποχής, γράφει και δημοσιεύει στην εφημερίδα Αυγή 36 κείμενα με τίτλο «Η Σοβιετική Ένωση σήμερα». Κατόπιν ακολούθησαν άλλα δύο ταξίδια: στη Ρουμανία, όπου ταξίδεψε με τους Στρατή ΜυριβήληΆγγελο Τερζάκη και Μενέλαο Λουντέμη. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Τσεχοσλοβακία. Γύρω στο 1960 είχε ολοκληρώσει την Ανθολογία Ρουμανικής Ποίησης και με την επιστροφή του από την Τσεχοσλοβακία εργαζόταν στην Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων Ποιητών. Εκείνη την περίοδο ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί 6 ποιήματα του Ρίτσου από τον Επιτάφιο, με ερμηνευτή τον μεγάλο Έλληνα τραγουδιστή Γρηγόρη Μπιθικώτση. Στη δεκαετία του 1960 ο Ρίτσος γράφει ποιήματα για τους Γρηγόρη Λαμπράκη και Σωτήρη Πέτρουλα. Προς το τέλος της δεκαετίας θα μελοποιηθεί ξανά από τον Μίκη Θεοδωράκη και η Ρωμιοσύνη, ενώ τέλος η εξορία θα τον ξαναβρεί το 1967 με τη χούντα των Συνταγματαρχών.

1967-1973: η Δικτατορία

Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου το ζεύγος Φιλιάκου και ο Ρίτσος όδευαν προς στο σπίτι, όπου συγκατοικούσαν. Στο Σταθμό Λαρίσης αντικρίζουν τανκς. Ο Τάσος Φιλιάκος λέει πως θα γυρίζουν πολεμική ταινία, ο Ρίτσος αμέσως κατάλαβε: «Τι ταινία! Πραξικόπημα είναι». Φτάνοντας στην οδό Παπαναστασίου, όπου έμεναν, ο Ρίτσος ετοίμασε τις βαλίτσες του, περιμένοντας να έρθουν να τον πάρουν. Οι φίλοι του τού είπαν να κρυφτεί. Εκείνος αρνήθηκε. Στις 6 το πρωί τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στον Ιππόδρομο (Παλαιό Φάληρο), όπου ήταν ήδη συγκεντρωμένοι διάφοροι δημοκράτες και αριστεροί. Μετά από λίγες μέρες οδηγείται ξανά στην εξορία, με προορισμό τη Γυάρο («το νησί του διαβόλου», όπως το έλεγαν από τα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου). Ωστόσο, συνέλαβαν και τη γυναίκα του Φαλίτσα, την οποία την κράτησαν στο Βαθύ Σάμου σε συνθήκες απομόνωσης. Αυτό κράτησε λίγο, καθώς μετά από δύο εβδομάδες την άφησαν ελεύθερη. Εκείνη, που ήδη είχε ενημερωθεί από τον Ρίτσο πού βρίσκεται, ταξιδεύει στη Σύρο, για να μπορέσει να του στείλει κάποια χρειώδη.
Στην Ευρώπη ιδιαίτερα, η διεθνής κοινότητα αρχίζει και εναντιώνεται στη χούντα των Συνταγματαρχών. Διαδηλώσεις και εκκλήσεις για την απελευθέρωση των κρατουμένων, καθώς και καταγγελίες αναγκάζουν τους δικτάτορες να βελτιώσουν το φαίνεσθαι, έτσι κλείνουν το στρατόπεδο στη Γυάρο και το μεταφέρουν σε δύο χωριά της Λέρου, στο Λακκί και στο Παρθένι. Την 1η Ιουλίου μετέφεραν και τον Ρίτσο. Άλλο ένα δημιούργημα θα περιληφθεί στην Τέταρτη Διάσταση, ο μονόλογος Αίας, που τον ξεκίνησε αμέσως μετά την άφιξή του στη Λέρο τον Αύγουστο. Ήδη από την παραμονή του στη Γυάρο (αλλά και πιο πριν) θα ανακαλύψει άλλο ένα καλλιτεχνικό ιδίωμα, τη ζωγραφική, το οποίο θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του.
Το 1968, οι πολιτικές εξελίξεις έρχονται να ταράξουν τον ποιητή. Αρχικά, έρχεται η διάσπαση του Κ.Κ.Ε. σε ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού τον Φεβρουάριο. Και τον Αύγουστο, τα τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία. Η απογοήτευσή του έκτοτε θα αποτυπωθεί αλληγορικά σε διάφορα ποιήματά του.
Την ίδια χρονιά η Φαλίτσα, η γυναίκα του, ανησυχούσε για την υγεία του Γιάννη. Έτσι ταξιδεύει στη Λέρο, όπου αρχικά δεν της επέτρεψαν να τον δει. Όμως το επάγγελμά της την βοήθησε να τα καταφέρει, καθότι ιατρός. Με συνοδεία ενός συναδέλφου της και του στρατοπεδάρχη την οδήγησαν σε αυτόν, χωρίς όμως να τους επιτραπεί να ανταλλάξουν την παραμικρή κουβέντα την ώρα που τον εξέταζαν.
Στις 16 Ιουνίου, ο ποιητής ξύπνησε με αιματουρία και ίλιγγο, καθώς και πόνους στα νεφρά. Ο στρατιωτικός ιατρός μιλά για νεοπλασία στην ουροδόχο κύστη. Κατόπιν τον μετέφεραν στον Άγιο Σάββα, όπου επιβεβαιώθηκε πως έχει καρκίνο. Στο νοσοκομείο χειρουργείται και τέλος στις 12 Σεπτεμβρίου επέστρεψε ξανά στη Λέρο. Η εξορία του στη Λέρο τελειώνει, όταν στις 19 Οκτωβρίου του ανακοινώθηκε η απόλυσή του. Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Σάμο, όπου είχε κατ' οίκον περιορισμό. Κρυφά, πήρε μαζί του ποιήματα και ακουαρέλες, τα οποία τα είχε κρύψει στον διπλό πάτο της βαλίτσας του.

Ο Μίκης Θεοδωράκης το 1971. Ο συνθέτης που μελοποίησε πολλά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου (ΕπιτάφιοςΡωμιοσύνη κ.ά).
Στη Σάμο, ο ποιητής θα συνεχίσει να δημιουργεί. Εκεί γράφει τη συλλογή Κιγκλίδωμα, το οποίο αναφέρεται στο τρομοκρατικό κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Παράλληλα, παρακολουθεί ελληνόφωνους σταθμούς του εξωτερικού. Στη Σάμο, ο ποιητής θα ζήσει την απόλυτη μοναξιά λόγω του περιορισμού του, θα νιώσει την κατάλυση της δημοκρατίας, μιας και όχι απλώς δεν του επέτρεπαν να κυκλοφορεί, αλλά ούτε και να αλληλογραφεί. Η κάθε του κίνηση παρακολουθούνταν είτε από το ΕΑΤ-ΕΣΑ είτε από τους χαφιέδες. Του είχε στοιχίσει που δεν μπορούσε να επικοινωνεί με τους ανθρώπους, παρά μόνο με την οικογένειά του, μάλιστα πολλοί φοβόντουσαν να του πουν και καλημέρα. Αν και αποκομμένος, οι τρεις συλλογές του ΠέτρεςΕπαναλήψειςΚιγκλίδωμα γραμμένες σε τσιγαρόχαρτο θα βγουν κρυφά από την Ελλάδα, το 1969, με τη βοήθεια της Χρύσας Προκοπάκη με κατεύθυνση τη Γαλλία. Το 1971 θα εκδοθούν στη Γαλλία, σε μια δίγλωσση έκδοση που προλόγιζε ο Λουί Αραγκόν. Εκεί, έλαβε και ο Μίκης Θεοδωράκης τα Λιανοτράγουδα, τα οποία και μελοποίησε και κυκλοφόρησε αργότερα υπό τον τίτλο 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας.
Το 1970 ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα ήρθε για να βρει τον ποιητή: Πεθαίνει η αδελφή του, η Νίνα. Αυτό θα γίνει η αφορμή για να γράψει το ποίημα Η Ελένη. Τη χρονιά εκείνη ο Ρίτσος εμφανίστηκε ξαφνικά στην Αθήνα. Προσκλήθηκε ως τιμώμενο πρόσωπο στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Λονδίνου, μαζί με τον Πάμπλο Νερούδα. Οι δικτάτορες δεν μπορούσαν να του απαγορέψουν να πάει. Έτσι, ο Στυλιανός Παττακός τον κάλεσε στο γραφείο του ώστε να τον αποτρέψει να αναφερθεί αρνητικά για το καθεστώς· ο Ρίτσος αρνήθηκε, παίρνοντας πάλι την άγουσα για τη Σάμο και το Καρλόβασι. Παρόλα αυτά, δεν κάθισε έκτοτε πολύ στη Σάμο, καθώς η υγεία του χειροτέρεψε. Τον Δεκέμβριο του 1970 χειρουργήθηκε στη Γενική Κλινική Αθηνών. Από εκεί κι έπειτα παρέμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του, στο διαμέρισμα της οδού Μιχαήλ Κόρακα, ενώ προηγουμένως, τον Οκτώβριο, αίρεται και ο κατ' οίκον περιορισμός.
Το 1972 ο Ρίτσος γράφει το Κωδωνοστάσιο και την Γκραγκάντα, τα οποία θα περιέλθουν στη συλλογή Γίγνεσθαι. Και τα δύο ποιήματα, κυρίως το δεύτερο, είναι μια προσπάθεια από τον ποιητή να ξεφύγει από τα χαλεπά γεγονότα που ζούσε εκείνη την εποχή. Στην Γκραγκάντα ο Ρίτσος συνοψίζει θεματικά και μορφικά όλη του την ποιητική εμπειρία, σπάζοντας και ξεπερνώντας την κοινωνική πραγματικότητα.
Τον Μάρτιο του 1973, κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του αντιδικτατορικού περιοδικού Συνέχεια. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, σε αυτό το τεύχος, θα αναφερθεί στον Ρίτσο. Στο τεύχος συμμετέχει και ο ίδιος ο ποιητής με δύο αυτοσχόλια. Κατόπιν, τον Απρίλιο, ο Μαρωνίτης συνελήφθη και βασανίστηκε (το περιοδικό είχε σύντομη ύπαρξη, καθώς και μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου η χούντα το απαγόρευσε).
Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς (1973) συλλαμβάνεται η Νάνα Καλλιανέση, η εκδότρια του Κέδρου, κατηγορούμενη για υπόθαλψη αντιστασιακών κινήσεων καθώς και για έκδοση κομμουνιστικών βιβλίων. Ο εγκλεισμός θα της κλονίσει την υγεία. Ο Ρίτσος έκανε μια δημόσια εμφάνιση στις 15 Νοεμβρίου (1973), συμμετέχοντας σε διαδήλωση.
Στις 17 Νοεμβρίου 1973, ο ποιητής θα ζήσει από κοντά τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Την επόμενη μέρα θα αναχωρήσει με προορισμό τον Κάλαμος Αττικής όπου θα συνθέσει το Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας, όπου αναλύει με τρόπο ποιητικό το χρονικό εκείνης της εξέγερσης. Η εξέγερση εκείνη ήταν η αρχή του τέλους για τη δικτατορία. Ακολούθως, έπονται τα γεγονότα στην Κύπρο, με το πραξικόπημα του Νίκου Σαμψών. Μια νέα τραγωδία ακολουθεί, καθώς χιλιάδες άνθρωποι ξεριζώνονται από τα σπίτια τους, αγνοούνται, και πεθαίνουν. Ο Ρίτσος παρακολουθεί με ταραχή τα γεγονότα αυτά από τη Σάμο. Αμέσως, όπως κάθε φορά, αρχίζει και αποτυπώνει τις σκέψεις του στο χαρτί: επιστρέφει στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο και συνθέτει το ποίημα Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο. Η συμφορά αυτή στην Κύπρο, ήταν το εφαλτήριο για την πτώση και της δικτατορίας. Το καλοκαίρι του 1974, η δικτατορία ήταν παρελθόν και ξεκινούσε η μεταπολίτευση.

Μεταπολίτευση

Ο Ρίτσος έπειτα από είκοσι χρόνια επισκέπτεται ξανά τη Μονεμβασιά, τη γενέθλια γη. Αρχίζει πάλι να εμπνέεται και συνθέτει κι άλλα ποιήματα, που αφορούν την αγάπη και τη μνήμη. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1974 πεθαίνει ο συγγραφέας Κωστής Βάρναλης και ο Ρίτσος θα απαγγείλει ένα ποίημα στην κηδεία, το Χαιρετισμός στον Ποιητή.
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης θα γίνουν τα χρόνια της αναγνώρισης για τον ποιητή. Αρχίζουν οι βραβεύσεις και οι διακρίσεις. Αρχίζει και γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό, ακόμα και σε αυτούς που δε γνωρίζουν από ποίηση ή δεν ασχολούνται. Τα μέσα δημοσιεύουν άρθρα και φωτογραφίες του. Μετά από εξορίες, διώξεις και απομόνωση, η αγάπη του κόσμου εκφράζεται με πρωτόγνωρες εκδηλώσεις. Εκείνος αρχίζει και ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να παραλάβει βραβεία που του δόθηκαν. Το 1975, παραλαμβάνει από τη Βουλγαρία, το Διεθνές Βραβείο Γκεόργκι Δημητρόφ. Έπειτα από την Ιταλία, το 1976 το Αίτνα-Ταορμίνα κ.ά.
Το 1977, θα κερδίσει την ύψιστη διάκριση των σοσιαλιστικών χωρών: Το Βραβείο Λένιν, για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών. Ο Ρίτσος θα το δεχτεί με πολύ μεγάλη συγκίνηση. Τη χρονιά αυτή γράφει Το Τερατώδες Αριστούργημα, κλείνοντάς το με το ποίημα Γίνγεσθαι. Ο υπότιτλος του έργου αυτού είναι «Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα».
Τα ταξίδια και οι διακρίσεις θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά, ο Ρίτσος, που είχε προταθεί πάνω από δύο φορές για το Βραβείο Νόμπελ, λέγεται ότι δεν το πήρε για πολιτικούς λόγους, καθώς, ως αναφέρεται, η Σουηδική Ακαδημία πολλές φορές εκπληρώνει πολιτικούς σκοπούς.
Το 1980 ήταν η χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας. Ο Ρίτσος ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση προσκεκλημένος για να τους παρακολουθήσει. Αργότερα θα ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη για τα Δημήτρια, όπου θα ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης της πόλης.
Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο Στρατής Τσίρκας. Ο Ρίτσος συνέθεσε έναν ποίημα για εκείνον. Γενικότερα, ο Ρίτσος συνεχίζει και γράφει, ασταμάτητος, ποιήματα.
Το 1984 πεθαίνει ο Μάνος Κατράκης, επιστήθιος φίλος και συνεξόριστος του Ρίτσου. Το γεγονός τον βυθίζει στο πένθος. Κατόπιν, έπονται κι άλλοι θάνατοι φίλων του, όπως της Νανάς Καλλιανέση, του Τάσου Λειβαδίτη, του Τάσσου και του Γιάννη Τσαρούχη. Οι εξελίξεις αυτές θα του δημιουργήσουν ένα συναίσθημα μεγάλης ερήμωσης.
Οι διακρίσεις θα συνεχιστούν κι αυτή τη δεκαετία. Το 1987 ο δήμαρχος της Αθήνας του δίνει το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής της Πόλης. Αργότερα ο Ρίτσος ταξιδεύει στην Κύπρο, όπου θα του δοθεί ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αρχιεπισκόπου Μακάριου Γ΄. Εκείνο το ταξίδι έμελλε να είναι και το τελευταίο του εκτός συνόρων. Στις 3 Σεπτεμβρίου ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη Σάμο. Θα την αποχαιρετήσει με το ποίημα του, Το Τελευταίο Καλοκαίρι (τρόπον τινά, προφητικό).

Θάνατος

Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990. Η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά. Άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.

Το έργο του

Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου επηρεάστηκε τόσο από τα βιώματά του, όσο και από τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας. Μέσα στα ποιήματά του έχει βιώματα που αντλήθηκαν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, τις εξορίες που υπέστη και από κάθε κοινωνικό, μικρό ή μεγάλο, έναυσμα που το δόθηκε, όπως για παράδειγμα το ποίημα του ο Επιτάφιος. Ο Ρίτσος μέσα στα ποιήματά του γίνεται άλλοτε ερωτικός κι άλλοτε βαθιά υπαρξιακός. Η Χρύσα Προκοπάκη αναφέρει: «Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του περασμένου αιώνα, θα την έβρισκε ακέραια στην ποίηση του Ρίτσου.»  Ο Ρίτσος έδωσε την πρώτη του παρουσία στα γράμματα το 1924 με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα», στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων. Η παρουσία αυτή άρχισε επίσημα το 1930 και τελείωσε με τον θάνατο του ποιητή, αφού δημιουργούσε μέχρι και το τέλος του.
Μητέρα Ποίηση, δέξου με· το σώμα μου σταυρός
και πάνω του καρφώσανε τη ζωή μου Ναζωραίο·
σε ανάξιους εμοιράστηκε ο δικός μου θησαυρός
κι έχω το φτύσμα ταπεινών στο πρόσωπο το ωραίο
Τρακτέρ (απόσπασμα από το Διέξοδος)

1930 - 1935: Τα πρώτα βήματα

Από το 1930 έως το 1935-36, ουσιαστικά, ήταν μια περίοδος προετοιμασίας και προεργασίας για τον ποιητή. Ο νεαρός τότε ποιητής, Γιάννης Ρίτσος εμφανίζεται επίσημα στα γράμματα με δύο ποιητικές συλλογές. Στο εναρκτήριο ποίημα των Τρακτέρ (1930-34), όπως και σε πολλά άλλα της συλλογής αυτής και της Πυραμίδες (1930-35). Ο Ρίτσος στις πρώτες του αυτές συλλογές, αναζητά τη λύτρωση, την παραμυθία και την αναγνώριση. Γράφει σε ένα ποιήματα του: «Απ'την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή». Ο προσωπικός πόνος, εδώ, γενικεύεται. Γίνεται καταγγελία. Γίνεται απόρριψη της κοινωνικής συνθήκης.
Άλλες φορές οργίζεται, στηλιτεύει, και με αιφνίδιες αντιστροφές εκτινάσσεται στα ύψη, άλλοτε αγέρωχος κι άλλοτε υπεροπτικός:
Μα όταν εσείς, ω τύραννοι κι άναντροι κ ευτελείς,
δε θάστε μήτε σκιά καπνού στης Ιστορίας τα χάη,
εγώ στη μνήμη των Καιρών θάμαι η λαμπρή σελίς
και στ' όνομά μου ο αιώνας μας ακέριος θ' αντηχάει.

Κι άλλες φορές γίνεται λυρικός, σατιρικός, σαρκαστικός. Οι αυτοσαρκαστικές του αναφορές τον φέρνουν πιο κοντά στο Καρυωτάκη, ενώ στα ποιήματά του ανιχνεύεται και ο Κώστας Βάρναλης. Κριτικοί της εποχής βρίσκουν μέσα στα ποιήματά του, επιρροές και από Τάκη Μπάρλα ή και Ορέστη Λάσκο. Βεβαίως, για τον Κώστα Βάρναλη, θα παραδεχτεί κι ο ίδιος, ο Ρίτσος, τις επιρροές που έχει από αυτόν, ειδικότερα, από το Το Φως που καίει (1922). Ωστόσο, ο καρυωτακισμός του Ρίτσου συνίσταται σε έναν διαρκή επίπονο διάλογο μαζί του. «Οι δύο πρώτες συλλογές του, αναδρομικά κοιταγμένες, μας πείθουν πως ο Καρυωτάκης δεν ήταν ένα σπαραχτικό αδιέξοδο για την παραδοσιακή ποίηση, αλλά μια ηρωική αφετηρία για νεότερη», όπως επισημαίνει ο Γ.Π. Σαββίδης.
Από την άλλη, ποιήματα όπως: Στο ΧριστόΣτο ΜαρξΕΣΣΔΓερμανία, που βρίσκονται στη συλλογή Τρακτέρ, εμπεριέχουν μια πιο εξωστρεφή τάση, και με τη φουτουριστική, μαγιακοφσκική προβολή, προϊδεάζουν και σηματοδοτούν τους νέους προσανατολισμούς του ποιητή. Οι επιδράσεις των Κωστή Παλαμά και Άγγελο Σικελιανό είναι εμφανείς, ωστόσο, και στις δύο συλλογές.

1935 - 1942: λυρισμός

Αρχής γενομένης από το 1935, και με τις συνθέσεις π.χ., Ο ξένος και Ο λύχνος των φτωχών και ταπεινών, στην ποίησή του, ο Ρίτσος, υιοθετεί ελεύθερο στίχο, πράγμα που σηματοδοτεί τη στροφή του προς τον λυρισμό. Τα έργα αυτής της περιόδου έχουν υφολογικές διαφορές. Διακρίνονται από δύο κατευθύνσεις -πολύ σχηματικά. Η μία κατεύθυνση τείνει, όλο και περισσότερο, σε μια φωνή χαμηλών τόνων με ρυθμούς υπόγειους, που «πλησιάζει το πρότυπο της απλής συνομιλίας». Ο εκτεταμένος στίχος, από την άλλη, υπηρετεί την αφηγηματική ανάπτυξη. Στη δεύτερη κατεύθυνση, ο υπαίθριος χώρος εισβάλλει με φωτεινές, τολμηρές, και άλλοτε ονειρικές εικόνες. Διακρίνονται δε, τα έργα του Ρίτσου, από μικρές στροφικές ενότητες, μουσική ροή και έντονο ρυθμό. Υπάρχει ένας μοντέρνος λυρισμός πλέον, στον οποίον τα υπερρεαλιστικά στοιχεία καταλαγιάζουν τον ρυθμό αισθήματος και στοχασμού και τον πειθαρχούν.
Ο Επιτάφιος
Κάποια τραγικά γεγονότα, θα υπαγορεύσουν στον ποιητή να γράψει ένα ποίημα, το 1936, με παραδοσιακό στίχο, και με ρίζες από το δημοτικό τραγούδι. Τον Επιτάφιο. Το ποίημα είναι γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο, επηρεασμένο από μανιάτικο μοιρολόι. Στο ποίημα απηχεί, επίσης, ο ορθόδοξος Επιτάφιος Θρήνος, ενώ συναντούνται και στοιχεία της Κρητικής Αναγέννησης. Ο Επιτάφιος έχει ευδιάκριτη συγγένεια με τη Μάνα του Χριστού του Κώστα Βάρναλη. Η μάνα του Επιταφίου όμως, ορθώνει το ανάστημά της, απέναντι στην κοινωνική αδικία και θα συνεχίσει τον αγώνα του υιού της και των συντρόφων του, έτσι, θα αναστήσει και τον γιο της.
Η αδελφή του Λούλα οδηγείται στο ψυχιατρείο, ο ποιητής βυθίζεται σε απόγνωση. Έτσι συνθέτει το Το τραγούδι της αδελφής μου:
Ό,τι αγάπησα μου το πήρε ο θάνατος και η τρέλα.
Έμεινα μόνος κάτω απ' τα ερείπια του ουρανού μου να αριθμώ τους θανάτους.
Αυτό το ποίημα θα του χαρίσει το «χρίσμα» του Παλαμά: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσης».
Η αρρώστια του υποτροπιάζει (φυματίωση). Κι έτσι εισάγεται σε σανατόριο της Πάρνηθας. Εκεί γράφει το Μια πυγολαμπίδα φωτίζει και την Εαρινή συμφωνία. Η Εαρινή συμφωνία (1937-38) έρχεται για την επούλωση πληγών και να απαλύνει τη μνήμη του δύσκολου παρελθόντος, εξ αιτίας του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Στη σύνθεση επικρατεί κοφτός στίχος, μικρές στροφές, και η ιστορία που ξετυλίγεται, αποκαλύπτει ένα φανταστικό σύμπαν:
Κλείνω τα βλέφαρα, κάτω απ' την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαϊδούν μυριάδες άστρα
εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου, πάνω στη σάρκα μου.
Το 1938, και αφού βγήκε από το σανατόριο, γράφει λίγο αργότερα, το Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, σαφής αναφορά στο σαιξπηρικό Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας. Η σύνθεση αφιερώνεται στον μεταφραστή του ΣαίξπηρΒασίλη Ρώτα. Στο ποίημα βρίσκονται πολλά υπερρεαλιστικά ευρήματα, που οικειώνονται το παράλογο του παραμυθιού και του θρύλου.
Το 1939 ο Ρίτσος γράφει τη σύνθεση Ο μικρός αδελφός των γλάρων, ένα τρυφερό μνημόσυνο, Του χαμένου αδελφού μου ΜΙΜΗ, αλλά και Το εμβατήριο του ωκεανού (1940). Τα ποιήματα αυτά έχουν την ίδια διάθεση της εξόδου η της ανακατάκτησης του παρελθόντος, δηλαδή τα θέματά τους συγγενεύουν. Το εμβατήριο του ωκεανού τρέφεται από την περίοδο της εφηβείας του ποιητή και απορρέει φως και θάλασσα, όπως επίσης τρέφεται και μέσα στην πολιτεία του ονειρικού ταξιδιού στο ανοιχτό πέλαγος, αλλά και από τον εφιάλτη της ναζιστικής απειλής.
Πόρτες χάσκουν στη νύχτα.
Ξίφη αστράφτουν.
Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες,
με ανθρώπινα κόκαλα για ν' ανέβουν.
Προς το τέλος της ποιητικής περιόδου 1935 - 1942 αρχίζει το πρώτο του ατόφιο θεατρικό έργο Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα.

1942 - 1955: η πρώτη ωριμότητα

Την περίοδο αυτή υπάρχουν τα σημάδια της πρώτης ποιητικής ωριμότητας του ποιητή. Σε αυτήν την περίοδο ταυτίζεται με τον Εμφύλιο σπαραγμό και την εποποιία της Αντίστασης.
Πολλά έργα του Ρίτσου εκείνη την περίοδο κάηκαν, διότι τον είχαν απαγορέψει, και το πρόσωπο που τα φύλαγε φοβήθηκε και τα έκαψε. Παρόλα αυτά, η περίοδος εγκαινιάζεται με ένα μυθιστόρημα, που τιτλοφορείται ως Στους πρόποδες της σιωπής, το οποίο φτάνει τις 1.000 σελίδες. Ο Φραγκιάς, μέχρι πρόσφατα, το αποκαλεί πρωτοποριακό. Το 1942 προχωρά στη σύνθεση Η τελευταία π.Α. εκατονταετία, έργο το οποίο διασώθηκε και κυκλοφόρησε το 1961, στο οποίο αποτυπώνονται ρεαλιστικά η φρίκη και η εξαθλίωση της εποχής. Το ποίημα αποτελεί μια φοβερή απεικόνιση από τη μία της βαρβαρότητας των κατακτητών και από την άλλη της αλληλεγγύης μεταξύ των θυμάτων. Το 1943 εκδίδεται ο συγκεντρωτικός τόμος Δοκιμασία, ο οποίος περιλαμβάνει έργα από την περίοδο 35-43. Τα ποιήματα είναι γραμμένα σε διαφορετικές εποχές και κοινωνικές συνθήκες, οπότε δεν παρουσιάζουν κάποια υφολογική ενότητα. Στις τελευταίες σειρές παρ'όλα αυτά διαποτίζεται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Προχωρώντας στην Κατοχή, υπαινίσσεται την καταπίεση και ακούγονται αντιστασιακά μηνύματα, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, να απαγορευτεί από την γερμανική λογοκρισία η τελευταία σύνθεση ονόματι Παραμονές ήλιου. Το 1944, μετά τα Δεκεμβριανά, ο Ρίτσος εγκαταλείπει την Αθήνα μαζί με οπαδούς του ΕΑΜ. Παρά την ψυχική και σωματική του ταλαιπωρία, βρίσκει το κουράγιο να γράψει το μονόπρακτο Η Αθήνα στ' άρματα. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945), επιστρέφει στην Αθήνα. Θα αρχίσει να χρονογραφεί στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, υπό το ψευδώνυμο Πέτρος Βελιώτης.
Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ρωμιοσύνη)

Στην Αγρυπνία, αντήχηση του σολωμικού «Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», το οποίο χρησιμοποιείται ως επιγραφή της συλλογής, αποτυπώνεται η περίοδος αυτή και η ελληνική περιπέτεια (1941 - 1953). Δύο από τα μείζονα έργα του ποιητή, η Ρωμιοσύνη και Η Κυρά των Αμπελιών (1945-47) θα ενταχθούν στην Αγρυπνία. Εδώ ο ποιητής αναβιώνει τη ρυθμολογία της προφορικής παράδοσης, η οποία συμπλέει με τον υπερρεαλισμό. Στη Ρωμιοσύνη ο ποιητής ανακαλεί τον άνυδρο βράχο της Μονεμβασιάς.
Πολιορκημένος από στεριά και θάλασσα.
Ο ποιητής φορτώνει το έργο του με μνήμες από επάλληλα ιστορικά, πολιτισμικά στρώματα. Γίνεται το θέατρο του αγώνα και όλων των αγώνων του Ελληνισμού, εναντίον οποιουδήποτε κατακτητή. Στη Ρωμιοσύνη πολεμούν Ακρίτες, ήρωες του '21 και αντάρτες. Στο έτερο ποίημα Η Κυρά των αμπελιών, παρουσιάζονται όλες οι γωνιές της Ελλάδας μαζί με την ιστορία τους. Η Κυρά διασχίζει τον τόπο και τον χρόνο. Είναι μια παναγία, μια Μπουμπουλίνα, μια Περσεφόνη, τέλος, μια μάνα. Είναι και περήφανη αγωνίστρια:
Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.

Eξορία

Ο ποιητής εξορίζεται το 1948 στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Εκεί γράφει ασταμάτητα, όχι για να ξεχαστεί, αλλά για να καταγγείλει ανοιχτά τους βασανισμούς και τα μαρτύρια του σώματος.
Εκεί, στον τόπο εξορίας του, γράφει τα Ημερολόγια Εξορίας Ι και ΙΙ. Σίγουρα ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της εποχής του γράφει εκεί, τον Φλεβάρη του 1949, το Καπνισμένο τσουκάλι, μερικούς μήνες πριν την ήττα της Αριστεράς στον Γράμμο. Ο Ρίτσος ήταν βέβαιος για τη δικαίωση του αγώνα:
Ξέρουμε πως ο ίσκιος μας θα μείνει πάνου στα χωράφια
πάνου στην πλίθινη μάντρα του φτωχόσπιτου
πάνου στους τοίχους των μεγάλων σπιτιών που θα χτίζονται αύριο [...]
Ευλογημένη ας είναι η πίκρα μας.
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας.
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.
Κατόπιν μεταφέρεται στη Μακρόνησο το 1949. Εκεί συγγράφει τον Πέτρινο χρόνο. Στο έργο αυτό περιγράφει το άνυδρο τοπίο, τις πέτρες, την αναλγησία των ανθρώπων, τα βασανιστήρια, τις αγγαρείες, τον τρόμο κλπ. Συγγράφει και το Ημερολόγια της εξορίας ΙΙΙ, ενώ παράλληλα συγγράφει και ένα ποίημα που κυλάει σαν ποταμός, το Οι γειτονιές του κόσμου.
Το 1952 εκτελούνται ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, ο Ρίτσος, αμέσως θα γράψει το ποίημα ο Άνθρωπος με το γαρύφαλλο.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα:/
μεθαύριο Απρίλης και το Πάσχα/
θα φιληθούνε οι άνθρωποι/.
Τους σκότωσαν.
Την ίδια χρονιά απολύεται. Βλέπει την Αθήνα και δυσανασχετεί. Σαν να ξέχασε τα γεγονότα. Έτσι γράφει το Η Ανυπόταχτη πολιτεία. Την ονομάζει συνεχώς έτσι μέσα στο έργο, χρησιμοποιώντας πολλές προστατικέςΘυμηθείτεΕλάτεΠροχωρείτεΤραγουδήστε. Ζητά να ανατρέψει την πραγματικότητα, αυτός, ο προτρεπτικός λόγος. Προχωρώντας στη δεκαετία, παντρεύεται, και έρχεται στη ζωή η κόρη του, Έρη, το 1955, θα γράψει το τρυφερό Πρωινό άστρο, με υπότιτλο «Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών για την κορούλα μου». Το ποίημα εκφράζει την μεγάλη χαρά που νιώθει ένας πατέρας, έστω κι αν έχει βιώσει τόσο βάσανα.

1956 - 1966: περίοδος υψηλών συλλήψεων

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα,
μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (απόσπασμα)
Την περίοδο αυτή έρχεται η Τέταρτη διάσταση, και μαζί της οι υψηλές συλλήψεις και η ευρηματικότητα ποιητικών μορφών, η οποία εγκαινιάζεται με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956, ΄Α Κρατικό Βραβείο Ποίησης).Το έργο αυτό σηματοδοτεί μια νέα ποιητική, που ελλοχεύει από νωρίτερα, αλλά οι ώριμες αντικειμενικές συνθήκες το συνεπικουρούν, ώστε να βρει γόνιμο έδαφος και να λειτουργήσει. Κατά κάποιον τρόπο αυτό το έργο αίρει, μέχρις ενός σημείου, προκαταλήψεις που δέσμευαν τους αριστερούς διανοούμενους, απελευθερώνοντας μια πολύτιμη ύλη στο έργο του Ρίτσου, που θα το οδηγήσει στην αιχμή της σύγχρονης ποίησης. Ο Λούις Αραγκόν, προλογίζοντας το έργο, στο περιοδικό Les Lettres Françaises, θα γράψει ότι του έδωσε το τράνταγμα της μεγαλοφυΐας.
Στις 2 Μαρτίου 1957 ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ Γρηγόρης Αυξεντίου πυρπολείται στο καταφύγιό του, ύστερα από δώδεκα ώρες μάχης με τις βρετανικές δυνάμεις. Ο Ρίτσος, εξ αιτίας του περιστατικού αυτού, γράφει τον Αποχαιρετισμό. Το ποίημα προβάλει την ανθρώπινη διάσταση του ηρωισμού, δηλαδή το δίλημμα του αγωνιστή: να παραδοθεί ή να πεθάνει;
για μια ζωή / που πια δε θα απαιτεί καμιά θυσία
Το ποίημα είναι η πρώτη επίσημη κατάθεση του ποιητή για το κυπριακό δράμα.
Τέταρτη διάσταση
Στα πολύστιχα έργα της Τέταρτης διάστασης ο ποιητής θα μιλήσει για τη μοναξιά, για την ερωτική στέρηση, για το γήρας (π.χ.: Σονάτα του Σεληνόφωτος) και μέσα από το έργο του θα αναδείξει την αξία της απλής ζωής, όπου συντελείται το θαύμα (Ισμήνη), θα ανατάμει τις συνειδησιακές συγκρούσεις, της κοινωνικής πράξης του ατόμου (Ορέστης). Στο έργο αυτό περιλαμβάνονται δεκαεπτά θέσεις: 3 με τη μορφή σύγχρονων μονολόγων και 12 αρχαιόθεμων.
Έχει ειπωθεί πως ο Ρίτσος εφαρμόζει τεχνικές του Καβάφη και του Έλιοτ, χρησιμοποιώντας την αρχαιότητα. Η πρωτοτυπία του έργου, ωστόσο, είναι φανερή, καθώς ο Ρίτσος κάνει διάφορους αναχρονισμούς, που αναφέρονται στο σύγχρονο κόσμο. Αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία κατασκευάζουν μιαν ιδιότυπη σύνθεση.
Από εκεί κι έπειτα μετά τον νεο-συμβολιστη και νεο-ρομαντικό Ρίτσο, αλλά και τον πρώτης ωριμότητας , τα εκφραστικά του μέσα απελευθερώνονται από τον Πόλεμο, από την Αντίσταση και την Εξορία και καθιζάνουν στην αστική δημοτική της καθημερινής ομιλίας. Ωστόσο, το λακωνικό ποίημα, συνεχίζει να το ασκεί συστηματικά, το οποία φαίνεται ως παύση, στις μεγαλόπνοες συνθέσεις του ποιητή.
Κατά το τέλος της περιόδου αυτής, ο Ρίτσος θα ταξιδέψει στο εξωτερικό και θα αρχίσει, γυρίζοντας, τις μεταφράσεις ξένων ποιητών. Θα συγκροτήσει και θα μεταφράσει δύο μεγάλα ανθολόγια: της ρουμανικής ποίησης και της τσέχικης και σλοβακικής ποίησης. Αργότερα, το 1966, θα ταξιδέψει και στην Κούβα. Εκεί θα γνωρίσει τον Νικόλα Γκιλλιέν και θα μεταφράσει το βιβλίο του Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος.

1967 - 1971: Εγκαθίδρυση δικτατορίας

Ο Γιάννης Ρίτσος, μαζί με άλλους αριστερούς θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί στον Ιππόδρομο, από όπου θα οδηγηθεί σε τόπους εξορίας. Παρόλα αυτά, η συγγραφή του δε θα σταματήσει. Αρχίζει την πρώτη σύνθεση: Χρυσόθεμις (-70), ενώ ένα χρόνο πριν είχε αρχίσει τον Αγαμέμνονα (-70). Και οι δύο αυτές συνθέσεις θα προστεθούν στην Τέταρτη διάσταση. Παράλληλα συγγράφει και ένα χορικό, τις Μαντατοφόρες. Τον Αύγουστο ξεκινά τον μονόλογο Αίας, ο οποίος και αυτός θα περιληφθεί στην Τέταρτη διάσταση, και τον Νοέμβρη αρχίζει ποιήματα, τα οποία θα περιληφθούν, με τη σειρά τους, στη συλλογή Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη και θα την συγκροτήσουν.
Το 1968, εν μέσω πολιτικών κρίσεων και προβλημάτων υγείας (καρκίνος), τον στέλνουν στη Λέρο. Εκεί πέρα θα προχωρήσει στην συγγραφή της συλλογής Πέτρες. Στο έργο αυτό επικρατεί νεκρό τοπίο, επικρατεί στειρότητα και μια έντονη αίσθηση βρόμας και αποσύνθεσης. Σίγουρα και σε αυτή τη συλλογή διαφαίνεται η καταπίεση που ένιωθε ο ποιητής για το καθεστώς. Κατόπιν, αφού τον στέλνουν στη Σάμο, γράφει τη συλλογή Κιγκλίδωμα. Σε αυτό το έργο η καταπίεση είναι το κύριο συστατικό. Προηγουμένως είχε γράψει και τις Επαναλήψεις, αυτές οι 3 συλλογές θα κυκλοφορήσουν σε μία δίγλωσση έκδοση στο εξωτερικό.
Το 1969 γράφει τον Αφανισμό της Μήλος. Ένα χορικό εμπνευσμένο από τον Θουκυδίδη. Το έργο αυτό συγγενεύει με ένα παλαιότερό του, Οι γερόντισσες και η Θάλασσα, όμως ο Αφανισμός σκοπεύει αλλού, καθότι γραμμένο στη δικτατορία. Το ποίημα είναι αλληγορικό και στοχεύει στη βία των ισχυρών και στο στρατιωτικό καθεστώς. Το εν λόγω έργο κυκλοφόρησε στον αντιδικτατορικό τόμο Νέα Κείμενα 1, τα οποία αποτελούσαν συνέχεια των δεκαοχτώ Κειμένων, και εκδόθηκαν το 1970, αφού πρώτα ήρθη η προληπτική λογοκρισία. Τα ποιήματα, γενικότερα, που έγραψε κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, είναι ποιήματα μνήμης και αναδίπλωσης.
Το 1970, πεθαίνει η αδελφή του, Νίνα, για την οποία θα γράψει το ποίημα Ελένη, συνεχίζοντας έτσι τη χρήση αρχαίων ονομάτων και προσωπικοτήτων, όπως "Ισμήνη" και "Χρυσόθεμις". Το μοτίβο αυτό θα συνεχιστεί και μεταξύ το 1971 και 1972, ολοκληρώνει το έργο του Επιστροφή της Ιφιγένειας, το οποίο θα συμπεριληφθεί στην Τέταρτη Διάσταση. Παράλληλα με το προαναφερθέν έργο, ο Ρίτσος, γράφει και μεγάλες συνθέσεις όπως Το Δίχτυ, τις οποίες χαρακτηρίζουν η διαφορετική μορφή και ύφος, σε τέτοιο βαθμό, που θα μπορούσε να προσθέσει κανείς ότι πρόκειται για μία νέα φάση του έργου του. Η πολύ ελεύθερη ανάπτυξη τα χαρακτηρίζει, ενώ συχνές είναι και οι μετατοπίσεις στον χώρο και τον χρόνο ή οι εναλλαγές στο πραγματικό και το φανταστικό, όπου καμιά φορά αγγίζουν το παράλογο.

Βραβεύσεις

  • Πρώτο Κρατικό Βραβείο ποίησης "Η Σονάτα του σεληνόφωτος" (1956)
  • Μέγα διεθνές βραβείο ποίησης (Βέλγιο, 1972)
  • Διεθνές βραβείο "Γκεόργκι Δημητρώφ" (Βουλγαρία, 1975)
  • Mέγα βραβείο ποίησης "Αλφρέ ντε Βινύ" (Γαλλία, 1975)
  • Διεθνές βραβείο "Αίτνα-Ταορμίνα" (Ιταλία, 1976)
  • "Βραβείο Ειρήνης του Λένιν" (ΕΣΣΔ, 1977)
  • Διεθνές βραβείο "Μποντέλο" (1978)

Εργογραφία

Ποιήματα (1934-1991)

* «Τρακτέρ» (1934)
  • «Πυραμίδες» (1935)
  • «Επιτάφιος» (1936)
  • «Το τραγούδι της αδελφής μου» (1937)
  • «Εαρινή συμφωνία» (1938)
  • «Το εμβατήριο του ωκεανού» (1940)
  • «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» (1943)
  • «Δοκιμασία» (1943)
  • «Ο σύντροφός μας» (1945)
  • «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1952)
  • «Αγρύπνια» (1954)
  • «Πρωινό άστρο» (1955)
  • «Η σονάτα του σεληνόφωτος» (1956)
  • «Χρονικό» (1957)
  • «Αποχαιρετισμός» (1957)
  • «Χειμερινή διαύγεια» (1957)
  • «Πέτρινος χρόνος» (1957)
  • «Οι γειτονιές του κόσμου» (1957)
  • «Οταν έρχεται ο ξένος» (1958)
  • «Ανυπόταχτη πολιτεία» (1958)
  • «Η αρχιτεκτονική των δέντρων» (1958)
  • «Οι γερόντισσες κ' η θάλασσα» (1959)
  • «Υδρία» (1957)
  • «Το παράθυρο» (1960)
  • «Η γέφυρα» (1960)
  • «Ο Μαύρος Αγιος» (1961)
  • «Το νεκρό σπίτι» (1962)
  • «Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού» (1962)
  • «Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες» (1963)
  • «12 ποιήματα για τον Καβάφη» (1963)
  • «Μαρτυρίες Α» (1963)
  • «Παιχνίδια τ' ουρανού και του νερού» (1964)
  • «Φιλοκτήτης» (1965)
  • «Ρωμιοσύνη» (1966)
  • «Μαρτυρίες Β» (1966)
  • «Ορέστης» (1966)
  • «Όστραβα» (1967)
  • «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» (1972)
  • «Η Ελένη» (1972)
  • «Χειρονομίες» (1972)
  • «Τέταρτη διάσταση» (1972)
  • «Η επιστροφή της Ιφιγένειας» (1972)
  • «Χρυσόθεμις» (1972)
  • «Ισμήνη» (1972)
  • «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» (1973)
  • «Διάδρομος και σκάλα» (1973)
  • «Γκραγκάντα» (1973)
  • «Σεπτήρια και Δαφνηφόρια» (1973)
  • «Ο αφανισμός της Μήλος» (1974)
  • «Υμνος και θρήνος για την Κύπρο» (1974)
  • «Καπνισμένο τσουκάλι» (1974)
  • «Κωδωνοστάσιο» (1974)
  • «Χάρτινα» (1974)
  • «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη» (1974)
  • «Η Κυρά των Αμπελιών» (1975)
  • «Η τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία» (1975)
  • «Τα επικαιρικά» (1975)
  • «Ημερολόγιο εξορίας» (1975)
  • «Μαντατοφόρες» (1975)
  • «Θυρωρείο» (1976)
  • «Το μακρινό» (1977)
  • «Γιγνεσθαι» (1977)
  • «Βολιδοσκόπος» (1978)
  • «Τοιχοκολλητής» (1978)
  • «Τροχονόμος» (1978)
  • «Η Πύλη» (1978)
  • «Το σώμα και το αίμα» (1978)
  • «Μονεβασιώτισσες» (1978)
  • «Το τερατώδες αριστούργημα» (1978)
  • «Φαίδρα» (1978)
  • «Λοιπόν;» (1978)
  • «Το ρόπτρο»(1978)
  • «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα» (1978)
  • «Γραφή Τυφλού» (1979)
  • «Αναστάσιμο Μνημόσυνο» (1980)
  • «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» (1980)
  • «Διαφάνεια» (1980)
  • «Πάροδος» (1980)
  • «Μονόχορδα» (1980)
  • «Τα ερωτικά» (1981)
  • «Συντροφικά τραγούδια» (1981)
  • «Υπόκωφα» (1982)
  • «Μονοβασιά» (1982)
  • «Το χορικό των σφουγγαράδων» (1983)
  • «Τειρεσίας» (1983)
  • «Με το σκούντημα του αγκώνα» (1984)
  • «Ταναγραίες» (1984)
  • «Ανταποκρίσεις» (1987)
  • «3Χ111 Τρίστιχα» (1987)
  • «Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (1991)

Συλλογές

  • Ποιήματα - Α τόμος (1961)
  • Ποιήματα - Β τόμος (1961)
  • 12 ποιήματα για τον Καβάφη (1963)
  • Μαρτυρίες - Σειρά 1η (1963)
  • Ποιήματα - Γ τόμος (1964)
  • Μαρτυρίες - Σειρά 2η (1966)
  • 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας (1973)
  • Ποιήματα - Δ τόμος (1975)

Θεατρικά

  • Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα (1942)
  • Πέρα απ'τον ίσκιο των κυπαρισσιών (1947)
  • Τα ραβδιά των τυφλών (1959)
  • Ο λόφος με το συντριβάνι

Μεταφράσεις

  • Α.Μπλόκ: Οι δώδεκα (1957)
  • Ανθολογία Ρουμανικής ποίησης (1961)
  • Αττίλα Γιόζεφ: Ποιήματα (1963)
  • Μαγιακόφσκι: Ποιήματα (1964)
  • Ντόρας Γκαμπέ: Εγώ, η μητέρα μου και ο κόσμος (1965)
  • Ιλία 'Ερεμπουργκ: Το δέντρο (1966)
  • Ναζίμ Χικμέτ: Ποιήματα (1966)
  • Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών (1966)
  • Νικόλας Γκιλλιέν: Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος (1966)
  • Α.Τολστόη : Η γκρινιάρα κατσίκα (1976)
  • Φ.Φαριάντ: Ονειρα με χαρταετούς και περιστέρια (1988)
  • Χο τσι Μινχ: Ημερολόγιο της φυλακής

Ταξιδιωτικά

  • Εντυπώσεις από τη Σοβιετική Ένωση (1956)
  • Ιταλικό τρίπτυχο (1982)

Μεταφράσεις του έργου του

  • Εκτεταμένη ποιητική απόδοση των έργων του Ρίτσου έχει εκδοθεί (δίγλωσση) στην περσική γλώσσα από τον Πέρση ποιητή Φερεϊντούν Φαριάντ, φίλο του Ρίτσου, που πήρε για την εργασία του αυτή το Ελληνικό Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης το 2006.

Γιάννης Ρίτσος - Ἀπροσάρμοστοι

Τρακτέρ, Ποιήματα 1930-1960, Ἀθήνα, ἐκδ. Κέδρος, 1972, σσ. 41-42Τέτοια ζωὴ μᾶς μέλλονταν, νὰ γράφουμεν ἐπιστολὲς
ποὺ νὰ μὴ στέλνουμε ἀπὸ μίαν ἀξήγητη δειλία
μονάχα νὰ τὶς δένουμε σὲ κορδελίτσες παρδαλὲς
καὶ νὰ τὸ βρίσκουμε καὶ τοῦτο ἀσήμαντη ἀσχολία.
Νὰ πάλλεται βαθιὰ ἡ καρδιά, ποὺ ἄξια εἴτανε γιὰ τὰ καλά,
κι ὅμως νὰ ζοῦμε πάντοτε στὴ σκοτισμένη ἀφάνεια·
οἱ ταπεινοὶ πατώντας μας νὰ δείχνουν μέτωπο ψηλὰ
καὶ τὰ δικά μας ἄπρεπα νὰ φέρουνε στεφάνια.
Τὸ πρόσωπό μας νὰ φορεῖ φρίκης γκριμάτσα τραγική,
φιλάρεσκα ν᾿ ἀφήνουμε νὰ λὲν πὼς μᾶς πηγαίνει
νὰ βλέπουμε νὰ φεύγει ἡ ζωὴ μακριά μας ξένη, βιαστικὴ
καὶ νὰ περνᾶμε, ἀθόρυβα μισώντας, μισημένοι.
Τὸ κάθε τί, καὶ πιὸ πολὺ τ᾿ ὄνειρο, νὰ μᾶς τυραγνᾷ
τὰ βλέμματα τῶν διαβατῶν στὰ μάτια μας λεκέδες.
Περήφανοι νὰ δείχνουμε κι ὅμως τὰ χέρια μας τ᾿ ἁγνὰ
νὰ κράτησαν καὶ νὰ κρατοῦν ἀκόμα μενεξέδες.
Νὰ λαχταροῦμε σὰν παιδάκια εὐαίσθητα κι ἀσθενικὰ
-δικαίωση καὶ παρηγοριὰ τῆς ζωῆς μας- τὴν ἀγάπη
κι ἂν κάποτε τὴ βρήκαμε νὰ μᾶς προσμένει μυστικὰ
ὅμως τὸ χέρι ν᾿ ἁπλωθεῖ ζητώντας την ἐντράπη.
Τὰ μέτρια ν᾿ ἀποφεύγουμε μ᾿ ἀδιάλλαχτην ἀποστροφή,
(ἀμετανόητοι κυνηγοὶ τοῦ Ὡραίου καὶ τοῦ Ἀπολύτου)
νἆναι μας ἔπαθλο ἡ πληγή, τί μάταιο γνώση μας σοφὴ
- ἡ χρυσὴ σμίλη δημιουργοῦ, κασμᾶς τοῦ καταλύτου.
Νὰ ξεκινᾶμε τὶς αὐγὲς καὶ πάνω μας μαῦροι οἰωνοὶ
οἱ ἀμφιβολίες νὰ μᾶς κρατοῦν στὴν ἴδια πάλι θέση
κ᾿ ἐμεῖς μ᾿ ἀηδία νὰ φτύνουμε τὸν ἑαυτό μας ποὺ θρηνεῖ
καὶ νὰ φορᾶμε κόκκινο τῆς ἀνταρσίας τὸ φέσι.
Τότε νὰ ὀνειρευόμαστε μίαν ἀλλαγὴ κ᾿ εὐθὺς ξανὰ
νὰ σκύβουμε, σκλάβοι χλωμοί, σὲ ἱερὴ λατρεία τοῦ πόνου,
τὶς ἧττες ν᾿ ἀνεμίζουμε φλάμπουρα νίκης φωτεινὰ
κι ἀξιοπρεπῶς νὰ παίρνουμε τὸ λάχτισμα καὶ τοῦ ὄνου.
Καχύποπτοι καὶ μίζεροι μέσα στὰ φρούρια τῆς σιωπῆς
νὰ κλειδωνόμαστε ἄβουλοι, νὰ κάνουμ᾿ ἔτσι χάζι
τὸν κόσμον ἐξετάζοντας πίσω ἀπ᾿ τὸν κύκλο μιᾶς ὀπῆς
καί, θαρραλέοι, σκιὰ μικροῦ πουλιοῦ νὰ μᾶς τρομάζει.
Δειλοὶ καὶ στὴν ἀγάπη μας μὰ καὶ στὸ μῖσος πιὸ δειλοὶ
κι ἀνίσχυροι κι ἀσάλευτοι νὰ ζοῦμε ἀνάμεσά τους,
νὰ μᾶς πληγώνουν καὶ τὰ δυὸ καὶ νὰ μετρᾶμε σιωπηλοὶ
στὰ παγωμένα δάχτυλα τοὺς ἴδιους μας θανάτους.
Ἐχθροὺς νὰ ὑποψιαζόμαστε παντοῦ κ᾿ οἱ ὁλόφωτοι οὐρανοὶ
νὰ ἰσκιώνονται ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο μας καί, φεύγοντας κινδύνους,
νὰ ζοῦμε μόνοι πλέκοντας γιὰ τοὺς ἐχθροὺς δημίου σκοινὶ
καὶ νὰ κρεμᾶμε ἐμεῖς ἐμᾶς ἀθῴους ἀντὶ γιὰ κείνους.

Γιάννης Ρίτσος - Ἡ γέφυρα

(ἀπόσπασμα, ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1930-1960, Γ´, Κέδρος 1964)

Εἶναι μιὰ ὡραία περιπλάνηση, σχεδὸν μιὰ δραπέτευση -
δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ καὶ γιὰ ποῦ, - μιὰ μυστικὴ δραπέτευση ποὺ δίνει
μιὰ μυστικότητα στὴν κάθε κίνησή μας, στὸν ἴσκιο μας πάνω στὸν τοῖχο,
στὶς ἀπίθανες σχέσεις τῶν δακτύλων μας, στὸν ἦχο τῶν βημάτων
        μας - μία ἐξαίσια αἴσθηση
παρανομίας πρὸς ὅλα, σὰν τοῦ μοιχοῦ, τοῦ κλέφτη, τοῦ φονιά,
        του ἀρσενοκοίτη ἢ τοῦ λαθρεπιβάτη,
κ᾿ ἡ αἴσθηση τῆς παρανομίας αὐτῆς σου ἐπιβάλλει
μίαν ἄγρυπνη προσοχὴ γιὰ ν᾿ ἀποφύγεις τὴ σύλληψη,
ἐνῶ ἡ προσοχή σου αὐτὴ συλλαμβάνει
τὸ νόημα μιᾶς ἀρχικῆς ἐνοχῆς, συλλαμβάνει
τὶς πιὸ ἀδιόρατες ἐκφράσεις τῆς σιωπῆς· μὰ τότε πάλι
νιώθεις πῶς ἔτσι παραβιάζεις μ᾿ ἀντικλείδι ἕνα μεγάλο, ξένο
        σκοτεινό χρηματοκιβώτιο
ὕστερα ἀπὸ σκάλες πολλὲς καὶ μεγάλους πλακόστρωτους διαδρόμους
ποῦ κάνουν ν᾿ ἀντηχοῦν ἀπεριόριστα οἱ κλειδώσεις σου,
κ᾿ ἕνα καχύποπτο φεγγάρι μπαίνει ἀπὸ φεγγίτες καγκελόφραχτους
μεγάλο, κίτρινο, προδοτικό, φέρνοντάς σε ἀντιμέτωπο
μὲ τὴν ἴδια πελώρια σκιά σου ποὺ κρατάει
μεγεθυσμένες τὶς σκιὲς τῶν κλειδιῶν, ποὺ ἐσὺ κρατᾶς, σὰ νἆναι κιόλας
τὰ κάγκελα τῆς φυλακῆς ποὺ θὰ σὲ κλείσει ἰσόβια· ὥσπου τέλοςἀνακαλύπτεις πὼς αὐτὸ τὸ χρηματοκιβώτιο
εἶναι δικό σου, ὁλότελα δικό σου
καὶ μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀνοίξεις ἐλεύθερα
καὶ μπορεῖς νὰ χαρίσεις ὅσα θέλεις στοὺς φίλους σου
καὶ μπορεῖς νὰ σκορπίσεις ὅσα θέλεις στὸν ἄνεμο
μὲ κείνη τὴ χαρὰ ποὺ δίνει τὸ ἀνεξάντλητο
μὲ κείνη τὴ χειρονομία μιᾶς ἄσκοπης λεβεντιᾶς κι᾿ ἀσωτείας
ποὺ εἶναι, ἴσως, ἡ μόνη ἀληθινὴ σκοπιμότητα.
Μὰ τότε νιώθεις ὁ ἴδιος, πόσο ἡ κίνηση αὐτὴ θὰ φαίνεται ὕποπτη
μὲς στὸ σκοτάδι τὸ καρφωμένο ἀπ᾿ τ᾿ ἄστρα, μὲ τὸ μετάλλινο ἦχο
        των κλειδιῶν,
σὰ χτύπημα σπαθιῶν, ψηλὰ στὸν ἀέρα, ἀόρατων μονομάχων ἢ ἱππέων,
μ᾿ αὐτὸ τὸ σκοτεινό, πελώριο στόμιο τοῦ χρηματοκιβώτιου
ποῦ χάσκει ἀνοιχτὸ μὲς στὴ νύχτα ἐνῶ στὸ βάθος τοῦ ἀστράφτουν
σωροὶ τὰ νομίσματα περίεργων ἐποχῶν καὶ τόπων,
ράβδοι χρυσοῦ σὰ μεγάλα καρφιὰ γιὰ μία σταύρωση· στοῖβες
        χαρτονομίσματα
σὰ μυστικὰ τραπουλόχαρτα τῆς Μοίρας. Κι᾿ ὅσοι
δέχτηκαν μία στιγμὴ τὴν προσφορά σου, μόλις στρίψεις τὸ κεφάλι σου
δοκιμάζουν στὴν πέτρα τὰ νομίσματα, μὰ ἐκεῖνα δὲν ἀφήνουν ἦχο,
προσπαθοῦν ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσουν στὰ χαρτονομίσματα
τοὺς ἀριθμοὺς καὶ τὶς σφραγίδες, μ᾿ αὐτὰ δὲ διακρίνονται στὸ
        καταπληχτικό σκοτάδι,
καὶ τὰ πετοῦν ξανὰ μπροστὰ στὰ πόδια σου καὶ φεύγουν.
Καὶ μένεις μόνος μ᾿ ὅλο σου τὸν πλοῦτο ποδοπατημένο,
μόνος μπρὸς στὸ μαγνητικὸ ἀνοιγμένο στόμιο τοῦ ἀδειανοῦ πιὰ
        χρηματοκιβώτιου,
μόνος μπρὸς στὴν ἀκάλυπτη τρύπα τοῦ χάους,
μὲ τόνα χέρι σου μισοσηκωμένο
σὲ μισοτελειωμένη στάση θεατρικῆς γενναιοδωρίας,
σὰν ἄγαλμα ἥρωα ποὺ ὁ ἡρωισμός του
ἀποδείχτηκε ἀπατηλὸς μετὰ θάνατον - ἢ σὰν ἀτέλειωτη προσπάθεια
νὰ γίνεις ἄγαλμα γιὰ νὰ μὴ σωριαστεῖς στὸ χῶμα - ἕνα ἄγαλμα
ποῦ τείνει μάταια σὰν τσαμπὶ σταφύλι τ᾿ ἀναπόδεκτα κλειδιὰ ἑνὸς
        παραδείσου.

Γιάννης Ρίτσος - Ἡμερολόγια Ἐξορίας

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΞΟΡΙΑΣ Ι

27 Ὀκτωβρίου 1948
Ἐδῶ τ᾿ ἀγκάθια εἶναι πολλὰ -
ἀγκάθια, καστανά, κίτρινα ἀγκάθια,
σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος τῆς μέρας, ὡς μέσα στὸν ὕπνο.
Ὅταν περνοῦν τὸ συρματόπλεγμα οἱ νύχτες
ἀφήνουν μικρὰ κουρέλια ἀπ᾿ τὴ φοῦστα τους.
Τὰ λόγια ποὺ μᾶς φάνηκαν ὄμορφα κάποτε
χάσαν τὸ χρῶμα τους σὰν τὸ γιλέκο τοῦ γέρου στὸ σεντοῦκι
σὰν ἕνα λιόγερμα σβησμένο στὰ τζάμια.
Οἱ ἄνθρωποι περπατᾶνε μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες
ἢ κάποτε χειρονομοῦν σὰ νὰ διώχνουν μία μῦγα
ποὺ ξανακάθεται στὸ ἴδιο μέρος πάλι καὶ πάλι
στὰ χείλη τοῦ ἄδειου ποτηριοῦ ἢ πιὸ μέσα
σ᾿ ἕνα σημεῖο ἀπροσδιόριστο κι ἐπίμονο
ὅσο κι ἡ ἄρνησή τους νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν.
29 Ὀκτωβρίου
Κοιμόμαστε λίγο - δὲ μᾶς φτάνει.
Ὅλη νύχτα ροχαλίζουν οἱ ἐξόριστοι -
κουρασμένα παιδιά, κουρασμένα.
Ἀπ᾿ ὄξω εἶναι τ᾿ ἀστέρια - πολὺ μεγάλα ἀστέρια
κουρεμένα ἀστέρια ποὺ οἱ τρίχες τους φυτρώνουν ἄγριες
σὰν τὸ κεφάλι τ᾿ Ἅη-Γιάννη τοῦ Προδρόμου
ἢ σὰν τοῦ δικοῦ μας τοῦ Παναγιώτη.
Εἶναι καὶ τὰ μικρὰ βατράχια μέσα στὸ φλισκοῦνι.
Τὸ πρωὶ μᾶς χτυπάει καταπρόσωπο ἕνας ρόδινος ἥλιος
καθρεφτισμένος μὲ τὸν πιὸ συνηθισμένο τρόπο στὴ θάλασσα πέρα
ὅμοιος μὲ κεῖνες τὶς φτηνὲς ἐλαιογραφίες ποὺ πουλοῦν στὰ σκαλιὰ τοῦ Ἀρσακείου
κι εἶναι παράξενο ποὺ ἕνας τέτοιος ἥλιος μᾶς ἀρέσει.
Ἕνας-ἕνας, δυό-δυό, πολλὲς φορὲς καὶ πιότεροι
σταματᾶμε στὸ προαύλιο ἢ στὸ λόφο καὶ τὸν κοιτᾶμε.
Καὶ τοῦτος ὁ ἥλιος μᾶς χτυπάει μὲ δύναμη τὰ πρόσωπα
ὅπως ἐκεῖνος ὁ ξυπόλητος χωριάτης ραβδίζει
τὶς μυγδαλιὲς νὰ πέσουν τὰ στερνά τους μύγδαλα.
Ὕστερα σκύβουμε τὰ μάτια, κοιτᾶμε τὰ παπούτσια μας,
κοιτᾶμε τὸ χῶμα. Δὲν ἔπεσε τίποτα.
29 Ὀκτωβρίου
Ἀνάμεσα στ᾿ ἀγκάθια καὶ στὰ πεσμένα φύλλα
βρήκαμε μία γυμνὴ γαϊδουροκεφαλὴ -
ἴσως καὶ νἆναι τὸ κεφάλι τοῦ καλοκαιριοῦ
ἔτσι ἀφημένο στὶς βρεγμένες πέτρες
καὶ γύρω του κάτι μικρὰ γαλάζια λουλούδια
ποὺ δὲν ξέρουμε τ᾿ ὄνομά τους.
Ἂν φωνάξει κάποιος πίσω ἀπ᾿ τὸ φράχτη
ἡ φωνή του κατακάθεται γρήγορα στὸ χῶμα
σὰν ἕνα χωνὶ ἀπὸ στρατσόχαρτο γεμάτο μαύρη σταφίδα.
Τὸ βράδι ἀκοῦμε πέρα στοὺς λόφους
ποὺ ἀλλάζουν τὸν ξεφούσκωτο τροχὸ τοῦ φεγγαριοῦ.
Ἀργότερα τὰ πράγματα ξαναβρίσκουν τὴ θέση τους
ὅπως βρίσκεις τυχαία στὸ προαύλιο
τὸ καφετὶ κουμπὶ τοῦ σακκακιοῦ σου - καὶ ξέρεις:
δὲν εἶναι διόλου ἕνα κουμπὶ ἀπὸ τὶς στολὲς
τῶν θεατρίνων τοῦ καλοκαιριοῦ - ὄχι, διόλου -
ἕνα κοινότατο κουμπὶ ποὺ πρέπει νὰ τὸ ράψεις πάλι στὸ σακκάκι σου
μ᾿ ἐκείνη τὴν ἀδέξια, εὐγενικὴ προσοχὴ
τοῦ πάντοτε μαθητευόμενου.
1 Νοεμβρίου
Ἡ καταχνιὰ ἔχει μαῦρες φτεροῦγες σὰν τὶς κάργιες
δὲν ἔχει διόλου μάτια
ψάχνει μὲ τὴν τυφλότητά της τὰ μάτια μας τὶς τσέπες μας
ὅπως ἡ γριὰ χαρτορρίχτρα τὴν παλάμη μας.
Τίποτα δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ κρύψουμε.
Ἐδῶ τὰ πράματα βγαίνουν τὰ μέσα ἔξω
ὅπως μιὰ λερωμένη κάλτσα ποὺ τὴ βγάζουμε πρὶν ἀπ᾿ τὸν ὕπνο
κι ὅλα τὰ πόδια εἶναι γυμνὰ καὶ τὰ πρόσωπα τὸ ἴδιο.
Μέρα τὴ μέρα ὅλοι μιλᾶμε πιὰ στὸν ἑνικό.
Κάθε ἴσκιος ἔχει τὸ σχῆμα του θυμήσου
μὰ ὁ ἴσκιος ἀπ᾿ τὸ ἄφαντο χέρι τῆς μητέρας
παίρνει τὸ σχῆμα κάθε φωνῆς ποὺ δέ σοῦ ἀντιστέκεται
γίνεται τὸ φλιτζάνι ὁ καφές, ἕνα κομμάτι ψωμί, τὸ θερμόμετρο
ἀκόμη κι ἡ ξυριστικὴ μηχανὴ πλάι στὸ κύπελλο μὲς στὸ μικρὸ καθρέφτη.
Οἱ λάμπες τοῦ θαλάμου εἶναι δυό.
Παστρεύουμε μ᾿ ἐφημερίδες τὰ γυαλιά τους
τὅνα ἐσύ, τ᾿ ἄλλο ἐγὼ - εἴμαστε τῆς ὑπηρεσίας σήμερα.
Οἱ κινήσεις μας εἶναι ὅμοιες σχεδόν.
Δὲν κοιταζόμαστε.
Χαιρόμαστε αὐτὴ τὴν ὁμοιότητα.
Κοιτᾶμε ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν οὐρανὸ χαμένο στὴν ὁμίχλη.
Ὅλα τὰ πράγματα λοιπὸν ἔχουν τὴν ἔκφραση τοῦ πάντα.
2 Νοεμβρίου
Ὁ Μῆτσος πῆρε σήμερα ἕνα γράμμα ἀπ᾿ τὴ Σκόπελο.
Ἡ Ἀντιγόνη γράφει: «Τὸ νησιώτικο φθινόπωρο
γέμισε κίτρινα κρινάκια.
Καημένε Μῆτσο - λέει - δὲ θὰ τὰ θυμᾶσαι κεῖνα τὰ κρινάκια·
δὲ σκάμπαζες ποτέ σου ἀπὸ βοτανική».
Ὁ Μῆτσος
σκούπισε τὰ γυαλιά του, ξαναδιάβασε τὸ γράμμα. Δίπλα του
παρατημένο στὶς πέτρες τὸ «Ἐγχειρίδιο Φαρμακολογίας».
Χαμογελάει ὁ Μῆτσος. Βγάζει πάλι τὰ γυαλιά του. Δὲν τὰ σκουπίζει.
Θέλω νὰ γράψω ἕνα ποίημα γιὰ τὸ Μῆτσο
ὄχι μὲ λέξεις
ὅλο με κίτρινα κρινάκια.
3 Νοεμβρίου
Μόλις πᾶμε ν᾿ ἀνοίξουμε μία πόρτα
ὁ ἀγέρας τὴν κλείνει.
Ἔτσι κλειδωμένοι ἀπ᾿ ἔξω
σφίγγουμε καθένας τὰ κλειδιά του
μ᾿ ὅλο πούχουμε μονάχα μιὰ στάμνα
μ᾿ ὅλο ποὺ κανένας μας δὲν ἔχει σπίτι.
Σήμερα δὲν ξέρω νὰ μιλήσω.
Σήμερα μιλάω σὲ πρῶτο πρόσωπο.
Σὰν σὲ χτυπάει ὁ δικός σου ἡ πίκρα εἶναι διπλή.
Ἕνα λεωφορεῖο πέρασε τὸ ἀπόγευμα.
Ἕνας ξένος με χαιρέτησε στὰ χωράφια.
Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ εὐχαριστῶ. Δὲ μίλησα.
Ξέχασα νὰ κοιτάξω τὰ σύννεφα. Ναί, οἱ μυγδαλιὲς
πήρανε χρῶμα καστανό-βιολετὶ - θἆναι ποὺ χινοπώριασε
κι οἱ μῦγες πλήθυναν πολύ· κάθονται στὸ χαρτὶ ποὺ γράφω.
Καὶ τί ποὺ πῆραν χρῶμα καστανό-βιολετί; Τὰ μερμήγκια
ἔχουν τὸ χωματένιο σπίτι τους - εἶναι ζέστη κεῖ μέσα.
Ἐγὼ δὲν χωράω στὴ φωνή μου. Τὰ πόδια μου
μένουν ἀπ᾿ ὄξω. Κρυώνω. Καὶ μὲ βλέπουν.
Θὰ πρέπει νά ῾φταιξα πολύ.
3 Νοεμβρίου
Ὁ Πανούσης φοράει μία μακριὰ χλαίνη.
Τοῦ τὴ χάρισε κάποιος φαντάρος.
Τὴ βάψαν μαύρη στὸ καζάνι τοῦ χωριοῦ του.
Τώρα εἶναι πράσινη - μήτε καὶ πράσινη.
Μέσα στὶς τσέπες του ἔχει
πέντε κουκκιὰ καλαμπόκι καὶ δυὸ φύλλα καπνὸ
μαζὶ καὶ τὸ βλέμμα τῆς ἀγελάδας του. Ὁ Πανούσης
τυλίγεται σὲ μία χοντρὴ βελέντζα. Ἡ βελέντζα
εἶναι κόκκινη κι ἄσπρη. Κι ὁ ὕπνος τοῦ Πανούση
ἔχει τὸ χρῶμα τῆς βελέντζας. Πάντα του κοιμᾶται
μὲ τὴν τραγιάσκα, τὰ παπούτσια καὶ τὸ παντελόνι.
Ἂν εἶχε βγάλει τ᾿ ἄρβυλά του, σίγουρα κεῖ μέσα
ἕνα πουλὶ θὰ γεννοῦσε τ᾿ αὐγά του
κι ὕστερα ὁ Πανούσης δὲ θἄχε ποὺ νὰ χώσει τὰ πόδια του.
Ὁ ὕπνος του κάθε μεσημέρι
εἶναι σὰν τὸν ἴσκιο τῆς βελανιδιᾶς μὲς στὸ νερό.
Τώρα πρέπει νὰ οἰκονομήσει
ἄλλα πέντε κουκκιὰ καλαμπόκι γιὰ τὸ παιχνίδι τῆς ἐννιάρας
ὥσπου νὰ μεγαλώσει πάλι τὸ μουστάκι του καὶ νὰ γυρίσει στὸ χωριό του.
4 Νοεμβρίου
Πολλὰ πράματα μᾶς δυσκολεύουνε. Πολλά.
Πρέπει νὰ πλύνουμε τὰ πιάτα μας, τὰ ροῦχα μας
νὰ κουβαλήσουμε νερὸ ἀπ᾿ τὴ βρύση μὲ τὶς μεγάλες στάμνες
νὰ σκουπίσουμε τὸ θάλαμο δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς τὴ μέρα
νὰ μπαλώσουμε καμμιὰ κάλτσα καὶ τὰ λόγια μας -
Τρυπᾶνε γρήγορα κι οἱ χτεσινὲς κουβέντες
τὰ πρόσωπα ἀλλάζουν ὅσο τὰ κοιτάζεις
μπορεῖ ν᾿ ἀλλάζεις καὶ σὺ - γιατὶ κοιτάζοντας τὰ χέρια σου
καταλαβαίνεις πὼς μάθανε πιὰ σὲ τοῦτες τὶς δουλειὲς
σὲ τοῦτες τὶς μέρες, σὲ τοῦτα τὰ σεντόνια
γνωρίζουν τὸ σανίδι τοῦ τραπεζιοῦ γνωρίζουν τὴ λάμπα
ξανακάνουν τὴν ἴδια κίνηση μὲ πιότερη σιγουριὰ
δὲν παραξενεύονται. Ἡ φωτιὰ
θέλει συδαύλισμα, λιγόστεψε -
τοῦτο εἶναι ποὺ συλλογιόμαστε.
Τὸ μεσημέρι μὲ φωνάξανε πέντε γερόντοι
μοῦ ψήσανε καφέ με φίλεψαν τσιγάρο
εἴπανε γιὰ τὸν Ἅη-Δημήτρη πάνου στὸ Λιτοχώρι
γιὰ τὸ νερένιο χέρι τοῦ Ἁγίου ποὔδιωξε τοὺς κακοὺς τσοπάνους -
Πέντε γερόντοι μὲ μάτια μαλακὰ μ᾿ ἄσπρα μουστάκια
ποὺ σιάχνουν μέρα-νύχτα ταμπακιέρες σιάχνουν κάντρα
κολλώντας ἄχερα χρωματιστὰ μικρὰ-μικρὰ κομμάτια
σὰν τὸ κεφάλι τῆς καρφίτσας - μπελαλίδικα πράματα
ὅλο καὶ κάτι γλάστρες μὲ γεράνια, δυὸ ρωμέικες σημαῖες
μιὰ στεριανὴ καὶ μία θαλασσινή, κάτι πεντάγωνα ἀστέρια
θέλουν νὰ σιάξουν κι ἕνα περιστέρι - δὲν τὰ καταφέρνουν -
εἶναι καλὰ γεροντάκια - δὲν ἄκουγα τὰ λόγια τους
καὶ τοῦτο εἶναι ποὺ συλλογιέμαι. Μ᾿ εἴπανε «παιδί μου».
Δὲν μπόρεσα νὰ πῶ «πατέρα». Ὁ μαστρο-Θανάσης
λέει θὰ μοῦ σιάξει ἕνα σκαμνί: «Νὰ μὴν κάθεσαι, γιέ μου,
κάτου στὸ χῶμα καὶ λερώνεται τὸ παντελόνι σου».
Καὶ τώρα συλλογιέμαι πόσα πράματα κι ἐγὼ θὰ πρέπει νὰ σιάξω
πόσο θὰ πρέπει νὰ λερώσω τὸ παντελόνι μου
ἔτσι ποὺ πιὰ ὁ μαστρο-Θανάσης νὰ μὴ σεκλετίζεται ποὺ κάθουμαι στὸ χῶμα
ἔτσι ποὺ νὰ μπορέσω νὰ τὸν πῶ «πατέρα».
Τότες θαρρῶ θᾶμαι ἄξιος πιὰ νὰ κάτσω στὸ σκαμνί του
σάμπως καβάλλα στὰ πλατάνια τ᾿ Ἅη-Διονύση
καὶ θὰ τινάξω ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου τὰ δύσκολα πράματα
ὅπως τινάζω τούτη τὴ μικρούλα ἀράχνη ποὺ ἀχνοδεργιανὰ στὸ χέρι μου
κι οὔτε ποὺ θὰ κρυώνω λέω καθόλου τὸ χειμῶνα.

Γιάννης Ρίτσος - Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρύφαλο


Σήμερα τὸ στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ὁ ἥλιος τρέμει ἀγκιστρωμένος στὴ σιωπὴ
ὅπως τρέμει τὸ σακάκι τοῦ σκοτωμένου στὸ συρματόπλεγμα.
Σήμερα ὁ κόσμος εἶναι λυπημένος.
Ξεκρέμασαν μία μεγάλη καμπάνα καὶ τὴν ἀκούμπησαν στὴ γῆ.
Μὲς στὸ χαλκό της καρδιοχτυπᾶ ἡ εἰρήνη.
Σιωπή. Ἀκοῦστε τούτη τὴν καμπάνα.
Σιωπή. Οἱ λαοὶ περνοῦν σηκώνοντας στοὺς ὤμους τους
τὸ μέγα φέρετρο τοῦ Μπελογιάννη.




Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη

(ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)
I - II - III - IV - V - VI - VII

I

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.
Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.

II

Κάθε ποὺ βραδιάζει μὲ τὸ θυμάρι τσουρουφλισμένο στὸν κόρφο τῆς πέτρας
εἶναι μία σταγόνα νερὸ ποὺ σκάβει ἀπὸ παλιὰ τὴ σιωπὴ ὡς τὸ μεδούλι
εἶναι μία καμπάνα κρεμασμένη στὸ γέρο-πλάτανο ποὺ φωνάζει τὰ χρόνια.
Σπίθες λαγοκοιμοῦνται στὴ χόβολη τῆς ἐρημιᾶς
κ᾿ οἱ στέγες συλλογιοῦνται τὸ μαλαματένιο χνούδι στὸ πάνω χείλι τοῦ Ἁλωνάρη
- κίτρινο χνούδι σὰν τὴ φούντα τοῦ καλαμποκιοῦ καπνισμένο ἀπ᾿ τὸν καημὸ τῆς δύσης.
Ἡ Παναγία πλαγιάζει στὶς μυρτιὲς μὲ τὴ φαρδειά της φοῦστα λεκιασμένη ἀπ᾿ τὰ σταφύλια.
Στὸ δρόμο κλαίει ἕνα παιδὶ καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ἀπ᾿ τὸν κάμπο ἡ προβατίνα ποὔχει χάσει τὰ παιδιά της.
Ἴσκιος στὴ βρύση. Παγωμένο τὸ βαρέλι.
Ἡ κόρη τοῦ πεταλωτῆ μὲ μουσκεμένα πόδια.
Ἀπάνου στὸ τραπέζι τὸ ψωμὶ κ᾿ ἡ ἐλιά,
μὲς στὴν κληματαριὰ ὁ λύχνος τοῦ ἀποσπερίτη
καὶ κεῖ ψηλά, γυρίζοντας στὴ σοῦβλα του, εὐωδάει ὁ γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο καὶ πιπέρι.
Ἅ, τί μπρισίμι ἀστέρι ἀκόμα θὰ χρειαστεῖ
γιὰ νὰ κεντήσουν οἱ πευκοβελόνες στὴν καψαλισμένη μάντρα τοῦ καλοκαιριοῦ «κι αὐτὸ θὰ περάσει»
πόσο θὰ στίψει ἀκόμα ἡ μάνα τὴν καρδιὰ τῆς πάνου ἀπ᾿ τὰ ἑφτὰ σφαγμένα παλληκάρια της
ὥσπου νὰ βρεῖ τὸ φῶς τὸ δρόμο του στὴν ἀνηφόρα τῆς ψυχῆς της.
Τοῦτο τὸ κόκκαλο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ γῆς
μετράει ὀργιὰ-ὀργιὰ τὴ γῆς καὶ τὶς κόρδες τοῦ λαγούτου
καὶ τὸ λαγοῦτο ἀποσπερὶς μὲ τὸ βιολὶ ὡς τὸ χάραμα
καημό-καημὸ τὸ λὲν στὰ δυοσμαρίνια καὶ στοὺς πεύκους
καὶ ντιντινίζουν στὰ καράβια τὰ σκοινιὰ σὰν κόρδες
κι ὁ ναύτης πίνει πικροθάλασσα στὴν κοῦπα τοῦ Ὀδυσσέα.
Ἅ, ποιὸς θὰ φράξει τότες τὴ μπασιὰ καὶ ποιὸ σπαθὶ θὰ κόψει τὸ κουράγιο
καὶ ποιὸ κλειδὶ θὰ σοῦ κλειδώσει τὴν καρδιὰ ποὺ μὲ τὰ δυὸ θυρόφυλλά της διάπλατα
κοιτάει τοῦ Θεοῦ τ᾿ ἀστροπερίχυτα περβόλια;
Ὥρα μεγάλη σὰν τὰ Σαββατόβραδα τοῦ Μάη στὴ ναυτικὴ ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σὰν ταψὶ στοῦ γανωτζῆ τὸν τοῖχο
μεγάλο τὸ τραγούδι σὰν ψωμὶ στοῦ σφουγγαρᾶ τὸ δεῖπνο.
Καὶ νὰ ποὺ ροβολάει τὰ τρόχαλα τὸ κρητικὸ φεγγάρι
γκάπ, γκάπ, μὲ εἴκοσι ἀράδες προκαδούρα στὰ στιβάλια του,
καὶ νάτοι αὐτοὶ ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουνε τὴ σκάλα τοῦ Ἀναπλιοῦ
γεμίζοντας τὴν πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα ἀπὸ σκοτάδι,
μὲ τὸ μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο ἀστέρι
καὶ μὲ τὸ δόντι τους πευκόρριζα στοῦ Αἰγαίου τὸ βράχο καὶ τὸ ἁλάτι.
Μπῆκαν στὰ σίδερα καὶ στὴ φωτιά, κουβέντιασαν μὲ τὰ λιθάρια,
κεράσανε ρακὶ τὸ θάνατο στὸ καύκαλο τοῦ παππουλῆ τους,
στ᾿ Ἁλώνια τὰ ἴδια ἀντάμωσαν τὸ Διγενῆ καὶ στρώθηκαν στὸ δεῖπνο
κόβοντας τὸν καημὸ στὰ δυὸ ἔτσι ποὺ κόβανε στὸ γόνατο τὸ κριθαρένιο τους καρβέλι.
Ἔλα κυρὰ μὲ τ᾿ ἁρμυρὰ ματόκλαδα, μὲ φλωροκαπνισμένο χέρι
ἀπὸ τὴν ἔγνοια τοῦ φτωχοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ χρόνια -
ἡ ἀγάπη σὲ περμένει μὲς στὰ σκοῖνα,
μὲς στὴ σπηλιά του ὁ γλάρος σου κρεμάει τὸ μαῦρο κόνισμά σου
κι ὁ πικραμένος ἀχινιός σου ἀσπάζεται τὸ νύχι τοῦ ποδιοῦ σου.
Μέσα στὴ μαύρη ρῶγα τοῦ ἀμπελιοῦ κοχλάζει ὁ μοῦστος κατακόκκινος,
κοχλάζει τὸ ροδάμι στὸν καμένο πρῖνο,
στὸ χῶμα ἡ ρίζα τοῦ νεκροῦ ζητάει νερὸ γιὰ νὰ τινάξει ἐλάτι
κ᾿ ἡ μάνα κάτου ἀπ᾿ τὴ ρυτίδα της κρατάει γερὰ μαχαῖρι.
Ἔλα κυρὰ ποὺ τὰ χρυσὰ κλωσσᾶς αὐγὰ τοῦ κεραυνοῦ -
πότε μία μέρα θαλασσιὰ θὰ βγάλεις τὸ τσεμπέρι καὶ θὰ πάρεις πάλι τ᾿ ἄρματα
νὰ σὲ χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
νὰ σπάσει ρόιδι ὁ ἥλιος στὴν ἀλατζαδένια σου ποδιὰ
νὰ τὸν μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρὶ στὰ δώδεκα ὀρφανά σου,
νὰ λάμψει ὁλόγυρα ὁ γιαλὸς ὡς λάμπει ἡ κόψη τοῦ σπαθιοῦ καὶ τ᾿ Ἀπριλιοῦ τὸ χιόνι
καὶ νάβγει στὰ χαλίκια ὁ κάβουρας γιὰ νὰ λιαστεῖ καὶ νὰ σταυρώσει τὶς δαγκάνες του.

III

Δῶ πέρα ὁ οὐρανὸς δὲ λιγοστεύει οὔτε στιγμὴ τὸ λάδι τοῦ ματιοῦ μας
δῶ πέρα ὁ ἥλιος παίρνει πάνω του τὸ μισὸ βάρος τῆς πέτρας ποὺ σηκώνουμε πάντα στὴ ράχη μας
σπᾶνε τὰ κεραμίδια δίχως ἂχ κάτου ἀπ᾿ τὸ γόνα τοῦ μεσημεριοῦ
οἱ ἄνθρωποι πᾶν μπροστὰ ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τους σὰν τὰ δελφίνια μπρὸς ἀπ᾿ τὰ σκιαθίτικα καΐκια
ὕστερα ὁ ἴσκιος τους γίνεται ἕνας ἀϊτὸς ποὺ βάφει τὰ φτερά του στὸ λιόγερμα
καὶ πιὸ ὕστερα κουρνιάζει στὸ κεφάλι τους καὶ συλλογιέται τ᾿ ἄστρα
ὅταν αὐτοὶ πλαγιάζουνε στὸ λιακωτὸ μὲ τὴ μαύρη σταφίδα.
Δῶ πέρα ἡ κάθε πόρτα ἔχει πελεκημένο ἕνα ὄνομα κάπου ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι ἔχει ζωγραφισμένον ἕναν ἅγιο μ᾿ ἄγρια μάτια καὶ μαλλιὰ σκοινένια
κάθε ἄντρας ἔχει στὸ ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιὰ τὴ βελονιὰ μία κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα ἔχει μία φοῦχτα ἁλατισμένο φῶς κάτου ἀπ᾿ τὴ φοῦστα της
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν πέντε-ἕξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στὴν καρδιά τους
σὰν τὰ χνάρια ἀπ᾿ τὸ βῆμα τῶν γλάρων στὴν ἀμμουδιὰ τὸ ἀπόγευμα.
Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Τὸ ξέρουμε.
Ὅλα τὰ μονοπάτια βγάζουνε στὰ Ψηλαλώνια. O ἀγέρας εἶναι ἁψὺς κεῖ πάνου.
Ὅταν ξεφτάει ἀπόμακρα ἡ μινωικὴ τοιχογραφία τῆς δύσης
καὶ σβήνει ἡ πυρκαϊὰ στὸν ἀχερῶνα τῆς ἀκρογιαλιᾶς
ἀνηφορίζουν ὡς ἐδῶ οἱ γριὲς ἀπ᾿ τὰ σκαμμένα στὸ βράχο σκαλοπάτια
κάθουνται στὴ Μεγάλη Πέτρα γνέθοντας μὲ τὰ μάτια τὴ θάλασσα
κάθουνται καὶ μετρᾶν τ᾿ ἀστέρια ὡς νὰ μετρᾶνε τὰ προγονικὰ ἀσημένια τους κουταλοπήρουνα
κι ἀργὰ κατηφορᾶνε νὰ ταΐσουνε τὰ ἐγγόνια τους μὲ τὸ μεσολογγίτικο μπαροῦτι.
Ναί, ἀλήθεια, ὁ Ἑλκόμενος ἔχει δυὸ χέρια τόσο λυπημένα μέσα στὴ θηλειά τους
ὅμως τὸ φρύδι του σαλεύει σὰν τὸ βράχο ποὺ ὅλο πάει νὰ ξεκολλήσει πάνου ἀπ᾿ τὸ πικρό του μάτι.
Ἀπὸ βαθιὰ ἀνεβαίνει αὐτὸ τὸ κῦμα ποὺ δὲν ξέρει παρακάλια
ἀπὸ ψηλὰ κυλάει αὐτὸς ὁ ἀγέρας μὲ ρετσίνι φλέβα καὶ πλεμόνι ἀλισφακιά.
Ἄχ, θὰ φυσήξει μία νὰ πάρει σβάρνα τὶς πορτοκαλιές της θύμησης
Ἄχ, θὰ φυσήξει δυὸ νὰ βγάλει σπίθα ἡ σιδερένια πέτρα σὰν καψοῦλι
Ἄχ, θὰ φυσήξει τρεῖς καὶ θὰ τρελλάνει τὰ ἐλατόδασα στὴ Λιάκουρα
θὰ δώσει μία μὲ τὴ γροθιά του νὰ τινάξει τὴν τυράγνια στὸν ἀγέρα
καὶ θὰ τραβήξει τῆς ἀρκούδας νύχτας τὸ χαλκὰ νὰ μᾶς χορέψει τσάμικο καταμεσὶς στὴν τάπια
καὶ ντέφι τὸ φεγγάρι θὰ χτυπάει ποὺ νὰ γεμίσουν τὰ νησιώτικα μπαλκόνια
ἀγουροξυπνημένο παιδολόι καὶ σουλιώτισσες μανάδες.
Ἕνας μαντατοφόρος φτάνει ἀπ᾿ τὴ Μεγάλη Λαγκαδιὰ κάθε πρωινὸ
στὸ πρόσωπό του λάμπει ὁ ἱδρωμένος ἥλιος
κάτου ἀπὸ τὴ μασκάλη του κρατεῖ σφιχτὰ τὴ ρωμιοσύνη
ὅπως κρατάει ὁ ἐργάτης τὴν τραγιάσκα του μέσα στὴν ἐκκλησία.
Ἦρθε ἡ ὥρα, λέει. Νάμαστε ἕτοιμοι.
Κάθε ὥρα εἶναι ἡ δικιά μας ὥρα.

IV

Τράβηξαν ὁλόισια στὴν αὐγὴ μὲ τὴν ἀκαταδεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πεινάει,
μέσα στ᾿ ἀσάλευτα μάτια τους εἶχε πήξει ἕνα ἄστρο
στὸν ὦμο τους κουβάλαγαν τὸ λαβωμένο καλοκαῖρι.
Ἀπὸ δῶ πέρασε ὁ στρατὸς μὲ τὰ φλάμπουρα κατάσαρκα
μὲ τὸ πεῖσμα δαγκωμένο στὰ δόντια τους σὰν ἄγουρο γκόρτσι
μὲ τὸν ἄμμο τοῦ φεγγαριοῦ μὲς στὶς ἀρβύλες τους
καὶ μὲ τὴν καρβουνόσκονη τῆς νύχτας κολλημένη μέσα στὰ ρουθούνια καὶ στ᾿ αὐτιά τους.
Δέντρο τὸ δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τὸν κόσμο,
μ᾿ ἀγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τὸν ὕπνο.
Φέρναν τὴ ζωὴ στὰ δυὸ στεγνά τους χέρια σὰν ποτάμι.
Σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μία ὀργιὰ οὐρανὸ - γιὰ νὰ τὸν δώσουν.
Πάνου στὰ καραούλια πέτρωναν σὰν τὰ καψαλιασμένα δέντρα,
κι ὅταν χορεῦαν στὴν πλατεῖα,
μέσα στὰ σπίτια τρέμαν τὰ ταβάνια καὶ κουδούνιζαν τὰ γυαλικὰ στὰ ράφια.
Ἄ, τί τραγούδι τράνταξε τὰ κορφοβούνια -
ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους κράταγαν τὸ σκουτέλι τοῦ φεγγαριοῦ καὶ δειπνοῦσαν,
καὶ σπάγαν τὸ ἂχ μέσα στὰ φυλλοκάρδια τους
σὰ νάσπαγαν μία ψείρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ χοντρά τους νύχια.
Ποιὸς θὰ σοῦ φέρει τώρα τὸ ζεστὸ καρβέλι μὲς στὴ νύχτα νὰ ταΐσεις τὰ ὄνειρα;
Ποιὸς θὰ σταθεῖ στὸν ἴσκιο τῆς ἐλιᾶς παρέα μὲ τὸ τζιτζίκι μὴ σωπάσει τὸ τζιτζίκι,
τώρα ποὺ ἀσβέστης τοῦ μεσημεριοῦ βάφει τὴ μάντρα ὁλόγυρα τοῦ ὁρίζοντα
σβήνοντας τὰ μεγάλα ἀντρίκια ὀνόματά τους;
Τὸ χῶμα τοῦτο ποὺ μοσκοβολοῦσε τὰ χαράματα
τὸ χῶμα ποὺ εἴτανε δικό τους καὶ δικό μας - αἷμα τους - πὼς μύριζε τὸ χῶμα -
καὶ τώρα πὼς κλειδώσανε τὴν πόρτα τους τ᾿ ἀμπέλια μας
πῶς λίγνεψε τὸ φῶς στὶς στέγες καὶ στὰ δέντρα
ποιὸς νὰ τὸ πεῖ πὼς βρίσκονται οἱ μισοὶ κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα
κ᾿ οἱ ἄλλοι μισοὶ στὰ σίδερα;
Μὲ τόσα φύλλα νὰ σοῦ γνέφει ὁ ἥλιος καλημέρα
μὲ τόσα φλάμπουρα νὰ λάμπει ὁ οὐρανὸς
καὶ τοῦτοι μὲς στὰ σίδερα καὶ κεῖνοι μὲς στὸ χῶμα.
Σώπα, ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες.
Αὐτὸ τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας.
Κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα, μὲς στὰ σταυρωμένα χέρια τους
κρατᾶνε τῆς καμπάνας τὸ σκοινὶ - περμένουνε τὴν ὥρα, δὲν κοιμοῦνται,
περμένουν νὰ σημάνουν τὴν ἀνάσταση. Τοῦτο τὸ χῶμα
εἶναι δικό τους καὶ δικό μας - δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ μᾶς τὸ πάρει.

V

Κάτσανε κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο
κοσκινίζοντας τὸ σταχτὶ φῶς μὲ τὰ χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τὶς μπαλάσκες τους καὶ λογαριᾶζαν πόσος μόχτος χώρεσε στὸ μονοπάτι τῆς νύχτας
πόση πίκρα στὸν κόμπο τῆς ἀγριομολόχας
πόσο κουράγιο μὲς στὰ μάτια τοῦ ξυπόλυτου παιδιοῦ ποὺ κράταε τὴ σημαία.
Εἶχε ἀπομείνει πάρωρα στὸν κάμπο τὸ στερνὸ χελιδόνι
ζυγιαζόταν στὸν ἀέρα σὰ μία μαύρη λουρίδα στὸ μανίκι τοῦ φθινοπώρου.
Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ἔμενε. Μονάχα κάπνιζαν ἀκόμα τὰ καμένα σπίτια.
Οἱ ἄλλοι μας ἄφησαν ἀπὸ καιρὸ κάτου ἀπ᾿ τὶς πέτρες
μὲ τὸ σκισμένο τους πουκάμισο καὶ μὲ τὸν ὅρκο τους γραμμένο στὴν πεσμένη πόρτα.
Δὲν ἔκλαψε κανείς. Δὲν εἴχαμε καιρό. Μόνο ποὺ ἡ σιγαλιὰ μεγάλωνε πολὺ
κ᾿ εἴταν τὸ φῶς συγυρισμένο κάτου στὸ γιαλὸ σὰν τὸ νοικοκυριὸ τῆς σκοτωμένης.
Τί θὰ γίνουν τώρα ὅταν θάρθει ἡ βροχὴ μὲς στὸ χῶμα μὲ τὰ σάπια πλατανόφυλλα
τί θὰ γίνουν ὅταν ὁ ἥλιος στεγνώσει στὸ χράμι τῆς συγνεφιᾶς σᾶ σπασμένος κοριὸς στὸ χωριάτικο κρεββάτι
ὅταν σταθεῖ στὴν καμινάδα τοῦ ἀπόβραδου μπαλσαμωμένο τὸ λελέκι τοῦ χιονιοῦ;
Ρίχνουνε ἁλάτι οἱ γριὲς μανάδες στὴ φωτιά, ρίχνουνε χῶμα στὰ μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ᾿ ἀμπέλια τῆς Μονοβασιᾶς μὴ καὶ γλυκάνει μαύρη ρώγα τῶν ἐχτρῶν τὸ στόμα,
βάλαν σ᾿ ἕνα σακκούλι τῶν παππούδων τους τὰ κόκκαλα μαζὶ μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα
καὶ τριγυρνᾶνε ἔξω ἀπ᾿ τὰ τείχη τῆς πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο νὰ ριζώσουνε στὴ νύχτα.
Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -
θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους
θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη νὰ ρωτήσουν μία μαργαρίτα
νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο ἢ μὲς στὸ μποῦστο τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ δίκιο τους.
Δυὸ κουπιὰ καρφωμένα στὸν ἄμμο τὰ χαράματα μὲ τὴ φουρτοῦνα. Πούναι ἡ βάρκα;
Ἕνα ἀλέτρι μπηγμένο στὸ χῶμα, κι ὁ ἀγέρας νὰ φυσάει. Καμένο τὸ χῶμα. Πούναι ὁ ζευγολάτης;
Στάχτη ἡ ἐλιά, τ᾿ ἀμπέλι καὶ τὸ σπίτι.
Βραδιὰ σπαγγοραμμένη μὲ τ᾿ ἀστέρια της μὲς στὸ τσουράπι.
Δάφνη ξερὴ καὶ ρίγανη στὸ μεσοντούλαπο τοῦ τοίχου. Δὲν τ᾿ ἄγγιξε ἡ φωτιά.
Καπνισμένο τσουκάλι στὸ τζάκι - καὶ νὰ κοχλάζει μόνο τὸ νερὸ στὸ κλειδωμένο σπίτι. Δὲν πρόφτασαν νὰ φᾶνε.
Ἀπάνω στὸ καμένο τους πορτόφυλλο οἱ φλέβες τοῦ δάσους - τρέχει τὸ αἷμα μὲς στὶς φλέβες.
Καὶ νὰ τὸ βῆμα γνώριμο. Ποιὸς εἶναι;
Γνώριμο βῆμα μὲ τὶς πρόκες στὸν ἀνήφορο.
Τὸ σύρσιμο τῆς ρίζας μὲς στὴν πέτρα. Κάποιος ἔρχεται.
Τὸ σύνθημα, τὸ παρασύνθημα. Ἀδελφός. Καλησπέρα.
Θὰ βρεῖ λοιπὸν τὸ φῶς τὰ δέντρα του, θὰ βρεῖ μία μέρα καὶ τὸ δέντρο τὸν καρπό του.
Τοῦ σκοτωμένου τὸ παγοῦρι ἔχει νερὸ καὶ φῶς ἀκόμα.
Καλησπέρα, ἀδερφέ μου. Τὸ ξέρεις. Καλησπέρα.
Στὴν ξύλινη παράγκα τῆς πουλάει μπαχαρικὰ καὶ ντεμισέδες ἡ γριὰ δύση.
Κανεὶς δὲν ἀγοράζει. Τράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πιὰ νὰ χαμηλώσουν.
Δύσκολο καὶ νὰ ποῦν τὸ μπόι τους.
Μέσα στ᾿ ἁλῶνι ὅπου δειπνῆσαν μία νυχτιὰ τὰ παλληκάρια
μένουνε τὰ λιοκούκουτσα καὶ τὸ αἷμα τὸ ξερό του φεγγαριοῦ
κι ὁ δεκαπεντασύλλαβος ἀπ᾿ τ᾿ ἅρματά τους.
Τὴν ἄλλη μέρα τὰ σπουργίτια φάγανε τὰ ψίχουλα τῆς κουραμάνας τους,
τὰ παιδιὰ φτιάξανε παιχνίδια μὲ τὰ σπίρτα τους ποὺ ἀνάψαν τὰ τσιγάρα τους καὶ τ᾿ ἀγκάθια τῶν ἄστρων.
Κ᾿ ἡ πέτρα ὅπου καθῆσαν κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο ἀντικρὺ στὴ θάλασσα
αὔριο θὰ γίνει ἀσβέστης στὸ καμίνι
μεθαύριο θ᾿ ἀσβεστώσουμε τὰ σπίτια μας καὶ τὸ πεζοῦλι τῆς Ἁγιὰ-Σωτῆρας
ἀντιμεθαύριο θὰ φυτέψουμε τὸ σπόρο ἐκεῖ ποὺ ἀποκοιμήθηκαν
κ᾿ ἕνα μπουμποῦκι τῆς ροδιᾶς θὰ σκάσει πρῶτο γέλιο τοῦ μωροῦ στὸν κόρφο τῆς λιακάδας.
Κ᾿ ὕστερα πιὰ θὰ κάτσουμε στὴν πέτρα νὰ διαβάσουμε ὅλη τὴν καρδιά τους
σὰ νὰ διαβάζουμε πρώτη φορὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.

VI

Ἔτσι μὲ τὸν ἥλιο κατάστηθα στὸ πέλαγο ποὺ ἀσβεστώνει τὴν ἀντικρυνὴ πλαγιὰ τῆς μέρας
λογαριάζεται διπλὰ καὶ τρίδιπλα τὸ μαντάλωμα καὶ τὸ βάσανο τῆς δίψας
λογαριάζεται ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ἡ παλιὰ λαβωματιὰ
κ᾿ ἡ καρδιὰ ξεροψήνεται στὴν κάψα σὰν τὰ βατικιώτικα κρεμμύδια μπρὸς στὶς πόρτες.
Ὅσο πᾶνε τὰ χέρια τους μοιάζουνε πιότερο τὸ χῶμα
ὅσο πᾶνε τὰ μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τὸν οὐρανό.
Ἀδείασε τὸ κιοῦπι μὲ τὸ λάδι. Λίγη μοῦργα στὸν πάτο. Κι ὁ ψόφιος ποντικός.
Ἀδείασε τὸ κουράγιο τῆς μάνας μαζὶ μὲ τὸ πήλινο κανάτι καὶ τὴ στέρνα.
Στυφίζουν τὰ οὖλα της ἐρμιᾶς ἀπ᾿ τὸ μπαροῦτι.
Ποῦ λάδι τώρα πιὰ γιὰ τὸ καντῆλι τῆς Ἁγιὰ-Βαρβάρας
ποῦ δυόσμος πιὰ νὰ λιβανίσει τὸ μαλαματένιο κόνισμα τοῦ δειλινοῦ
ποῦ μία μπουκιὰ ψωμὶ γιὰ τὴ βραδιά-ζητιάνα νὰ σοῦ παίξει τὴν ἀστρομαντινάδα της στὴ λύρα.
Στὸ πάνου κάστρο τοῦ νησιοῦ στοιχειῶσαν οἱ φραγκοσυκιὲς καὶ τὰ σπερδούκλια.
Τὸ χῶμα ἀνασκαμμένο ἀπὸ τὸ κανονίδι καὶ τοὺς τάφους.
Τὸ γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο μὲ οὐρανό. Δὲν ἔχει πιὰ καθόλου τόπο
γιὰ ἄλλους νεκρούς. Δὲν ἔχει τόπο ἡ λύπη νὰ σταθεῖ νὰ πλέξει τὰ μαλλιά της.
Σπίτια καμένα ποὺ ἀγναντεύουν μὲ βγαλμένα μάτια τὸ μαρμαρωμένο πέλαγο
κ᾿ οἱ σφαῖρες σφηνωμένες στὰ τειχιὰ
σὰν τὰ μαχαίρια στὰ παΐδια τοῦ Ἁγίου ποὺ τὸν δέσανε στὸ κυπαρίσσι.
Ὅλη τὴ μέρα οἱ σκοτωμένοι λιάζονται ἀνάσκελα στὸν ἥλιο.
Καὶ μόνο σὰ βραδιάζει οἱ στρατιῶτες σέρνονται μὲ τὴν κοιλιὰ στὶς καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν μὲ τὰ ρουθούνια τὸν ἀγέρα ἔξω ἀπ᾿ τὸ θάνατο
ψάχνουνε τὰ παπούτσια τοῦ φεγγαριοῦ μασουλώντας ἕνα κομμάτι μεντζεσόλα
χτυπᾶν μὲ τὴ γροθιὰ τὸ βράχο μήπως τρέξει ὁ κόμπος τοῦ νεροῦ
μὰ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ τοῖχος εἶναι κούφιος
καὶ ξανακοῦν τὸ χτύπημα μὲ τοὺς πολλοὺς γύρους ποὺ κάνει ἡ ὀβίδα πέφτοντας στὴ θάλασσα
κι ἀκοῦν ἀκόμα μία φορὰ τὸ σκούξιμο τῶν λαβωμένων μπρὸς στὴν πύλη.
Ποῦ νὰ τραβήξεις; Σὲ φωνάζει ὁ ἀδερφός σου.
Χτισμένη ἡ νύχτα ὁλόγυρα ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους ξένων καραβιῶν.
Κλεισμένοι οἱ δρόμοι ἀπ᾿ τὰ ντουβάρια.
Μόνο γιὰ τὰ ψηλὰ εἶναι ἀκόμα δρόμος.
Κι αὐτοὶ μουντζώνουν τὰ καράβια καὶ δαγκώνουνε τὴ γλῶσσα τους
ν᾿ ἀκούσουνε τὸν πόνο τους ποὺ δὲν ἔγινε κόκκαλο.
Ἀπάνω στὰ μεντένια οἱ σκοτωμένοι καπετάνιοι ὀρθοὶ φρουροῦν τὸ κάστρο.
Κάτου ἀπ᾿ τὰ ροῦχα τους λυώνουν τὰ κρέατά τους. Ἐι, ἀδέρφι, δὲν ἀπόστασες;
Μπουμπούκιασε τὸ βόλι μέσα στὴν καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στὴ μασκάλη τοῦ ξερόβραχου,
ἀνάσα-ἀνάσα ἡ μοσκοβόλια λέει τὸ παραμύθι - δὲ θυμᾶσαι;
δοντιὰ-δοντιὰ ἡ λαβωματιά σου λέει τὴ ζωή,
τὸ χαμομήλι φυτρωμένο μὲς στὴ λίγδα τοῦ νυχιοῦ σου στὸ μεγάλο δάχτυλο τοῦ ποδαριοῦ
σοῦ λέει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου.
Πιάνεις τὸ χέρι. Εἶναι δικό σου. Νοτισμένο ἀπ᾿ τὴν ἁρμύρα.
Δικιά σου ἡ θάλασσα. Σὰν ξερριζώνεις τρίχα ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τῆς σιωπῆς
στάζει πικρὸ τὸ γάλα τῆς συκιᾶς. Ὅπου καὶ νᾶσαι ὁ οὐρανὸς σὲ βλέπει.
Στρίβει στὰ δάχτυλά του ὁ ἀποσπερίτης τὴν ψυχή σου σὰν τσιγάρο
ἔτσι νὰ τὴ φουμάρεις τὴν ψυχή σου ἀνάσκελα
βρέχοντας τὸ ζερβί σου χέρι μὲς στὴν ξαστεριὰ
καὶ στὸ δεξί σου κολλημένο τὸ ντουφέκι-ἀρραβωνιαστικιά σου
νὰ θυμηθεῖς πὼς ὁ οὐρανὸς ποτέ του δὲ σὲ ξέχασε
ὅταν θὰ βγάζεις ἀπ᾿ τὴ μέσα τσέπη τὸ παλιό του γράμμα
καὶ ξεδιπλώνοντας μὲ δάχτυλα καμένα τὸ φεγγάρι θὰ διαβάζεις λεβεντιὰ καὶ δόξα.
Ὕστερα θ᾿ ἀνεβεῖς στὸ ψηλὸ καραοῦλι τοῦ νησιοῦ σου
καὶ βάζοντας καψοῦλι τὸ ἄστρο θὰ τραβήξεις μία στὸν ἀέρα
πάνου ἀπὸ τὰ τειχιὰ καὶ τὰ κατάρτια
πάνου ἀπὸ τὰ βουνὰ ποὺ σκύβουν σὰ φαντάροι πληγωμένοι
ἔτσι μόνο καὶ μόνο νὰ χουγιάξεις τὰ στοιχειὰ καὶ νὰ τρυπώσουν στὴν κουβέρτα τοῦ ἴσκιου -
θὰ ρίξεις μίαν ἴσα στὸν κόρφο τ᾿ οὐρανοῦ νὰ βρεῖς τὸ γαλανὸ σημάδι
σάμπως νὰ βρίσκεις πάνου ἀπ᾿ τὸ πουκάμισο τὴ ρώγα τῆς γυναίκας ποὺ αὔριο θὰ βυζαίνει τὸ παιδί σου
σάμπως νὰ βρίσκεις ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια τὸ χεροῦλι τῆς ἐξώπορτας τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ σου.

VII

Τὸ σπίτι, ὁ δρόμος, ἡ φραγκοσυκιά, τὰ φλούδια τοῦ ἥλιου στὴν αὐλὴ ποὺ τὰ τσιμπολογᾶν οἱ κόττες.
Τὰ ξέρουμε, μᾶς ξέρουνε. Δῶ χάμου ἀνάμεσα στὰ βάτα
ἔχει ἡ δεντρογαλιὰ παρατημένο τὸ κίτρινο πουκάμισό της.
Δῶ χάμου εἶναι ἡ καλύβα τοῦ μερμηγκιοῦ κι ὁ πύργος τῆς σφήγκας μὲ τὶς πολλὲς πολεμίστρες,
στὴν ἴδια ἐλιὰ τὸ τσόφλι τοῦ περσινοῦ τζίτζικα κ᾿ ἡ φωνὴ τοῦ φετεινοῦ τζίτζικα,
στὰ σκοῖνα ὁ ἴσκιος σου ποὺ σὲ παίρνει ἀπὸ πίσω σὰ σκυλὶ ἀμίλητο, πολὺ βασανισμένο,
πιστὸ σκυλὶ - τὰ μεσημέρια κάθεται δίπλα στὸ χωματένιον ὕπνο σου μυρίζοντας τὶς πικροδάφνες
τὰ βράδια κουλουριάζεται στὰ πόδια σου κοιτάζοντας ἕνα ἄστρο.
Εἶναι μία σιγαλιὰ ἀπὸ ἀχλάδια ποὺ μεγαλώνουνε στὰ σκέλια τοῦ καλοκαιριοῦ
μία νύστα ἀπὸ νερὸ ποὺ χαζεύει στὶς ρίζες τῆς χαρουπιᾶς -
ἡ ἄνοιξη ἔχει τρία ὀρφανὰ κοιμισμένα στὴν ποδιά της
ἕναν ἀϊτὸ μισοπεθαμένο στὰ μάτια της
καὶ κεῖ ψηλὰ πίσω ἀπὸ τὸ πευκόδασο
στεγνώνει τὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἅη-Γιαννιοῦ τοῦ Νηστευτῆ
σὰν ἄσπρη κουτσουλιὰ τοῦ σπουργιτιοῦ σ᾿ ἕνα πλατὺ φύλλο μουριᾶς ποὺ τὴν ξεραίνει ἡ κάψα.
Ἐτοῦτος ὁ τσοπάνος τυλιγμένος τὴν προβιά του
ἔχει σὲ κάθε τρίχα τοῦ κορμιοῦ ἕνα στεγνὸ ποτάμι
ἔχει ἕνα δάσος βελανιδιὲς σὲ κάθε τρῦπα τῆς φλογέρας του
καὶ τὸ ραβδί του ἔχει τοὺς ἴδιους ρόζους μὲ τὸ κουπὶ ποὺ πρωτοχτύπησε τὸ γαλάζιο του Ἑλλήσποντου.
Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Ἡ φλέβα τοῦ πλάτανου
ἔχει τὸ αἷμα σου. Καὶ τὸ σπερδοῦκλι τοῦ νησιοῦ κ᾿ ἡ κάπαρη.
Τὸ ἀμίλητο πηγάδι ἀνεβάζει στὸ καταμεσήμερο
μία στρογγυλὴ φωνὴ ἀπὸ μαῦρο γυαλὶ κι ἀπὸ ἄσπρο ἄνεμο
στρογγυλὴ σὰν τὰ παλιὰ πιθάρια - ἡ ἴδια πανάρχαιη φωνή.
Κάθε νύχτα τὸ φεγγάρι ἀναποδογυρίζει τοὺς σκοτωμένους
ψάχνει τὰ πρόσωπά τους μὲ παγωμένα δάχτυλα νὰ βρεῖ τὸ γιό του
ἀπ᾿ τὴν κοψιὰ τοῦ σαγονιοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τὶς τσέπες τους. Πάντα κάτι θὰ βρεῖ. Κάτι βρίσκουμε.
Ἕνα κλειδί, ἕνα γράμμα, ἕνα ρολόι σταματημένο στὶς ἑφτά. Κουρντίζουμε πάλι τὸ ρολόι. Περπατᾶνε οἱ ὧρες.
Ὅταν μεθαύριο λυώσουνε τὰ ροῦχα τους καὶ μείνουνε γυμνοὶ ἀνάμεσα στὰ στρατιωτικὰ κουμπιά τους
ἔτσι ποὺ μένουν τὰ κομμάτια τ᾿ οὐρανοῦ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ καλοκαιριάτικα ἄστρα
τότε μπορεῖ νὰ βροῦμε τ᾿ ὄνομά τους καὶ μπορεῖ νὰ τὸ φωνάξουμε: ἀγαπῶ.
Τότε. Μὰ πάλι αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ μακρινά.
Εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ κοντινά, σὰν ὅταν πιάνεις στὸ σκοτάδι ἕνα χέρι καὶ λὲς καλησπέρα
μὲ τὴν πικρὴ καλογνωμιὰ τοῦ ξενητεμένου ὅταν γυρνάει στὸ πατρικό του
καὶ δὲν τὸν γνωρίζουνε μήτε οἱ δικοί του, γιατὶ αὐτὸς ἔχει γνωρίσει τὸ θάνατο
κ᾿ ἔχει γνωρίσει τὴ ζωὴ πρὶν ἀπ᾿ τὴ ζωὴ καὶ πάνου ἀπὸ τὸ θάνατο
καὶ τοὺς γνωρίζει. Δὲν πικραίνεται. Αὔριο, λέει. Κ᾿ εἶναι σίγουρος
πῶς ὁ δρόμος ὁ πιὸ μακρινὸς εἶναι ὁ πιὸ κοντινὸς στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι τὸν φιλάει στὸ λαιμὸ μὲ κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου του ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριά του
μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῶν δέντρων καὶ τῶν ἄστρων καὶ τῶν ἀδελφῶν.


Γιάννης Ρίτσος - Φεύγοντας ἀπ᾿ τὴ Μονοβασιά

Πανάρχαιες ἐλιές, κούφιοι κορμοὶ συστραμμένοι·
τὸ δύστυχο σταχτί· τὸ καπνισμένοι κίτρινο·
ἴσκιοι τῶν σύννεφων στοὺς ἀπέναντι λόφους.
Ἔρχεται ὑπάκουο τὸ μακρινό, σὲ κοιτάει ἀπ᾿ τὸ πλάι·
ξεχνᾶς ἐκεῖνο πού ῾θελες νὰ τοῦ ζητήσεις· τὸ χέρι σου
ἀφηρημένο περπατᾶ στὴ μαλακιὰ ράχη τοῦ ζώου.
Ἦταν αὐτό; Καὶ τί ἦταν; Ἀντεστραμμένος χρόνος;
Οἱ γριὲς τυλίγουνε τὰ πόδια τους μ᾿ ἐφημερίδες,
τὰ δένουνε μὲ σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, -
ὦ, σιωπηλὴ διάρκεια· καθόμαστε χάμου στὸ χῶμα
μ᾿ ἕνα καλάθι φραγκόσυκα, μὲ τό ῾να παπούτσι τοῦ δρομέα, -
κι αὐτὴ ἡ ἐπίμονη γυναίκα, ἡ ἀποστεωμένη, ἡ ἄγρια,
κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο, μέσ᾿ στὴν πεισμωμένη λάμψη,
κρατώντας στὰ δύο χέρια της τὸ ἀπαρηγόρητο βρέφος.Τότε ἀκριβῶς ἦταν ποὺ μάθαμε πὼς τίποτα δὲν εἶχε χαθεῖ.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου