http://www.proz.com/profile/3341470

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (1899-1944), ''Φεγγαράκι ἀληθινὸ βγαίνει πίσω ἀπ᾿ τὸ βουνό. Μιὰ φωνὴ τραγουδιστὴ στὰ σοκάκια κελαηδεῖ, κάποιο ἀγόρι περπατεῖ, καὶ γλυκὰ τὸ τραγουδεῖ. «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου νὰ περπατῶ. Φεγγαράκι μου καλό, χαϊδεμένο κι ἁπαλὸ φέγγε μέσα στὴν αὐλή, φέγγε στ᾿ ἄσπρα μας σκαλιά, τοῦ τζαμιοῦ μας τὸ γυαλί, στοῦ παπποῦ τ᾿ ἄσπρα μαλλιά, φεγγαράκι μου λαμπρό, χαρωπό, λυπητερό». Φεγγαράκι ἀληθινό, συργιανᾶ στὸν οὐρανό. Τὸ τραγούδι τὸ γλυκὸ σβήνει μὲς τὴ γειτονιά. Τὸ παιδί, περαστικό, θἄχει στρίψει ἀπ᾿ τὴ γωνιά. Φεγγαράκι μου λαμπρό, σ᾿ ἀγαπῶ σὰ θησαυρό. ''

In Memoriam: Τέλλος Άγρας – offlinepost

Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου, Καλαμπάκα 1899 - Αθήνα 12 Νοεμβρίου 1944) ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας.

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Τέλλος Άγρας γεννήθηκε στην Καλαμπάκα, όπου υπηρετούσε τότε ως σχολάρχης ο πατέρας του Γεώργιος Ιωάννου. Η μητέρα του λεγόταν Ειρήνη Βλάχου, ενώ ο μικρότερος αδερφός του Χρήστος. Το 1899 όλη η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και από εκεί το 1906 στο Λαύριο, όπου ο ποιητής τελείωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο. Το 1916 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου έλαβε το πτυχίο του το 1923. Το 1924 εργάστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας και Τουρισμού. Το 1927 διορίστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέση στην οποία παρέμεινε έως το θάνατό του.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1938, ο Τέλλος Άγρας μετακόμισε μαζί με τη μητέρα του στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στην οδό Αγαθουπόλεως, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής χειροτέρεψε η ευαίσθητη κατάσταση της υγείας του. Στις 11 Οκτωβρίου 1944, τραυματίζεται από αδέσποτη σφαίρα των αλληλοσυγκρουόμενων Ταγμάτων Ασφαλείας και του ΕΑΜ στον αστράγαλο, μεταφέρεται στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου τελικά πεθαίνει το Νοέμβριο από σηψαιμία.

Συγγραφική δραστηριότητα

Η συγγραφική δραστηριότητα του Τέλλου Άγρα ξεκίνησε το 1907 όταν αλληλογραφούσε ως συνδρομητής του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων ενώ από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά πλέον στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών του περιοδικού με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Το Μάιο του 1923, όταν δηλαδή τέλειωσε τη Νομική, γράφει στη Διάπλαση των Παίδων το πεζογράφημα «Αποχαιρετισμός». Συνεργάζεται και με άλλα περιοδικά, όπως με τη Λύρα, τον Βωμό, τους Νέους κ.ά.
Το 1918 βραβεύεται στο Σεβαστοπούλειο Διαγωνισμό, ενώ κερδίζει και βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Εσπερία στο Λονδίνο. Το 1921 έδωσε διάλεξη για τον Καβάφη στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου. Την ίδια χρονιά μεταφράζει τις Στροφές του γαλλόφωνου Έλληνα ποιητή Ζαν Μορεάς (Jean Moreas).
Ο Τέλλος Άγρας έγραψε κυρίως ποίηση και κριτική λογοτεχνίας. Συχνά έγραφε και στο περιοδικό "Νέα Εστία", της οποίας διετέλεσε και αρχισυντάκτης για ένα διάστημα, ενώ δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά "Ελληνικά Γράμματα""Νέα Ζωή", "Αλεξανδρινή Τέχνη""Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου" και σε πολλά άλλα έντυπα καθώς και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού (1928).
Το 1934 κυκλοφόρησαν Τα βουκολικά και τα εγκώμια, η πρώτη ποιητική του συλλογή και το 1939 η δεύτερη με τίτλο Καθημερινές, που τιμήθηκε το 1940 με το " Α΄Κρατικό Βραβείο Ποίηση.
Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τους: Νένα ΒενετσάνουΟρφέα ΠερίδηΝότη Μαυρουδή και Γιάννη Σπανό.

Απόψεις - Κρίσεις για το έργο του

  • «Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους Έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (ΚαρυωτάκηςΚλέων ΠαράσχοςΝαπολέων ΛαπαθιώτηςΚώστας Ουράνης κ.ά.). Το ποιητικό του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού ( Moreas, Laforgue, Verlain, Mallarme, Baudelaire κ.ά.), αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, το Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Κινήθηκε στα πλαίσια της εσωτερικότητας, της μελαγχολίας, της νοσηρότητας και της απαισιοδοξίας των συγχρόνων του, υιοθέτησε την ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, ωστόσο παράλληλα χάρη στη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια αρνήθηκε να παραδοθεί στην απελπισία και αγωνίστηκε να κρατηθεί από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.»
    »Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αξία του κριτικού του έργου που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευαισθησία, βαθιά γνώση της φιλοσοφίας και επαρκή ενημέρωση για τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές θεωρίες της λογοτεχνίας και τον τοποθετεί στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης.
    » (www.ekebi.gr)

Εργογραφία

Ποίηση

  • Τα βουκολικά και τα εγκώμια - Το φθινοπωρινό ειδύλλιο - Βουκολικά - Μεταφράσεις - Τα Εγκώμια - Παραφωνίες - Σπουδές - Μπαλάντες - Καθημερινές (1917-1924), εκδ. Δημητράκος, Αθήνα 1934.
  • Καθημερινές - Το σπίτι κ' η γειτονιά - Αττική - Αγάπη (1923-1930), εκδ. Δημητράκος, Αθήνα χ.χ.
  • Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας, επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, εκδ. Φέξης, Αθήνα 1965.
  • Επιλογή απ' τα ποιήματα, εκδ. Ερμής, 1996.
  • Τα ποιήματα, τόμος Α΄, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 2014.

Κριτική

Μεταφράσεις

  • Moreas Jean, Οι Στροφές, εκδ. Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1921.
  • Moreas Jean, Επιλογή από το ποιητικό του έργο, εκδ. Ζηκάκης, Αθήνα 1926.
  • Verlaine Paul, Νυχτερινή φαντασία, εκδ. Ποταμός, 2003.

Αλληλογραφία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • Δετζώρτζης Νάσος, Μια ανά-γνωση του Τέλλου Άγρα. Αθήνα, εκδ. Γαβριηλίδης, 1997.
  • Ζήρας Αλέξης, «Άγρας Τέλλος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1983.
  • Στασινοπούλου Μαρία, «Χρονολόγιο Τέλλου Άγρα», περιοδικό Διαβάζω 104, 17/10/1984, σελ. 14-21.
  • Στεργιόπουλος Κώστας, «Τα Κριτικά του Άγρα και τα εκδοτικά τους προβλήματα», εκδ. Ερμής, Αθήνα 

Πρώτη μέρα στὸ σχολειό

«Τόση βιάση καὶ σπουδή;
Γιὰ ποῦ πᾶς, καλὸ παιδί;
Κίνησες νωρὶς-νωρὶς
καὶ τρεχάτος προχωρεῖς;
Στάσου δὰ νὰ διασκεδάσεις
μὲ τὶς ὀμορφιὲς τῆς Πλάσης!
Κόψε ἀπ᾿ τὰ περβόλια πάλι
τοῦ χινόπωρου τὰ κάλλη!»
«Νὰ σταθῶ; Δὲν εὐκαιρῶ,
γιατὶ πάω στὸ φτερό.
Καὶ ποῦ πάω, νὰ στὸ πῶ;
Στὸ σχολειό μου π᾿ ἀγαπῶ!
Ἄνοιξε γιὰ πρώτη μέρα.
Βλέπεις τὰ παιδιὰ ἐκεῖ πέρα;
Ἔχουν μόνα τους ταιριάξει
χωριστὰ κάθε μιὰ τάξη».
«Εἶσαι, βλέπω, μαθητής.
Μὰ στὸν ὦμο τὶ κρατεῖς,
ποὺ μὲ τὴ ματιὰ τὴν πρώτη
σ᾿ ἔκαμα γιὰ στρατιώτη;»
«Εἶναι τ᾿ ἄρματά μου αὐτά,
τ᾿ ἀκριβά τ᾿ ἀγαπητά:
Τὸ κοντύλι μου κι ἡ πλάκα,
τὸ βιβλίο μου στὴ σάκα.
Κι ἔλα πιὰ νὰ σὲ χαρῶ,
μὲ ρωτᾶς κι ἀργοπορῶ...
Εἶναι ἡ ὥρα περασμένη,
ἄκου, ὁ κώδωνας σημαίνει.

Χριστούγεννα

Ὄξω πέφτει ἀδιάκοπα καὶ πυκνὸ τὸ χιόνι,
κρύα καὶ κατασκότεινη κι ἀγριωπὴ ἡ νυχτιά.
Εἶναι ἡ στέγη ὁλόλευκη, γέρνουν ἄσπροι κλῶνοι,
μὲς τὸ τζάκι ἀπόμερα ξεψυχᾶ ἡ φωτιά...
Τρέμει στὰ εἰκονίσματα τὸ καντήλι πλάγι
καὶ φωτάει στὴ σκυθρωπή, στὴ θαμπὴ ἐμορφιά.
Νὰ ἡ φάτνη, οἱ ἄγγελοι κι ὁ Χριστὸς κι οἱ Μάγοι
καὶ τὸ ἀστέρι ὁλόλαμπρο μὲς στὴ συννεφιά!
Κι οἱ ποιμένες, ποὺ ἔρχονται γύρω ἀπὸ τὴ στάνη
κι ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ στὸ Χριστὸ μπροστά.
Τὸ μικρὸ τὸ εἰκόνισμα ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ φτάνει,
μαζεμένα ὅλα μαζὶ καὶ σφιχτὰ-σφιχτά.
Πέφτει ἀκόμη ἀδιάκοπο κι ἄφθονο τὸ χιόνι,
ὅλα ξημερώνονται μ᾿ ἄσπρη φορεσιὰ
στὸν ἀγέρα ἀντιλαλοῦν τοῦ σημάντρου οἱ στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει ἡ ἐκκλησιά...

Εἶδα χθὲς βράδυ στ᾿ ὄνειρό μου

Εἶδα χθὲς βράδυ στ᾿ ὄνειρό μου,
τὸ γεννημένο μας Χριστό,
τὰ βόδια ἐπάνω Του ἐφυσοῦσαν,
ὅλο τὸ χνῶτο τους ζεστό.
Τὸ μέτωπό Του ἦταν σὰν ἥλιος,
καὶ μέσα ἡ φάτνη φτωχική,
ἄστραφτε πιὸ καλὰ ἀπὸ μέρα,
μὲ κάποια λάμψη μαγική.
Στὰ πόδια Του ἔσκυβαν οἱ Μάγοι,
κι ἔμοιαζε τ᾿ ἄστρο ἀπὸ ψηλά,
πὼς θὰ καθήσει σὰν κορώνα,
στῆς Παναγίτσας τὰ μαλλιά.
Βοσκοὶ πολλοὶ καὶ βοσκοποῦλες,
τὸν προσκυνοῦσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι Ἄγγελοι ἐστεκόνταν,
κι ἔψελναν γύρω του «ὠσαννά».
Μὰ κι ἀπὸ Ἀγγέλους κι ἀπὸ Μάγους,
δὲ ζήλεψα ἄλλο πιὸ πολύ,
ὅσο τῆς Μάννας Του τὸ στόμα,
καὶ τὸ ζεστὸ-ζεστὸ φιλί.

Ἁμάξι στὴ βροχή

Ὧρα προσμένει μοναχὴ
ἡ ἅμαξα κάτω ἀπ᾿ τὴ βροχή,
καὶ δὲν τὴ μέλει,
κι εἶναι σὰ νὰ τὴν τυραννᾶ
πιότερη ἡ ξένη γειτονιὰ
ποὺ δὲν τὴ θέλει.
Τ᾿ ἀλογατάκια της, σιμά,
κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴδιο μουσαμὰ
κάνουν καρτέρι,
στὸν τόπο αὐτόν, τὸν θλιβερό,
πρᾶμα δὲ μένει ἀπὸ καιρό,
νὰ τὄχουν ταίρι.
Γρίλιες δὲν εἶναι, μήτε αὐλὲς
περικοκλάδες βαθουλές,
δὲν ἔμειν᾿ ἕνα
ἀπ᾿ τὰ φανάρια στὴ σειρὰ
μὲ τὰ δυὸ μπρούτζινα φτερά,
τὰ σταυρωμένα.
Τ᾿ ἀνώφλια ἐπέσαν κι οἱ ἀγκωνιὲς
κι οἱ ἀνεμοπέραστες, στενές,
οἱ γαλαρίες
κι ἔφυγαν ἔντρομες, πολλὲς
κι οἱ θύμησες, σὰν τὶς καλές,
σεμνὲς κυρίες.
Ἄδεια βιτόρια καὶ φτωχή,
πάρε μου ἐμένα τὴν ψυχή,
πάρε με ἐμένα
γιὰ ταξιδιώτη σου, κι εὐθὺς
πᾶμε, ὅθε κίνησες νὰ ῾ρθεῖς:
στὰ Περασμένα.

Φεγγαράκι

Φεγγαράκι ἀληθινὸ
βγαίνει πίσω ἀπ᾿ τὸ βουνό.
Μιὰ φωνὴ τραγουδιστὴ
στὰ σοκάκια κελαηδεῖ,
κάποιο ἀγόρι περπατεῖ,
καὶ γλυκὰ τὸ τραγουδεῖ.
«Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου νὰ περπατῶ.
Φεγγαράκι μου καλό,
χαϊδεμένο κι ἁπαλὸ
φέγγε μέσα στὴν αὐλή,
φέγγε στ᾿ ἄσπρα μας σκαλιά,
τοῦ τζαμιοῦ μας τὸ γυαλί,
στοῦ παπποῦ τ᾿ ἄσπρα μαλλιά,
φεγγαράκι μου λαμπρό,
χαρωπό, λυπητερό».
Φεγγαράκι ἀληθινό,
συργιανᾶ στὸν οὐρανό.
Τὸ τραγούδι τὸ γλυκὸ
σβήνει μὲς τὴ γειτονιά.
Τὸ παιδί, περαστικό,
θἄχει στρίψει ἀπ᾿ τὴ γωνιά.
Φεγγαράκι μου λαμπρό,
σ᾿ ἀγαπῶ σὰ θησαυρό.

Λουλούδια κατὰ γῆς

Ἦταν στὶς δόξες τῶν περιβολιῶν
κι ἡ ὥρα τῶν ταξιδιάρικων πουλιῶν,
κι οἱ ἄξαφνες οἱ ἀνάσες, οἱ μισές,
ποὺ εὐκολοκατελοῦν τὶς φυλλωσιές.
Στὸ ἄφραχτο χαμοκάλυβο μπροστά,
λουλούδια ἐσυγκομίζαν σωριατά,
λουλούδια σωρευτά, λογῆς-λογῆς,
χυμένα ἀπὸ πανέρια κατὰ γῆς.
Μὲ τὰ μάτια τὰ φίλησα, πολύ...
Ψυχὴ σιμά μου. Μόνο στὴν αὐλὴ
περιδιάβαζε ἀργὴ περπατησιὰ
καὶ τὴν τύλιγε ἡ ἄκρα μοναξιά.
Κι ἔτσι ἤθελα ἡ θωριά τους μοναχὴ
ν᾿ ἀφήσω νὰ μοῦ πιεῖ ἀπ᾿ τὴν ψυχή...
Μὰ οἱ μνῆμες ἀναζήσανε σ᾿ αὐτὰ
τὰ λουλούδια τὰ χρωματιστά...
Ἔγνοιες, ἀδημονίες, μεταγνωμοί,
μελίσσι ὅλα προστρέξαν στὴ στιγμή,
σὰ νἆταν μαγεμένα ἀπ᾿ τὸν Καιρό,
καθόταν στὰ λουλούδια, ἕνα σωρό.
Τοῦ περβολιοῦ τὸ κέντημα σπαρτὸ
πίκρα καὶ συννεφιὰ ἔγινε μεστό,
κι ἔγιναν τὰ κοτσάνια του σκληρὲς
μύτες, καρφιά, πληγὲς αἱματηρές.
Ἀναποδογυρίστηκε ἡ χαρὰ
βγῆκε ἡ θλίψη, ἀκόμα μιὰ φορά.
Κι ἐστάθηκαν, μακρότατη γραμμή,
θλιμμένα ρόδα διάφανοι καημοί.
Μὰ ἂς εἶναι, ὅταν, στὸν κάμπο τὸ βαθύ,
βουρκώσει ἀστραποβρόχι καὶ χυθεῖ,
κι ὅταν οἱ ἀνέμοι κλάψουνε γοερά,
ποιὸς θὰ μοῦ κλέψει τότε ἀπ᾿ τὴ χαρά;

Καθημερινές

Φτωχογειτονιές, ἔρημες γωνιές,
ἔρημες καρδιές, ψύχρες, παγωνιές,
πού, σὲ μουδιασμένη Κυριακή,
στέκει καὶ σᾶς κλαίει θλιμμένη μουσική!
Προσωπάκια ποὺ ἔφεξαν, δειλὰ
στόματα ποὺ ἡ πίκρα τὰ σφαλᾷ,
ποὺ δὲν ξέρουνε ποτὲς φιλὶ θερμὸ
ἄλλο ἀπὸ τὸν ὕστατο ἀσπασμό,
χέρια κέρινα, παρακαλεστικὰ
ζητιανεύοντας ἀνάξια ψυχικά,
καὶ κομμένα μάτια κι ἰσκιερά-
ὢ σκουντήματα ὡς θανάτου θλιβερά!
Θάνατο κι ἐσὺ ζωσμένο, μοναχό,
ἄμοιρο, ἀψηλὸ Τριαντάφυλλο φτωχό,
ποὺ ἀντὶς νά ῾φεγγες τὴ ρόδινη χαρά,
μοιάζει ν᾿ ἅγιασες ἀπὸ τὴ συμφορά,
γέρνει ἡ ὄψη σου, γέρνει καὶ προσκυνᾷ
τὰ Ἐπιτάφια τὰ καθημερινά...
Φτωχογειτονιές, ἔρημες γωνιές,
καμωμένες γιὰ τὶς μαῦρες παγωνιές,
καμωμένες γιὰ τὶς ἄταφες ψυχές,
καθημερινὲς ψυχὲς καὶ μοναχές,
γιὰ τὰ λείψανα καὶ γιὰ τὶς Κυριακὲς
τῆς ψυχῆς μου, ἐσεῖς πατρίδες μυστικές!
Τῆς ψυχῆς μου ποὺ εἶναι κρύα, καὶ μοιάζει σὰ
δίσκος μὲ σταυρὸ καὶ κόλλυβα χρυσὰ
καὶ στὴ μέση ἕν᾿ ἁγιοκέρι, ταπεινά,
στῆς Ἀγάπης τὰ μνημόσυνα ἀγρυπνᾷ.

Τριαντάφυλλα μιανῆς μέρας

Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας τ᾿ Ἅη Γιωργιοῦ,
στὰ κοριτσίστικα τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ,
τριαντάφυλλα δικά σου καὶ νὰ τὰ κρατεῖς,
σὰν ἀναπάντεχο καλὸ μεσοστρατίς!
Τὰ πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,
πολύδιπλα, πολύφυλλα, ἀνοιχτά!
τ᾿ ἀγέρι τὰ συγκρούει, τ᾿ ἀγέρι τὸ ψιλό,
καὶ γιὰ ξεφύλλισμα τ᾿ ἀνοίγει ἀπατηλό...
Ἄνοιξη ἡ γειτονιὰ κι ἡ μέρα ζωγραφιά!
Πολὺ ἦταν ν᾿ ἀξιωθῶ παρόμοιαν ὀμορφιά,
-τριαντάφυλλο τὸ στόμα μου τριανταφυλλὶ
τ᾿ ἄνθια τ᾿ ἁμαρτωλὰ στὸ στόμα νὰ φιλεῖ.
(Γίνεται νὰ χωρεῖς τριαντάφυλλο, χωρὶς
τριαντάφυλλο καὶ σὺ στὸ στόμα νὰ φορεῖς;
Κι ἂν γεύτηκες ποτὲ πιοτὸ δροσιστικό,
γιὰ στόμα εἶχες κι ἐσὺ τριαντάφυλλο γλυκό).
Ποτὲς τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου μπροστὰ
δὲ μὲ μαρτύρησαν ὅσο στὰ ρόδα αὐτά,
-γιατί ἤσουν ἕνα ἐσύ, μ᾿ αὐτά, κι ἐσὺ μαζί,
καὶ γιατί ἀπάνω τους μεγάλωνες κι ἐσύ.
Γιατὶ τὸ μάντεψα ποιὰν εἶχαν ἀφορμὴ
στὸ δρόμο οἱ πηγαιμοί, στὸ δρόμο κι οἱ ἐρχομοί,
τὰ εὔκαιρα γόνατα-γιὰ τρέξιμο γοργά-
τὰ εὔκαιρα ποὺ ἔπαιζαν τὰ γόνατα ζυγά,
στὸ δρόμο ἢ σ᾿ ἀψηλὸ μπαλκόνι ἀντικρυνό-
-ὢ ἀγάπη τῶν δεκάξι μου χρονῶ.

Τῆς ζωῆς τὰ ρόδα

Νά το, ἀψηλὰ κι ἀπὸ μακρυά,
τὸ παραμύθι τοῦ βορριᾶ!
μὲς τὰ τετράγωνα τὰ μόνα
τὸ παραμύθι τοῦ χειμῶνα.
Κι ἐγὼ τοῦ δρόμου τὸ θολὸ
τὸ μαῦρο σύννεφο φιλῶ
κι εἶμαι, στὰ τρίστρατα τὰ μόνα
τὸ παραμύθι τοῦ χειμῶνα.
Νά το ἀψηλά, νά το μακρυὰ
τὸ παραμύθι τοῦ βορριᾶ!
Ποῦ θά ῾βρω ἐδῶθε, ἄχ! πές μου ξένε,
τὴ ζέστα, ἀγάπη ποὺ τὴ λένε;
Ἐγὼ ποὺ χρόνια κατοικῶ
τὸν δρόμο τὸν ἀγερικό,
πρώτη φορὰ εἶναι ποὺ φοβᾶμαι
μὲ τὸ χειμῶνα ἀπόψε νά ῾μαι...
πρώτη νά φορὰ νὰ πιστευτῶ
τέτοιο ἀκριβό, τέτοιο γραφτὸ
τὸ πῶς ἡ μοῖρα μ᾿ ἔχει κάμει
μιὰ πεταλούδα γιὰ τὸ τζάμι.
Μὰ ἰδές: Γοργὸ κι ἀληθινὸ
κορίτσι βγῆκε ἀπ᾿ τὸ στενὸ
μὲς τὸ φουστάνι ὁποῦ ἀναδεύει
τὰ δυό της πόδια ἀνακατεύει,
γυμνὰ δυὸ πόδια καὶ χυτὰ
καὶ μὲ τί τέχνη εἶναι χτιστά,
καθὼς ὁ ἀγέρας τὰ ξεντύνει,
μὲ τί χαρὰ κι ἐμπιστοσύνη!
Σὰν τὸ πουλὶ ποὺ ἀναπηδᾷ
ἀπὸ κλαδὶ σ᾿ ἄλλα κλαδιά,
ἐχάθηκε ὡς νὰ ξεπροβάλλει
ἀπὸ μία θύρα σὲ μίαν ἄλλη!
-Σκέτο χαρούμενο παιδί,
ποῦ σ᾿ ἔχω βρεῖ; ποῦ σ᾿ ἔχω ἰδεῖ;
δὲν εἶσαι ἡ ἀσταχτομαλλοῦσα
ποὺ χλώμιαζα ὅταν σοῦ μιλοῦσα;
Ῥόδα καὶ μῆλα μάγουλα,
μάγουλα ἀκέρια καὶ καλά,
πῶς σᾶς λαχτάρησεν ὁ τόπος
κι ὁ γερασμένος στρατοκόπος!
Γέλασε ὁ τόπος μονομιᾶς
ὡς τὴν καρδιὰ τῆς ἐρημιᾶς
κι ἀκέρια φούντωσε ἡ μαυρίλα
τῆς ζωῆς τὰ ρόδα καὶ τὰ μῆλα!

Πᾶν

Σώπα! Ὧρες-ὧρες, δὲν ἀκοῦς, βαθιὰ ἀπ᾿ τὸ περβόλι;
Θρηνοῦν οἱ ἀγροτικοὶ θεοὶ τὴν πράσινή τους σκόλη,
γιὰ εἶν᾿ οἱ φλογέρες ποῦ γλυκὰ λαλοῦν ἡ μιὰ στὴν ἄλλη;
(Στὶς στέρνες εἶναι ἡ ὄψη σου, Χινόπωρο, καὶ πάλι!)
Ὡστόσο χτὲς -ἡ ξαστεριὰ δὲ μ᾿ εἶχε ξεπλανέσει-
τὸν εἶδα: δρόμο γύρευε στῶν ἀμπελιῶν τὴ μέση:
τὸ μαδημένο του ἔτρεμε στὴ ράχη τὸ τομάρι,
κι ἐστάθη· ἀπάνω χάραζε καλόβουλο φεγγάρι.
Ξάφνω, τ᾿ αὐτὶ ἔστησε μακριά, στὴν αὔρα ποὺ διαβαίνει,
μ᾿ ἀκοὴ καὶ μάτια μίαν ἠχὼ ζητώντας νεκρωμένη.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ νυχτιὰ στὴν παγωνιὰ μουδιάζει.
Κι εὐτὺς τὴ σύριγγά του ἁρπάει, στὰ χείλη του τὴ βάζει...
Παράτονος, μὰ γλυκερός, μῖσος πνιχτὸ στὰ γέλια,
ὁ ξωτικὸς σκοπὸς κακὸ φυσοῦσε ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια,
γοερὸς σκοπός, καὶ σκόρπισεν ἄγνωρη ἀνατριχίλα...
Μὰ νὰ χορέψουν σήκωσε τὰ πεθαμένα φύλλα!

Τέλλος Άγρας “Κάποτε ξένος έρωτας ανώφελα προσμένει να ζεσταθεί απ ...

στηθάγχη: ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ – Οι αγνοημένες
Χριστουγεννιάτικη Ποίηση (Τέλλος Άγρας, 1899-1944) | www.stcloris.gr

Το φθινόπωρο του Τέλλου Αγρα - ΤΑ ΝΕΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου