http://www.proz.com/profile/3341470

Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ (1922 - 1987): «Και δεν εκφράζεται ο ποιητής ονομάζοντας τις συγκινήσεις και τις δονήσεις του, αλλά αφήνει το λόγο του να διαποτιστεί απ’ αυτές. Έτσι ο λόγος από τρόπος και στατικό μέσο έκφρασης, αποχτά δυναμικές ιδιότητες• δεν είναι παρά η ίδια η πορεία της ζωής και του πνεύματος, που σε κάθε στιγμή αυτοδημιουργείται και αυτοαποκαλύπτεται».

Ο Δημήτρης Π. Παπαδίτσας (Σάμος, 1922 - Αθήνα, 1987) ήταν Έλληνας ιατρός και ποιητής. 
Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ (1958), μετεκπαιδεύτηκε στο Μόναχο στην Ορθοπεδική και εργάστηκε ως ορθοπεδικός στην Σπάρτη, την Καλαμάτα, την Λέρο, την Πάτμο και την Αθήνα όπου και εργάστηκε σε Ίδρυμα Αναπήρων. Με μόνο κριτήριο τον τόπο γέννησης, ανθολογείται από τον Ηλία Σιμόπουλο στην «Αιγαιοπελαγίτικη ποιητική ανθολογία» ανάμεσα σε άλλους που η ποίησή τους διαπνέεται, όπως αναφέρει, από το μεσογειακό φως και το ειδυλλιακό και γραφικό τοπίο των νησιών. Πρωτοεμφανίστηκε στην λογοτεχνία με την ποιητική του συλλογή ''Το φρέαρ με τις φόρμιγγες''. Οι μελετητές της ποίησης τον κατατάσσουν στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η κατάταξη αυτή, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή των «Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» της Γ΄ Λυκείου, έχει γίνει με βάση τη χρονολογία της γέννησης των ποιητών – μέχρι δηλαδή το 1928 – καθώς και με το ότι πρωτοεμφανίστηκαν στα γράμματα μετά το 1940. Σύγχρονοί του οι: Τάκης Βαρβιτσιώτης, Άρης Δικταίος,Τάκης Σινόπουλος, Ελένη Βακαλό, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μίλτος Σαχτούρης, Νίκος Καρούζος, Τάσος Λειβαδίτης, Λίνα Κάσδαγλη,Έκτωρ Κακναβάτος κ.ά. 

Ο Ποιητής και η εποχή του 

Η πρώτη μεταπολεμική γενιά νεωτερικών ποιητών ακολουθεί αρχικά τα βήματα της γενιάς των νεωτερικών ποιητών του μεσοπολέμου. Τα βήματα δηλαδή των: Γιώργου Σεφέρη, Ανδρέα Εμπειρίκου, Νικηφόρου Βρεττάκου, Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Ρίτσου, Γιώργου Θέμελη, Γιώργου Σαραντάρη, Νίκου Εγγονόπουλου και τόσων άλλων, οι οποίοι πρώτοι έσπασαν την παράδοση της προκαθορισμένα συμμετρικής εκφοράς του ποιητικού λόγου και έγραψαν σε ελεύθερο στίχο, όπως γράφει ο Αλέξης Αργυρίου στην «Ανθολογία της Ελληνικής Ποίησης». Αυτοί λοιπόν οι δεύτεροι χρονολογικά ποιητές δε συνέχισαν απλώς ότι οι πρώτοι είχαν κατακτήσει αλλά πλούτισαν την ποίηση με τα δικά τους στοιχεία, διαμόρφωσαν τη δική τους ποιητική και τελικά διαφοροποιήθηκαν από τους προγενέστερους, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση της εικόνας που έχουμε για τη μοντέρνα ποίηση. Ιδιαίτερες ποιητικές σχολές δεν διαμορφώθηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο, γι’ αυτό μπορούμε να μιλάμε για τάσεις όπως η αντιστασιακή ή κοινωνική ποίηση, η υπαρξιακή ή μεταφυσική ποίηση και η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση στην οποία κατατάσσεται το έργο του Δ. Παπαδίτσα αφού διακρίνεται καθαρά ή επιρροή από τον Γαλλικό Υπερρεαλισμό. Στα πρώτα του ποιητικά βήματα ο Παπαδίτσας προσπάθησε να εκφράσει την αγωνία του για μια αναμόρφωση του κόσμου, μέσα από τις αντισυμβατικές γλωσσικές και θεματικές επιλογές και με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού και την αρχαιοελληνική προσωκρατική φιλοσοφία. Στην πορεία του προς την ωριμότητα οδηγήθηκε προς μια απόπειρα γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στην γήινη πραγματικότητα και το ποιητικό σύμπαν, μέσω ενός ενορατικού λόγου και με επιρροές από το ρομαντισμό του Holderlin. Την κατάταξη μιας τόσο σφαιρικής ποίησης σε καλλιτεχνικά ρεύματα και καθορισμένα καλούπια, η Ελένη Λαδιά θα τη χαρακτηρίσει σκανδαλωδώς άδικη. Αν και υποθέτει ότι «η αναφορά του ποιητή στον κατάλογο των υπερρεαλιστών γίνεται γιατί ο ίδιος έτυχε να έχει πλούσιο ασυνείδητο και γιατί συμπίπτει χρονικά μαζί τους». Ο ίδιος ο ποιητής με το πεζό του σημείωμα στην «Εναντιοδρομία» αρνείται την πραγματικότητα των υπερρεαλιστών, «γιατί αυτή στηρίζεται στο όνειρο και στο τυχαίο παιχνίδι της φαντασίας και της σκέψης». Στο εισαγωγικό του στην «Ποίηση ΙΙ» αναφέρει: «Και δεν εκφράζεται ο ποιητής ονομάζοντας τις συγκινήσεις και τις δονήσεις του, αλλά αφήνει το λόγο του να διαποτιστεί απ’ αυτές. Έτσι ο λόγος από τρόπος και στατικό μέσο έκφρασης, αποχτά δυναμικές ιδιότητες• δεν είναι παρά η ίδια η πορεία της ζωής και του πνεύματος, που σε κάθε στιγμή αυτοδημιουργείται και αυτοαποκαλύπτεται». Η πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών, ζει την εφηβεία της στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά και ανδρώνεται στα χρόνια του πολέμου, της κατοχής και του εμφύλιου. «Είναι η γενιά που αρχίζει την ποιητική της ζωή με μια βιασύνη». Χαρακτηριστικά ερμηνεύει την τάση τους ο Σεφέρης. «Η κριτική της γενιάς του μεσοπολέμου τους αντιμετώπισε με συγκατάβαση ή προσπάθησε να αποσιωπήσει το έργο τους». Ελάχιστες αναφορές και συνολικές κριτικές θεωρήσεις έχουμε μέχρι και σήμερα, παρότι δεν λείπουν από τη γενιά αυτή ποιητές κάποιου αναστήματος. «Η ποίηση αποτελεί, γι’ αυτούς, άλλοτε καταφύγιο κι άλλοτε μέσο για να δηλωθεί η άρνηση προς μια νόθα και βρώμικη πραγματικότητα. Είτε εμπνεόμενοι από τους κοινωνικούς αγώνες, είτε θέτοντας μεταφυσικές ανησυχίες• με φανατισμό ή ανεπηρέαστοι από τις ιδεολογικές διαμάχες• οι περισσότεροι ποιητές αυτής της γενιάς χρησιμοποίησαν τη γλώσσα ως μέσο για να εκφράσουν τη γύρω τους πραγματικότητα», γράφει ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Ο Παπαδίτσας γράφει για την ποίηση στο «Ως δι' εσόπτρου»: «Η ποίηση είναι η αυθεντικότερη γλώσσα, δηλαδή νηπιακή γλώσσα, όπου το πράγμα, η έκφρασή του, η ονομασία του, η περιγραφή του, ο ήχος του, η μνημιακή του ανάκληση, όλα μαζί είναι ένα. (μνημιακή ανάκληση: μια ολόκληρη διαδικασία για να ξαναμπούμε στον εαυτό μας που γνωρίζει). Κάθε ποιητής μιλάει σαν νήπιο, δηλαδή ακατανόητα για κείνους που έχουν ξεχάσει την πρώτη τους, την πιο αληθινή γλώσσα». 

 Ο Ποιητής και το έργο του

 «Η ποίησή του», αναφέρει η Ελένη Λαδιά, «μαγεύει παράξενα με τη γλωσσοπλαστική της δύναμη και τη θαυματουργή ηχητική της, που είναι ανεξάρτητη, εν πολλοίς, από την κατανόηση ή όχι του περιεχομένου». Ο «επουράνιος αυτός αντίλαλος», διαφαίνεται νωρίς και μας προϊδεάζει για «μια ποίηση που γυρεύει το ίδιο της το βάθος και πάσχει ανιχνεύουσα να απεικονίσει την ουσία της φύσης στην αιώνια ροή της», μια ποίηση που δεν μπορεί να «υπακούσει σε πρότυπα και καλλιτεχνικούς κανόνες». 
 Από τον τίτλο διαφαίνεται μια πρώτη ελπίδα συγγένειας με την αρχαία Ελλάδα και η αρχή μιας ποιητικής σχέσης διαλεκτικής που θα τελειώσει με το θάνατο του ποιητή. «Η αρχαία Ελλάδα πάντα κυοφορείται μέσα στο παροντικό όραμα του Παπαδίτσα» λέει η Ελένη Λαδιά στο βιβλίο της «Ποιητές και αρχαία Ελλάδα», «όχι με τη μορφή της Σικελιανικής μεγαλοστομίας, μήτε με τη Σεφερική μορφή κάποιας οδυνηρής μνήμης, που πάνω της μετριέται το πενιχρό παρόν. Στην ποίησή του η αρχαία Ελλάδα είναι ένας ζων οργανισμός. Η αγάπη του γι' αυτήν δεν είναι μονόπλευρη, η σχέση είναι κάθε φορά και άλλη, ποικίλη, όπως ποικίλες είναι οι εκδηλώσεις του ζωντανού». 
 Στους δύο αυτούς τελευταίους στίχους μπορούμε να παρατηρήσουμε τη συμπύκνωση στο λόγο του ποιητή. Η αφοριστική ποίησή του όπως αναφέρει η Ελένη Λαδιά «επιφανειακά παρουσιάζει μια αδυναμία σύνθεσης ή ολοκλήρωσης, με την έννοια που δίνουμε στις συνθέσεις όπως Ο Αλαφροΐσκιωτος του Σικελιανού λόγου χάρη ή ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Παλαμά […] Αυτό που βασικά φαίνεται να τον ενδιαφέρει είναι η υποδήλωση εκείνου του στοιχείου που κυοφορείται σ’ όλες τις εποχές και που εκφράζεται μονάχα περιγραφικά ή καλύτερα ανέκφραστα […] Πιο παραστατικά, σημασία για την αφοριστική σκέψη έχει η ουσία της άμμου λόγου χάρη παρά η άμμος σαν χρησιμοποιούμενο υλικό, για να φτιάξεις οικίσκους ή μεσαιωνικούς πύργους, που άλλωστε αλλάζουν με τις αισθητικές των εποχών. Η ανώτερη εκφραστική αυτής της αφοριστικής σκέψης, που κύριο εκπρόσωπό της έχουμε την ποίηση του Παπαδίτσα, είναι η συμπύκνωση». Συμπύκνωση, όχι με την έννοια της αφαίρεσης αλλά με την έννοια της δεύτερης σκέψης ως αποτέλεσμα ποιοτικής επεξεργασίας. Θα κατανοήσουμε την έννοια της συμπύκνωσης αν τη μελετήσουμε ως βαθύτατο συστατικό της ανομοιοκατάληκτης παραδοσιακής ποίησης -του βουνίσιου δηλαδή τραγουδιού- ή της Κρητικής Μαντινάδας, προϊόντων βαθιάς και πολλαπλής ποιοτικής επεξεργασίας που ο χρόνος και η λαϊκή σοφία παρήγαγαν. Στο δοκίμιό του «Σκέψεις για τη γλώσσα και τη γλώσσα μου» ο Παπαδίτσας, σχεδόν αξιωματικά, αναφέρει: «Ένας ποιητής, ό,τι έχει να πει το λέει με την ποίησή του. Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν το λέει αλλά το δείχνει. Η ποιητική γλώσσα είναι συγχρόνως νόηση, εικόνα, ψυχικός αναπαλμός, αυτόματη αντίληψη, αισθητηριακή ή αισθητική ανάπλαση του γεγονότος, παρών χρόνος διαστελλόμενος ή συστελλόμενος μέσα σε μια διάρκεια χωρίς πέρατα». 

 Διακρίσεις 

Τιμήθηκε δύο φορές με το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το 1964 (για τη συλλογή «Ποιήματα Ι (1941-1963)») και το 1981 (για τη συλλογή «Δυοειδής λόγος») και με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Ουράνη) το 1984 για το σύνολο του έργου του. 
 Το 1985 τιμήθηκε με μετάλλιο από το Δήμο Νίκαιας. 
 Υπήρξε μέλος της Επιτροπής Απονομής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων (1974) και της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. 
 Εκτός του ποιητικού έργου του μετέφρασε το έργο "Traumkraut" του Y. Goll από τα γερμανικά, δίνοντάς του τον τίτλο «Ονειροχλόη» (1958-59). Επίσης, από κοινού με την Ελένη Λαδιά, το 1961 τους «Ορφικούς Ύμνους» (1984), τους «Ομηρικούς Ύμνους» (1985) και την ομηρική «Νέκυια» (2004).

 Συνεργασίες 

Συνεργάστηκε με περιοδικά («Νέα Εστία», «Γράμματα και Τέχνες», «Νεανική Φωνή», «Ό Στόχος» και «Ευθύνη») και εφημερίδες, δημοσιεύοντας κείμενα για την ποίηση και κριτικές. Υπήρξε, μαζί με τον Επαμεινώνδα Γονατά, συνεκδότης της περιοδικής έκδοσης «Πρώτη Ύλη» την περίοδο 1958-1959. Πολλά ποιήματα του Παπαδίτσα έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες όπως αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, φλαμανδικά, ουγγρικά, πολωνικά και ρωσικά. Πολύτιμος καρπός της φιλίας και της συνεργασίας τους οι επιστολές του Δ. Π. Παπαδίτσα (γραμμένες κυρίως από την Πάτμο και τη Λέρο το 1962-1963) οι οποίες συγκεντρώθηκαν το 2000 από τον Χρήστο Αστερίου και εκδόθηκαν υπό τον τίτλο: «Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας». Σ' αυτές τις επιστολές περιλαμβάνεται, νωπό ακόμη, το πρόχειρο σχεδίασμα των πρώτων στίχων και το χρονικό της ολοκλήρωσης του «Εν Πάτμω», μιας από τις σημαντικότερες συνθέσεις του Παπαδίτσα. 

 Έργα 

Ποίηση 

Το φρέαρ με τις φόρμιγγες Αθήνα (1943)
Εντός παρενθέσεως Ι (1945) 
Εντός παρενθέσεως ΙΙ (1949)
Η περιπέτεια. Σχέδιο για ελεύθερη σύνθεση (1951) 
Η περιπέτεια (1953) 
Το παράθυρο (1955) 
Νυχτερινά Αθήνα (1956) 
Ουσίες Α΄ Αθήνα Πρώτη ύλη (1959) 
Ουσίες Β΄ Αθάνα Πρώτη Ύλη (1961) 
Ποίηση 1 1941-1961 (1963, συγκεντρωτική έκδοση Ά Κρατικό βραβείο ποίησης το 1942) 
Εν Πάτμω Αθήνα Πρώτη ύλη (1964) 
Εν Πάτμω και δύο ερμηνείες Αθήνα Πρώτη ύλη (1966) 
Όπως ο Ενδυμίων ποιήματα Αθήνα Πρώτη ύλη (1970) 
Διάρκεια και ενδεκάτη παραλλαγή Αθήνα Οί εκδόσεις των φίλων (1972) 
Ποίηση 2 1964-1974 (1974, συγκεντρωτική έκδοση Αθήνα Οί εκδόσεις των φίλων) (1974) Εναντιοδρομία Αθήνα Οί εκδόσεις των φίλων (1977) 
Δυοειδής λόγος [Ά Κρατικό βραβείο ποίησης το 1981 Αθήνα Οί εκδόσεις των φίλων ] (1980) 
Η Ασώματη [Ά Κρατικό βραβείο της Ακαδημίας των Αθηνών το 1984 Αθήνα Γνώση] (1983) 
Το προεόρτιον [Αθήνα Στιγμή] (1986) 
Ποίηση [Αθήνα Ατρολάβος/Ευθύνη] (1997) 

Μελέτες 

Ως δι’ εσόπτρου [σκέψεις και αποσπάσματα-σχεδιάσματα-απαντήσεις Αθήνα Imago/Στοχασμός] (1983) 
Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας [επιστολές] (1984)
 
Μεταφράσεις

Yvan. Goll "Traumkraut" (1959) 
Ορφικοί ύμνοι (1984) 
Ομηρικοί ύμνοι (1985) 
Ομηρικοί Νέκυια (2004) 

Βιβλιογραφία 

  1. Δ. Π. Παπαδίτσα, «Εν Πάτμω», Πρώτη Ύλη, Αθήνα 1964.
  2. Δ. Π. Παπαδίτσα, «Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα 1997.
  3. Δ. Π. Παπαδίτσα, «Ως δι εσόπτρου», Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα 1989.
  4. Δ. Π. Παπαδίτσα, Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας, Πατάκης, Αθήνα 2000.
  5. Ελένη Λαδιά, Ο Αγαπημένος του Όντος, IMAGO, Αθήνα 1984.
  6. Ελένη Λαδιά, Ποιητές και Αρχαία Ελλάδα, Οι Εκδόσεις Των Φίλων, Αθήνα 1983.
  7. Ελένη Λιντζαροπούλου, Δ. Π. Παπαδίτσας «Εν Πάτμω», Θρησκευτικό συναίσθημα και Αποκαλυπτικό μήνυμα, Αθήνα 2006.
  8. Ανδρέας Καραντώνης, «Προσωπικό με την ποίηση του Δ. Π. Παπαδίτσα», Γνώση, Αθήνα 1981.
  9. Αλέξανδρος Αργυρίου, Η Ελληνική Ποίηση, Σόκολης, Αθήνα 1985
  10. Ηλίας Σιμόπουλος, Αιγαιοπελαγίτικη Ποιητική Ανθολογία, Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών, Αθήνα 1974

















 











Σάββατο 22 Μαΐου 2021

ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ (1925 - 2008), ''ΚΟΚΚΑΛΑ'' (από μία ανασκαφή τάφου) Για να καταλάβω καλά, ξέραμε καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής πως αυτά θα απέμεναν στο τέλος; Για να καταλάβω καλά, ξέραμε καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής πως σ' αυτά θα καταλήγαμε στο τέλος;''

 

Ο Σταύρος Βαβούρης (1925 - 7 Νοεμβρίου 2008) ήταν Έλληνας ποιητής.

Βίος

Ο Σταύρος Βαβούρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925. Την περίοδο 1946-1952 σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξαιρετικά δραστήριος παρά μια εκ γενετής αναπηρία, εργάστηκε ως καθηγητής φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Πρώτες του δημοσιεύσεις ήταν τα ποιήματα «Σοφίας κρίματα» στο περιοδικό « title=%CE%9E%CE%B5%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1_(%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C)&action=edit&redlink=1" style="background: none; color: #ba0000; text-decoration-line: none;" title="Ξεκίνημα (περιοδικό) (δεν έχει γραφτεί ακόμα)">Ξεκίνημα» της Θεσσαλονίκης (Ιούνιος 1944, τεύχος 6-7), και «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική φωνή». Πέθανε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2008.

Αποτίμηση

Στα πρώτα ποιήματά του ακολουθεί την τεχνική του Κωνσταντίνου Καβάφη. Δίνοντάς τους δραματουργική μορφή, σφραγίζει πρόσωπα με ιστορική υπόσταση με την αβεβαιότητα του έρωτα και το τραύμα που προκαλεί η απώλεια. Μετά το 1980 πραγματοποιεί στροφή στο έργο του: αιχμηρά αλλά και με ειρωνεία παρουσιάζει τη ματαιότητα του έρωτα και το ανέφικτο της ευτυχίας. Ποιητής του πάθους, που δοκιμάζεται στα όρια της οδύνης, μιλάει σωματικά για τον έρωτα, συγκρατημένα και κομψά, χωρίς να κάνει δηλώσεις για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Μόνο στα ποιήματα της τελευταίας εικοσαετίας και μετά την έξοδό του από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αναφέρεται ανοιχτά στην ομοφυλοφιλία του. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Το 1986 του απονεμήθηκε το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικάολλανδικάπολωνικάβουλγαρικά.

Έργα

Ποίηση

  • Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα (1952)
  • Τρία ποιήματα (1954)
  • Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε (1956)
  • Πικρά χείλη δίχως γεύση παραδοχής (1959)
  • Τα ξηρά ποιήματα - Στη διακεκαυμένη (1963)
  • Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής (1964)
  • Ορφέας κατερχόμενος (1971)
  • Delecta (1971, ανθολογία ποιημάτων του)
  • Ποιήματα (1977, ανθολογία ποιημάτων του)
  • Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι» (1980)
  • Carmina profana 1979-1982 (1983)
  • Τα ακαριαία: εμείς 1980-1984 (1984)
  • Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (1985, 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1986)
  • Ημέρες, νύχτες, πού 'ναι τες (1987)
  • Εξάλλου μη ρωτάς (1988)
  • Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα 1940-1993 (1998, ανθολογία ποιημάτων του)
  • Κι αυτό; Ίσως (1999)

Πεζά

  • Εν ερημίαις και σκολιαίς (1965, διηγήματα)

Μελέτες

  • Προτάσεις για την ποίηση του Άθω Δημουλά (1966)



Ο Σταύρος Βαβούρης, όσο κι αν τον αγνοούμε σήμερα και όσο κι αν αγνοήθηκε κι όσο ζούσε, είναι ένας ποιητής από τους λίγους της γενιάς του που έγραψε μια ποίηση καθαρά βιωματική, «προσωπικότατη» όπως έλεγε, βασιζόμενος στο γνήσιο αίσθημα, παλεύοντας με το ποίημα όσο κανείς, γδερνόμενος ο ίδιος πριν από αυτό και μαζί με αυτό. Ο Βαβούρης αποτελεί αθυσαύριστο κεφάλαιο της ποίησής μας και οφείλουμε αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι απέναντί της να τον ανασύρουμε από την αφάνεια και να του δώσουμε μια από τις πρώτες θέσεις ανάμεσα στους υπόλοιπους ποιητές της γενιάς του που την εκπροσώπησαν επάξια. Ίσως κι εμείς μαζί του: «Μαγκώσαμε στο κόμμα της υπόθεσης / του Απραγματοποίητου» (Υποθετικοί λόγοι).
Το κύριο χαρακτηριστικό της ποίησής του είναι το πάθος, ένα πάθος ωμό και ασήκωτο, που το κουβαλούσε με τα σακατεμένα πόδια του όσο πιο μακριά μπορούσε. Τα ποιήματά του, σχετικά ή και άσχετα προς το περιστατικά της ζωής του, «είναι σαν τους κύκλους που η πέτρα προκάλεσε στην υδάτινη ατάραχη επιφάνεια, που απλώνονται αργοί και σιγά - σιγά βουλιάζουν στην επιφαινόμενη αταραξία. Επιφαινόμενη γιατί μόλις που αποκαλύπτουν τα άγρια πάθη, τις ασελγείς επιθυμίες, του βυθού, που "καθαγιάζονται" (σωστά, διαβάσατε) όχι γιατί έτσι θέλει κι επιμένει ο Βαβούρης, αλλά γιατί ο Χριστιανισμός ο ίδιος μας έχει διδάξει, ότι στην αγιότητα και την "καθοσίωση" φτάνουν όσοι περνούν τα ασφυκτικά κανάλια της άρνησης, της ταπείνωσης, της ατίμωσης και του εξευτελισμού (ας θυμηθούμε εδώ τους "άγιους" και τις "άγιες", τους "μάρτυρες" των πρώτων "μετά Χριστόν" χρόνων) που, όλ' αυτά όχι μόνον τ' αποδέχονταν αλλά και τα επιδίωκαν. Ίσως τότε καταλάβουμε το "Ο Άγιος Ζενέ" του Σαρτρ.» (Οδός Πανός, τχ. 10). Παίρνοντας αυτή την περιγραφή του Βαβούρη για τον Ζενέ, κι αλλάζοντας τα όνοματά τους, μπορούμε να πούμε ότι ο ίδιος έμεινε στη σκιά κατά βούληση, με μια τάση αυτοκαταστροφική ή δαιμονική όπως είπε γι’ αυτόν ο Αλέξανδρος Κοντζιάς. Ο Βαβούρης κρατήθηκε στο περιθώριο γιατί ήταν ένας ποιητής βαθιά αντισυμβατικός και χρειαζόταν την μοναξιά για να γυμνώσει το βίωμά του και να το δώσει με την ποίηση του, που σαν τον Ιώβ επέσυρε την καταδίκη του: «Εάν ήθελον δικαιώσω εμαυτόν το / στόμα μου ήθελε με καταδικάσει».
…«τάφος και κύμα, ποίημα» (από τη συλλογή Που πάει, που με πάει αυτό το ποίημα), με δυο λέξεις μας δίνει τα συστατικά του. Το υγρό στοιχείο και ο θάνατος. Σαν μαύρα κύματα έρχονται τα ποιήματά μέσα του, ενώ οι κριτικοί τα περιμέναν  στον αφρό. Όμως ο Βαβούρης δεν έγραψε για τους κριτικούς, ούτε για τον κόσμο τον πολύ, ήξερε πως η ποίηση δε βρίσκεται ανάμεσα στα πολλά φώτα και έγραψε στη σκιά έχοντας την επίγνωση πως: «Σ’έναν κόσμο τόσο πανικόβλητο / που δε διαβάζει ποιήματα, / τ’ είχε; -τίποτα μα τίποτα- να δώσει / ακόμα ένα ποίημα πανικόβλητο;» (ό.π.). Το ποίημα που θέλει να γράψει δε θα το γράψει, γιατί το θέλει νεκρό και χαμένο, βουλιαγμένο στη θάλασσα που το έφερε, θέλει να κρατήσει το σκοτεινό του χαρακτήρα γιατί μόνο τότε θα μπορέσει να μείνει στο σκοτάδι μαζί του και να το αντιμετωπίσει: «Δε θα σωθείς. Ποτέ δε θα γραφτείς.» (ό.π.) Ένας ποιητής καιόμενος, που θέλει και το ποίημα να καίγεται, που πολεμάει μαζί του αναζητώντας την ήττα του: «Γιατί; Γιατί δε γίνονται / το αίμα και η λάβα λέξεις στο χαρτί / ποιήματα δε γίνονται, σαν αυτά που ξέρεις / που γράφουν μαστρωποί / και τα παινεύουνε μαλάκες κριτικοί» (ό.π.). Πίσω από αυτά υπάρχει μια πίστη στην ποίηση που κάποτε την ύστατη στιγμή θα φανεί και θα δικαιωθεί αφήνοντάς τον ρημαγμένο αλλά γαλήνιο, όμορφα ηττημένο όπως θα έλεγε ο Leonard Cohen, δίπλα της: «Και μια στιγμή πριν ξεψυχήσεις / θα διασχίσει τ’ άπειρο / διάπυρος διάττων / και θα εκραγεί βεγγαλικό / μες στην αιωνιότητα» (ό.π.).
Ο Βαβούρης είναι ποιητής του περιθωρίου και αυτό δεν το προκάλεσε, είναι συνθήκη της ύπαρξής του: «Δεν ανησύχησα βέβαια υπερβολικά γιατί είναι μια αναλογία αρκετά παρηγορητική. Εννοώ το να είσαι θαμμένος ως τη μέση.» (Από το διήγημα Το βύθισμα). Ξέρει πως: «η απόφαση της φυγής μοιάζει με τον άσκοπο, τον απολύτως σπασμωδικό αγώνα του ποντικού που πιάστηκε στη φάκα…» (ό.π.). Θα χαρακτηρίζαμε τη στάση του παθητική αλλά όχι απολίτικη, «υπάρχει κοινωνικότερη πρόταση απ’ αυτήν της άρσης του δραματικού;» (Βαρβέρης). «Να δράσω πως; Να γράψω συνθήματα στον τοίχο; Με την περίπολο των γερμανών δυο δρόμους πιο κάτω; Πως θα ‘τρεχα;» (Συνέντευξη στο περ. Διαβάζω, τχ 85). Στέκεται καθαρά αντιμέτωπος στην κατάστασή του και πιστεύει σε ένα φως που είναι κρυμμένο αλλά σταθερό, θα το ονομάσει: «Τραυματισμένο, απαρηγόρητο / μικρό, τρελό-μου φως» (Τραυματισμένο φως). Από τα πρώτα του ποιητικά βήματα αυτή τη χίμαιρα κυνήγησε, τη χίμαιρα της καρδιάς που επιθυμεί και ξέρει πως η επιθυμία της πρέπει να συγκρουστεί με την πραγματικότητα: «Αφού μας δόθηκαν καρδιές /  Άστρα να θέλουν / Άστρα γιατί δε μας δοθήκανε;» (Χίμαιρα). Με τη φωτιά του σύμμαχο θέλησε να μας δείξει πως υπάρχει και μια άλλη πραγματικότητα, πως η άνοιξη μπορεί να χάθηκε αλλά δεν είναι ανύπαρκτη, αρκεί να σκάψουμε στο χώμα, να διασχίσουμε θάλασσες ανεπίστρεπτες και θα την ξαναβρούμε: «Οι φλόγες π’ αρμενίσανε στολίσκος σιωπής / σε πεθαμένα πέλαγα δακρύων / Κι οι παπαρούνες, / δείχνουνε στο πληγωμένο φως / μιαν άνοιξη θαμμένη» (Το τρίπτυχο του ασώτου – Γ. Η επιστροφή).
Σε αυτή τη δίνη του ανεκπλήρωτου εντάσσεται και ο έρωτας, που για τον Βαβούρη είναι πάντα άκαιρος, πάντα σε λάθος τόπο και χρόνο, αλλά βαθιά μέσα του πάντα τον καίει και ξέρει που τον πάει: «Που θα σ’ αγαπήσω αν έρθεις; / Στην τραγωδία των αποχρώσεων / στη φαντασμαγορία του Πυρετού / σε τούτη την αλλόκοτη βοή μες στο αίμα-μου, / τα δέντρα περπατούν τις νύχτες αγριεμένα.» (Γη πυρός). Η πληγή που βρίσκεται στην ποίησή του έχει απλωθεί και στην καρδιά του: «Αφου μας διάλεξαν / η λόγχη στο πλευρό και στην καρδιά γιατί;» (Η άρια της μαρίας).  Έγινε έτσι ένα ζήτημα ποιητικής ο ίδιος, καρφώθηκε και μάτωσε για να γράψει αυτό το ποίημα που ξαναγεννά τον έρωτα, σαν άλλος Ρεμπώ θέλησε, δεν τα κατάφερε, να επινοήσει τον έρωτα από την αρχή: «ελλόγχευσε παντού, με τόση λυσσαλέα επιμονή / αυτό το διψασμένο κι αδηφάγο ποίημα / ώστε μ’ άναψε και μ’ έκαψε και μ’ έκανε / ολόκληρη και μένα ένα ποίημα, που αναπτύχθηκε / και τέλειωσε στο χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα / μιας ακολασίας μουσικής.» (Για τη Μεσσαλίνα, ακολασία και άρνηση)
Θα τον χαρακτηρίζαμε ακόμα έναν ρομαντικά αντιρομαντικό ποιητή, γνωρίζοντας το αυτοαναιρούμενο της φράσης. Ρομαντικός γιατί είδε και πίστεψε σ’ αυτό που είδε, αντιρομαντικός γιατί ό,τι τον έφερνε κοντά στο όραμά του τον απωθούσε κιόλας, δεν θέλησε ποτέ να αγγίξει αυτό το καυτό όραμα, σώθηκε ο ίδιος έτσι, στο περιθώριό του: «Τώρα, θυμάμαι: / Ξεκάθαρες γραμμές ποτέ δεν περιγράψανε / ακόμα και την πιο χειροπιαστή-του παρουσία» (Τα χέρια του μαγνήτιζαν τα σύννεφα). Κρατιέται σε απόσταση από τα ρομαντικά τοπία αλλά κρατιέται πιστός στην ρομαντική πλευρά της πραγματικότητας όπως εκείνη του παρουσιάζεται μέχρι την εξαφάνισή της: «Τώρα λοιπόν μη μου μιλάτε / για τη βέβαιη ροδοδάκτυλη ηώ / που μουσική και ηρογένεια αύριο / θα εγγίσει τα κλειστά-μου βλέφαρα σαν θρόισμα / γι’ αυτά / και για τις άλλες σχετικές ρωμαντικές αηδίες» (Υπο αμυδρόν φωτισμόν). Βλέπει το βάθος αλλά ξέρει ότι προς το βάθος δε θα βρει τίποτα παρά την δική του οραματική διάθεση, ένα σχέδιο μόνο που έφτιαξε ο ίδιος και κρατάει όσο μπορεί ανέπαφο: «προσοχή! / στο πράσινο του βάθους μην υπολογίσεις. / Αν παρορμητικά χυμήξεις προς τα κει / θα σκίσεις μόνο ένα χαρτί χρωματισμένο» (Εκπνέοντος του αιώνος σου).
Με λίγα λόγια γράφει μια ποίηση που τον αφορά άμεσα αλλά δεν αφορά καμία νίκη και κανένα έπαθλο: «Αλλά όλα αυτά… / η μεταμέλεια, τα χαμόγελα, // Μετά. / Μετά τον πύρινο ποταμό / μετά την λάβα / μετά τον πυρετό / που θα μας έχει κάνει πυρανάλωμα πυρός / που θα μας έχει ανάψει και κορώσει / και θα μας έχει βγάλει ολόγυμνους / στη διάθεση των δρόμων και όλων των καιρών» (Υπο αμυδρόν φωτισμόν). Είναι μια ποίηση που ξέρει τον θάνατό της, το ποίημα σκοπό έχει, αν έχει, να κάνει τον ποιητή ανθεκτικό απέναντι στο αναπόφευκτο, απέναντι στην πραγματικότητα που στο τέλος την θέλει και ξέρει πως θα είναι σαρωτική: «Αλλά κι εγώ / θα είμαι ακονισμένος πια. / Θάχω ένα φίδι μες στα μάτια / για να δαγκώνει στην καρδιά τον θάνατο» (Υπό διωγμόν).
Ένας ποιητής της αναβολής, ένας ποιητής «των διαψεύσεων» όπως θα τον πει ο Καραντώνης, δε θα μπορούσε να μην ταυτιστεί με τη βροχή, τη βροχή που τον κρατάει στο περιθώριο και μαζί του αφήνει την άνοιξη να περιμένει: «Λόγω της βροχής λοιπόν˙ / Εξ άλλου η άνοιξη αναβάλλεται. / Το Μάη, λέει, και βλέπουμε για φέτος. / Άλλο κουμάσι κι αυτή.» (Απρίλη μήνα). Ξέρει πολύ καλά πως η ζωή του είναι μια εξορία, και ο χωρισμός είναι η δεύτερη φύση της βροχής: «Βρέχει στους χωρισμούς. / Ακόμα και ν’ αστράφτει κάτω από το φως, / Ο κόσμος όλος / Περίεργο! Βρέχει, / πάντοτε βρέχει.» (Περίεργο βρέχει στους χωρισμούς). Είναι όμως απορίας άξιο πως μπορεί και αντέχει τόση μοναξιά, ένας ποιητής που πραγματικά έβαλε το χειμώνα στην κατάλληλη θέση για να μας τον κάνει αποτρόπαιο: «Τι φέρνει αυτός ο άνεμος; / Τι φέρνει το φθινόπωρο τι φέρνει; / Τι χειμώνα θα περάσουμε και φέτος / Τι χειμώνα, θε-μου, τι χειμώνα!» (Φύσαγε). Είναι σαφές λοιπόν το λάθος μας, ο ποιητής Βαβούρης δεν ταυτίζεται με τη βροχή, ταυτίζεται με την άμμο, με τη θάλασσα, με ό,τι άλλο πέρα από αυτό που ζει και που υπάρχει στην βροχερή καθημερινότητα: «Την άμμο που με τύλιγε / όλο το πρωί καυτή αγκαλιά / και τη βροχή ακόμα το Σεπτέμβρη / που τόσο μουσικά, με τόση διάκριση / χτύπησε στην καρδιά-μου ψιθυρίζοντας: // Τέλειωσε πια το καλοκαίρι.» (Ήσουν εσύ λοιπόν εκεί). Ένας ποιητής του ανεκπλήρωτου είναι επίσης και ένας ποιητής του ονείρου, ενός ονείρου που δε συγκρίνεται με καμία πραγματική κατάσταση: «Κι εν τούτοις ό,τι έζησα / κι εν τούτοις ό,τι κέρδισα / ήταν μέσα στα όνειρά μου μοναχά» (Μη με ξυπνήσετε).
Ο Βαβούρης ξέρει πως ο ποιητής που θέλει να μιλάει για ποίηση στους κοσμικούς κύκλους δεν μπορεί παρά να είναι σαν ηλίθιος: ««Εσείς» θα με ρωτούσαν / «εγράψατε καινούργια ποιήματα;» / κι ελλείψει άλλων θεμάτων φυσικά / αναποδράστως θα βρισκόμουν στην ανάγκη / να τους ενημερώνω σαν ηλίθιος σχετικά» (Άρχισαν να λεν για τις Μπαχάμας…). Δεν παίρνει το μέρος της επώνυμης ιστορίας, αλλά της αδικημένης, ξαναγράφει την ιστορία από την πλευρά που δεν την διάβασαν: «-Αλλά… αλλά, Κυρία / είν’ έντιμο, αντικειμενικό και σεις / να! να παρακάμπτετε τους επτακόσιους Θεσπιείς / κι οι ιστορικοί σας, ως ανώνυμους / -αφού μιλήτε για επώνυμους- / σε μια αράδα μόνο ν’ αναφέρουν / πώς έπεσαν σε ρήματα ουδενός πεθόμενοι / με τους τριακόσιους του Λεωνίδα; (Και ύστερα, έπειτα, μετά ή σχόλιο στους μετα-τραγικούς Ατρείδες). Μας παρακινεί να βρούμε τα πρόσωπα που δεν γνωρίσαμε, που αναφέρονται μεμονωμένα και βιαστικά, αυτά αγκαλιάζει με την τεράστια ευαισθησία του: «Υποκλιθείτε- / γι’αυτή τη μόνη, τελευταία φορά / που δευτερεύοντα υστερόγραφα διασχίζουμε τη μνήμη-σας / κι απόηχα ψιθύρων / φτάνουμε στα πεθαμένα αυτιά σας» (Υφιάνασσα, Χρυσόθεμη, Λαοδίκη). Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του σαν άλλο Έκτορα: «Έτσι σε συλλογίζομαι, /απ’ το χρόνο νικημένο / κι έπειτα νεκρό και σκυλεμένο από τους μέτριους / τους ταπεινούς, τους δεύτερους / ούτ’ όπως τον Έκτορα / (το γιο του Πριάμου στο Χ της Ιλιάδας) / απόναν Αχιλλέα τουλάχιστον.» (Για έναν άλλο Έκτορα). Ενώ την πιο βαθιά του στοχαστικότητα θα την επιδείξει όταν ταυτίζεται με την Κλυταιμνήστρα, θέλοντας να αντιστρέψει την ενοχή της, να ξαναδώσει το νόημα της ζωής της, και να δείξει το φταίξιμο του Αγαμέμνονα: «Μα το νόημα της ζωής-μας δεν αλλάζει. / Το ύπουλο αυτό νόημα που προχωρεί / ατσάλινη στιγμή μες στους αιώνες, / και δεν το μαλακώνει ο πόνος-μας / που διαφεύγει μες απ’ τις κινήσεις-μας / που τις προετοιμάζει, / το σκοτεινό αυτό νόημα / που προχωρεί ακατάλυτο, αδιάφθορο και ριγηλό / μες απ’ τις επικλήσεις-μας, κι από τις προσευχές-μας / δε θα το δουν. / Θα βουλιάζουν στην ελπίδα του καιρού» (Η Κλυταιμνήστρα στην Αυλίδα)
Αυτά τα παραδείγματα της ποίησής του δε φτάνουν για να καταλάβει κανείς τον Βαβούρη. Οι λίγοι κριτικοί που τον πρόσεξαν θα μιλήσουν για «οξύτατες νότες κλαυσίγελου, πάρα πολλά αιχμηρά μέρη, λεπτότατη ειρωνία» (Άλκης Θρύλος), για μια «μοναδική σημαντική της μεταπολεμικής ποιήσεως… Εσκεμμένα αγνοημένο πίσω από το φράγμα της σιωπής και της αδιαφορίας» (Αλέξανδρος Κοντζιάς), για τον «πιο έμπρακτα καρυωτακικό ποιητή του μεταπολέμου» (Σαββίδης), «πειστικός τόσο που η ποιότητά του να μην αφήνει καμμιά αμφιβολία» (Παράσχος), για «λυρικά ξεσπάσματα με κάτι το ακαριαίο στην αμεσότητά τους» (Στεργιόπουλος), για το ότι «υπερασπίζεται την αυθεντικότητα του πάθους γιατί έτσι πιστεύει πως υπερασπίζεται την αυθεντικότητα του ανθρώπου!» (Μερακλής). Ακόμα για την «ελεύθερη γραφή του Βαβούρη που εξαρτήθηκε από τους δικούς του τρόπους σκέψεως και συγκρότησής του» (Αργυρίου). Άλλοι ποιητές θα μιλήσουν για «ένα κράμα πεζολογίας και ποιητικών μονολόγων με κάποιο στοιχείο οραματικότητας που άλλοτε κυριαρχεί και άλλοτε ατονεί» (Χριστιανόπουλος) και για μια  ποίηση που «κινείται σε ένα ευρύ φάσμα αξιών που φωτίζουν έναν πολύ ιδιότυπο ψυχισμό» (Ασλάνογλου).
Η ποίηση του Βαβούρη στέκεται μόνη της, όπως και ο ίδιος στεκόταν «πάντα γοητευτικός, θηριώδης, με ψυχή παιδιού» (Χρονάς). Διαβάζοντάς τον ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα παράδοξο φαινόμενο, το ποίημα στην αρχή μας φαίνεται άνισο, μας δυσκολεύει και μας πετάει έξω. Όμως ο Βαβούρης χρειάζεται μια δεύτερη ματιά, η αμεσότητά του δεν είναι συνηθισμένη, είναι ακαριαίος και λυρικός επειδή έχει αγκαλιάσει την ίδια την αντίφαση, τα ποιήματά του ποτέ δεν προχωρούν στρωτά, ο ρυθμός τους είναι δαιμονικός, υπάρχει πάντα μέσα τους η αντίρρηση. Αν καταφέρουμε και φτάσουμε στην ποίηση του Βαβούρη με τα μάτια καθαρά και ανεπηρέαστα, αν τον κοιτάξουμε χωρίς ενδοιασμούς και προσκόμματα, θα δούμε πως μέσα της αναπνέει και πάλλεται ένας οργανισμός ολότελα ανθρώπινος, που χωρίς να μπορεί να μας αγγίξει από μόνος του, μας ζητάει να τον δούμε ακριβώς όπως είναι, χωρίς να φοβηθούμε μήπως παρασυρθούμε στο αγγελικό και μαύρο φως του. Ο Βαβούρης κράτησε και ανέπτυξε στην γραφή του στοιχεία που όχι μόνο μας συγκινούν σε βάθος, αλλά χρειάζονται και βάθος χρόνου για να μας αποκαλυθφούν. Μια γραφή που δεν είναι συνηθισμένη χρειάζεται και πρωτότυπες προσεγγίσεις, ένας άνθρωπος που δεν υπάκουσε σε τίποτα και κανέναν, και όμως είχε την πιο σταθερή και καθαρή σχέση με την ποίησή του και την τέχνη του, δεν μπορεί παρά να μας κινεί τελικά το ενδιαφέρον. Ο Βαβούρης ήταν ένας λόγιος της ποίησης που χειρίστηκε το λόγο με τρόπο αριστοτεχνικά άρτιο, χωρίς να θελήσει να τον τελειοποιήσει κατά τα κοινά πρότυπα, η γραφή του δεν μας παραπέμπει ούτε ακριβώς στον Καβάφη, ούτε ακριβώς στον Καρυωτάκη, που στάθηκαν οι αγαπημένοι του, ούτε και στον Σαχτούρη ή τον Μέσκο που τους αγαπούσε επίσης πολύ. Ο Βαβούρης έχει κατακτήσει το θρίαμβο του ύφους του, και όχι μόνο του «ποιητικού εγώ» όπως εύστοχα έχει πει ο Χατζηβασιλείου. Το ύφος αυτό είναι αιχμηρό και ματωμένο, αν μας αγγίξει αρκετά θα νιώσουμε πως πραγματικά το αίμα του Βαβούρη ρέει ακόμα μέσα σε στίχους – χορδές παλλόμενες, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους αναγνωρισμένους μεγάλους μας ποιητές.
Τελικά όσο πιο πολύ διαβάζει κανείς Βαβούρη τόσο περισσότερο γίνεται κοινωνός της πικρίας του για τη μη αναγνώρισή του όσο ζούσε, αυτή την παραγνώριση ελπίζουμε πως θα την ξεπεράσουμε κι ξαναευχόμαστε μαζί με τον Ασλάνογλου και 20 και πλέον χρόνια μετά από αυτόν σε μια συγκεντρωτική έκδοση των δυσεύρετων συλλογών του. Ο Βαβούρης έγραψε με μια θηλυκή γραφή, και εξύμνησε το μεγάλο πάθος που κάποτε μας έκανε η μεγάλη Λέσβια ποιήτρια φανερό και το καθιέρωσε για πάντα ως την πιο ακλόνητη και απαραίτητη ποιητική αξία: «τίποτε πιο μεγαλήγορο από το γνήσιο πάθος / στην κατάλληλη στιγμή! Το πάθος αυτό - / παραφορά ιερή και θεία έμπνευση το / κυβερνούν –χαρίζει στο λόγο μας κάτι / σαν την προφητική επίνοια του Φοίβου» (Σαπφώ, απόσπασμα από το Περί Ύψους του Λογγίνου, μτφρ. Μ. Ζ. Κοπιδάκη).











Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ (1868 - 1920) ''Την πόρτα αν δεν ανοιή τη σπουν σας είπα¨ τί στέκεστε, τί γέρνετε σκυφτοί; Λαέ σκλάβε, δειλέ, ανανιώσου, χτύπα και κέρδισε μονάχος το ψωμί..''

 



Βιογραφία

Ήταν το πρώτο παιδί από τα πέντε - τρία αγόρια και δυο κορίτσια - του εμπόρου από το Βάλτο, - και συγκεκριμένα από το χωριό Χαλκιόπουλο, Γιάννη Χατζόπουλου. Η μητέρα του, Θεοφανή Στάικου, ήταν μοναχοκόρη μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες του Αγρινίου. Οι γονείς της ζήτησαν από το γαμπρό τους να πάρουν κοντά τους και να μεγαλώσουν το πρώτο παιδί τους, τον Κώστα. Ο Χατζόπουλος παρακολούθησε το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επέστρεψε ως δικηγόρος στο Αγρίνιο. Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας, που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του, εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Έτσι εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα, όπου αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή. Το 1897 πήρε μέρος ως έφεδρος αξιωματικός του στρατού στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η εμπειρία του από την κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν απογοητευτική και αυτό, μαζί με την ιδεολογική στροφή του, συνετέλεσε στην τελική απόρριψη της Μεγάλης Ιδέας, γεγονός που εξέφρασε στο διήγημά του «Αντάρτης» (1907), το οποίο αναφέρεται ακριβώς στον πόλεμο αυτό.

Ο Κωστής Παλαμάς, ένας από τους θαυμαστές του, ενθυμούμενος τα κοινά μαθητικά τους χρόνια στο Μεσολόγγι, γράφει: "...Τον αγναντεύω όξω από το σπίτι μου μαθητούδι, έφηβο, να προχωρεί στο δρόμο, φροντισμένο, κομψοντυμένο, στα κατάλευκα.Ύστερα από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα. Εγώ πρεσβύτερος, κάπως ακουσμένος με τους στίχους μου, σκόρπιους εδώ κι εκεί. Ο Χατζόπουλος ήταν ένα έξυπνο παιδί, ζωηρό, ανυπόταχτο, διαχυτικό ή συμμαζεμένο, μα αξιαγάπητο, που μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Και στο τέλος το θαυμασμό. Αργότερα γράφτηκε στο πανεπιστήμιο στα νομικά. Και πήρε το δίπλωμά του, κατόρθωμα για τους ανθρώπους του είδους του".

Στη Λογοτεχνία ο Κώστας Χατζόπουλος εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία, το 1884, δημοσιεύοντας το ποίημά του «Έλα Ξανθή» στο περιοδικό «Εβδομάς». Χρησιμοποιούσε συνήθως τα φιλολογικά ψευδώνυμα: Πέτρος Βασιλικός και Γληγόρης Παπαστάθης. Ήταν δημοτικιστής και στον αγώνα μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών που μαινόταν την εποχή εκείνη, βοήθησε με την έκδοση του βραχύβιου αλλά πρωτοποριακού περιοδικού «Η Τέχνη», που εξέδωσε από το 1897 ως το 1899.

Το 1900 ο Κώστας Χατζόπουλος αναχώρησε για τη Γερμανία. Σπούδασε στο Μόναχο, στη Δρέσδη και στη Λειψία και εντρύφησε στη φιλολογία και την ποίηση των βόρειων λαών, που επηρέασαν το έργο του. Η διαμονή του στην Ευρώπη αποτέλεσε τομή στη ζωή του, καθώς εκεί παντρεύτηκε τη Φινλανδή σπουδάστρια Σάννυ Χάγκμαν (Sanny Häggman), η οποία υπήρξε υποδειγματική σύζυγος. Εκεί ασπάστηκε και τον Μαρξισμό. Ήταν ο πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, των Μαρξ και Ένγκελς, που δημοσιεύτηκε στον «Εργάτη» του Βόλου το 1908. Επίσης, ίδρυσε στο Μόναχο τη «Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση». Τέλος, ίδρυσε στο Μόναχο και στο Βερολίνο «Αδελφάτα της Δημοτικής», όπου συγκεντρώνονταν Έλληνες και Γερμανοί διανοούμενοι που ενδιαφέρονταν για το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα.

Το 1914, με την έκρηξη του Α' Παγκόσμιου Πόλεμου, ο Κώστας Χατζόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματα και μυθιστορήματα που είχε γράψει κατά καιρούς στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Το 1917 εργάστηκε σε μια υπηρεσία λογοκρισίας. Το 1920, και ενώ ταξίδευε με καράβι προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω από τροφική δηλητηρίαση και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντεζι. Τα οστά του μεταφέρθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Η γενέτειρα πόλη του, το Αγρίνιο, σε ένδειξη τιμής έδωσε το όνομά του σε κεντρική πλατεία της πόλης όπου βρίσκεται και ο ανδριάντας του. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε και ο αδελφός του Δημήτρης Χατζόπουλος, γνωστός με το ψευδώνυμο Μποέμ, εκδότης του περιοδικού «Ο Διόνυσος».

Έργο

Το έργο που άφησε ο Κώστας Χατζόπουλος είναι πλουσιότατο. Περιλαμβάνει:

  • Ποιητικές συλλογές: "Τραγούδια της ερημιάς" και "Ελεγεία και Ειδύλλια" (1898), "Απλοί τρόποι" και "Βραδινοί θρύλοι" (1920), που ανήκουν στη σχολή του συμβολισμού.
  • Πεζογραφία: "Το φθινόπωρο" (1917), "Αγάπη στo χωριό" (1910), "O πύργος του Aκροποτάμου" (1915), "Τάσω, Στό σκοτάδι και άλλα διηγήματα" (1916), "Aννιώ" και άλλα διηγήματα (μεταθανάτια έκδοση, 1923), "Υπεράνθρωπος" (1915) Στα έργα του αυτά ακολούθησε τις αρχές του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, εκτός από το Φθινόπωρο που είναι γραμμένο με την τεχνική του συμβολισμού. Σε όλα διαφαίνεται ο κοινωνικός προβληματισμός, κυρίως για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία.
  • Κριτικό έργο: μελέτες για τους ΠαλαμάΚρυστάλληΚαμπύση κα. και γενικότερες μελέτες για τον συμβολισμό ("Η ψυχολογία του συμβολισμού") και τον σοσιαλισμό ("Σοσιαλισμός και Τέχνη", "Σοσιαλισμός και γλώσσα"). Είναι αξιοσημείωτο ότι με αρκετές μελέτες επιχείρησε να ανατρέψει καθιερωμένες απόψεις ακόμα και για λογοτέχνες όπως οι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Κωστής Παλαμάς, επισημαίνοντας αρνητικά στοιχεία του έργου τους.
  • Μεταφράσεις: μετέφρασε (από τα γερμανικά) κάποια από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά θεατρικά έργα. Κάποιες από τις σπουδαιότερες μεταφράσεις του είναι:
    • Ιφιγένεια εν Ταύροις και Φάουστ του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
    • Πέερ Γκυντ του Ίψεν (αν και μετέφρασε -κατόπιν παραγγελίας του Θωμά Οικονόμου- ολόκληρο το έργο, δημοσιεύτηκαν μόνο δύο αποσπάσματα στο περιοδικό «Νουμάς», τεύχος 538 / 8 Νοεμβρίου 1914 και τεύχος 548 / 17 Ιανουαρίου 1915)
    • Όταν ξυπνήσωμε νεκροί του Ίψεν (περιοδικό «Διόνυσος», τεύχος 1 / 20 Ιουλίου 1901 έως τεύχος 4 / 20 Οκτωβρίου 1901)
    • Ηλέκτρα του Χόφμανστάλ

Το μεταφραστικό του έργο στον τομέα του θεάτρου στόχευε στην καθιέρωση της δημοτικής, στην ανανέωση του θεατρικού ρεπερτορίου, στο οποίο κυριαρχούσαν κακής ποιότητας γαλλικά έργα και στη διεύρυνση των οριζόντων του θεατρικού κοινού.

Ποιήματα

  • Τραγούδια της ερημιάς (1898).
  • Ελεγεία και ειδύλλια (1898).
  • Απλοί Τρόποι (1920).
  • Βραδυνοί θρύλοι (1920).
  • Τα Ποιήματα», άπαντα τα ποιήματά του συγκεντρωμένα σε έναν τόμο στη σειρά «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη», του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη. Εισαγωγή-φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Βελουδής, 1992

Πεζογραφία

  • Το φθινόπωρο (1917).
  • Αγάπη στο χωριό (1910).
  • Ό Πύργος του ακροποτάμου (1915).
  • Υπεράνθρωπος (1915).
  • Τασσώ (1916).
  • Το όνειρο της κλάρας (1918).
  • Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα (1916).
  • Αννιώ και άλλα διηγήματα (Μεταθανάτια έκδοση) (1923).
  • Τα διηγήματα (Μεταθανάτια έκδοση Περιοδικό Νουμάς) (1924).

Μελέτες Έργων

  • Κωστής παλαμάς μελετη του έργου του (1915).
  • Κώστας κρυστάλλης μελέτη του έργου του (1916).
  • Αλέξανδρος παπαδιαμάντης μελέτη του έργου του (1916).
  • Γιάννης καμπύσης μελέτη του έργου του (1917).
  • Ή ψυχολογία του συμβολισμού (1917).
  • Σοσιαλισμός και τέχνη (1918).
  • Σοσιαλισμός και γλώσσα (1918).
  • Δημοτική γλώσσα εισαγωγή και αφιέρωμα (Δίτομο, περιοδικό Νουμάς) (1919).
  • Καθαρεύουσα γλώσσα εισαγωγή και αφιέρωμα (Δίτομο, περιοδικό Νουμάς) (1919).
  • Δημοτικισμός και λογοτεχνία - Εισαγωγή και αφιέρωμα (Δίτομο, περιοδικό Νουμάς) (1920).
  • Σοσιαλισμός και λογοτεχνία - Εισαγωγή και αφιέρωμα (Δίτομο, περιοδικό Νουμάς) (1920).
  • Τα ελληνικά σχολεία την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας 1453-1821», εκδόσεις Βάνιας - εξαντλημένο

Κρητικογραφίες

  • Κριτικά κείμενα», κείμενα κριτικής του. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, μεταθανάτια έκδοση (1996).

Μεταφράσεις για θεατρικές παραστάσεις

  • Θεατρική περίοδος 1903 – 1904
  • Pius Alexander Wolff, Πρετσιόζα (για το Βασιλικόν Θέατρον / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου)
  • Θεατρική περίοδος 1904 – 1905
  • Johann Wolfgang von Goethe, Φάουστ (για το Βασιλικόν Θέατρον / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου)
  • Franz Grillparzer, Ηρώ και Λέανδρος (για το Βασιλικόν Θέατρον / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου)
  • Franz Grillparzer, Το στοιχειό του πύργου (Η προμάμμη) (για το Βασιλικόν Θέατρον / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου)
  • Bjørnstjerne Bjørnson, Έρως και γεωγραφία (για το Βασιλικόν Θέατρον / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου)
  • Θεατρική περίοδος 1906 (θερινή)
  • Henrik Ibsen, Η κυρά της θάλασσας (για τον Θίασο Θωμά Οικονόμου / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου ολόκληρο το έργο, δημοσιεύτηκαν μόνο δύο αποσπάσματα στο περιοδικό «Νουμάς», τεύχος 538 / 8 Νοεμβρίου 1914 και τεύχος 548 / 17 Ιανουαρίου 1915))

Μεταφράσεις (αυτοτελείς εκδόσεις)

  • Johann Wolfgang von Goethe, Ιφιγένεια εν Ταύροις (Τυπογραφείο Ερρίκου Λάουππ του νεότερου, 1910)
  • Gustaf af Geijerstam, Το βιβλίο του μικρού αδελφού (Γ. Βασιλείου, 1915)
  • Johann Wolfgang von Goethe, Φάουστ (α’ έκδοση «περικομμένη και πρόχειρη» / Εστία, 1916) (β’ έκδοση «συμπληρωμένη» / Ελευθερουδάκης, 1921)
  • Hugo von Hofmannsthal, Ηλέκτρα (Εστία, 1916)
  • Henrik Ibsen ;όταν ξυπνήσωμε νεκροί (περιοδικό «Διόνυσος», τεύχος 1 / 20 Ιουλίου 1901 έως τεύχος 4 / 20 Οκτωβρίου 1901)
  • Χοφμανστάλ Ηλέκτρα (Περιοδικό Νουμάς) (1919).
  • Herman Bang, Οι τέσσεροι διάβολοι (Ελευθερουδάκης, 1927)
  • Franz Grillparzer, Μήδεια (Ελευθερουδάκης, 1927)

Εκδόσεις του έργου

  • ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
«Φθινόπωρο», νουβέλα. ISBN 978-960-524-451-4
«Ο πύργος του Ακροπόταμου»,νουβέλα. ISBN 978-960-451-172-3
«Τασσώ», διήγημα ISBN 978-960-205-350-8
«Το όνειρο της Κλάρας», διήγημα. ISBN 978-960-400-568-0
«Τα διηγήματα». Περιλαμβάνει τα 10 διηγήματα. ISBN 978-960-7196-12-5
«Αγάπη στο χωριό» και «Υπεράνθρωπος», διηγήματα. ISBN 960-224-145-4
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ
«Απλοί τρόποι» ISBN 978-960-469-511-9
«Βραδυνοί θρύλοι» ISBN 978-960-400-497-3
«Τα Ποιήματα», άπαντα τα ποιήματά του συγκεντρωμένα σε έναν τόμο στη σειρά «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη», του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη. Εισαγωγή-φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Βελουδής, 1992
  • ΚΡΙΤΙΚΗ
«Κριτικά κείμενα», κείμενα κριτικής του. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1996
  • ΜΕΛΕΤΕΣ
«Τα ελληνικά σχολεία την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας 1453-1821», εκδόσεις Βάνιας - εξαντλημένο

Βιβλιογραφία

  • Γιώργος Βελουδής, "Εισαγωγή", στον τόμο: Κ. Χατζόπουλος, Ο πύργος του Ακροπόταμου, Οδυσσέας, Αθήνα 1986
  • Γιώργος Βελουδής, "Εισαγωγή", στο: Κ. Χατζόπουλος, Ποιήματα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1992
  • Απόστολος ΣαχίνηςΤο νεοελληνικό μυθιστόρημα, Αθήνα 1958
  • περιοδικό «Διαβάζω», Αφιέρωμα, σρ. 319, 29.9.1993
  • Η παλαιότερη πεζογραφία μας, εκδ. Σοκόλη, τ.Ι
  • Παναγώτης Νούτσος, "H κοινωνιστική σκέψη του K. Xατζόπουλου. Δυναμική και όρια", στο: Δήμος Aγρινίου - Πανεπιστήμιο Iωαννίνων, O K. Xατζόπουλος ως συγγραφέας και θεωρητικός. Πρακτικά Eπιστημονικού Συμποσίου, Aθήνα 1998, 391-399.
  • Πάνος Καπώνης, Προτομή στην ομίχλη, περιοδικό Το Δέντρο τχ 98/1997.
  • Πάνος Καπώνης : Πρόσωπα στην ομίχλη, σελ. 13, εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 2012.