http://www.proz.com/profile/3341470

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

'Αγγελος Σικελιανός ''Πρότεινα τους Δελφούς, ως σύνθημα που χάρη στην προαιώνια προέλευσή του εγκλείει δυναμικά την ικανότητα μίας οικουμενικής ιδεολογικής ακτινοβολίας επάνω σ' ολάκερη τη Γη''





Σχετική εικόνα

Αποτέλεσμα εικόνας για Άγγελος Σικελιανός
Ο Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα14 Μαρτίου 1884 – Αθήνα19 Ιουνίου 1951) ήταν ένας από τους μείζονες Έλληνες παραδοσιακούς ποιητές. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.

Βιογραφία

Το σπίτι του Άγγελου Σικελιανού στους Δελφούς.
Ο Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν το τελευταίο από τα επτά παιδιά του καθηγητή γαλλικών Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας Στεφανίτση. Οι ρίζες της οικογένειάς του εντοπίζονταν στην Κεφαλονιά και τη Βενετία. Αποφοίτησε από το τετρατάξιο γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε ΌμηροΠίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, ΠλάτωναΑισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Το 1902, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Διόνυσος και Παναθήναια.
Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού η γνωριμία του το 1905 με την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ - η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία - την οποία νυμφεύθηκε το 1907 στο Μπαρ Χάρμπορ του Μέιν των ΗΠΑ. Το ζεύγος εγκαταστάθηκε το επόμενο έτος στην Αθήνα. Εκείνη την περίοδο ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά το 1909 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος (γράφτηκε το 1907, τη χρονιά που ο Παλαμάς εξέδωσε τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου"), η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωριζόμενη ως έργο-σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων.Ο Αλαφροϊσκιωτος είναι γραμμένος σε ανισοσύλλαβο, ετερόμετρο στίχο, χαρακτηρίζεται από στροφική διαίρεση και σποραδική ομοιοκαταληξία. Ταυτόχρονα, το ίδιο έτος γεννήθηκε και ο γιος του Γλαύκος. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ο Σικελιανός θα επιστρατευτεί και θα συμμετάσχει ως απλός στρατιώτης στο μέτωπο της Ηπείρου.
Ακολούθησε μια περίοδος έντονης αναζήτησης, που καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος στη ΖωήΗ Συνείδηση της Γης μου (1915), Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916) και Η Συνείδηση της Πίστης (1917). Ο Πρόλογος στη Ζωή ολοκληρώθηκε αργότερα με τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Ο στίχος του "Προλόγου στη Ζωή", μάλιστα, προχωρά ακόμη περισσότερο προς την απελευθέρωση, ενώ έχει χαρακτηριστεί-σε ορισμένα σημεία-και ως "ελεύθερος". Η ομοιοκαταληξία είναι ακόμη πιό σποραδική, η ανισοσυλλαβία πιό έντονη, ενώ οι στίχοι είναι ετερόμετροι (συνήθως ιαμβικοί, αλλά και τροχαϊκοί). Ακολουθούν ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ Θεού, της περιόδου 1917 - 1920, καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Από μορφική άποψη,πάντως, ο ποιητής επιστρέφει-μετά τη δεκαετία των πειραματισμών-στην έμμετρη ποίηση, δηλαδή προχωρά σε μία συντηρητική αναδίπλωση, ενώ το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και με τους Παλαμά και Βάρναλη.
Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική αρωγή της γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μία παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά τον θάνατο του ποιητή. Το 1939 του απονεμήθηκε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο του 1938 για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Το 1940, παντρεύτηκε την Άννα Καραμάνη, με τη συγκατάθεση τόσο της Εύας Πάλμερ όσο και του πρώην συζύγου της Καραμάνη.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Άγγελος Σικελιανός μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική αντίσταση του λαού, με κορυφαία εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου του 1943.
Tο 1943-1945 ήταν πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου.
Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας:
  • Το 1946, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Anders Österling 
  • Το 1947, προτεινόμενος από τον Νίκο Βέη, που την ίδια χρονιά είχε προτείνει και τον Νίκο Καζαντζάκη με την σκέψη πως θα έπρεπε να βραβευτούν από κοινού
  • Το 1948, προτεινόμενος από μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Γραμμάτων, Ιστορίας και Αρχαιοτήτων της Σουηδίας Axel W Persson και το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα και δημοσιογράφο Elin Wägner Την χρονιά εκείνη, ο Anders Österling, ο οποίος είχε προτείνει τον Σικελιανό το 1946, πρότεινε να μοιραστεί το βραβείο μαζί με τον νικητή εκείνης της χρονιάς Τ.Σ. Έλιοτ, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε.
  • Το 1949, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, συγγραφέα Sigfrid Siwertz
  • Το 1950, προτεινόμενος με δύο προτάσεις. Μια, με μοναδικό υποψήφιο τον ίδιο, από την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνών και μια, σε συνδυασμό ξανά με τον Καζαντζάκη, από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα Hjalmar Gullberg.
Ο Άγγελος Σικελιανός υπέφερε από χρόνια ημιπληγία. Πέθανε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 1951 έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία εξαιτίας λήψης φαρμάκου που του προκάλεσε σημαντικές διαταραχές και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Εργογραφία

Η προτομή του στην ακτή Μ. Φανερωμένης, Σαλαμίνα
Η οικία του Α. Σικελιανού στην ακτή Μ. Φανερωμένης, Σαλαμίνα.

Ποιήματα

  • Ο ποιητής εξέδωσε ο ίδιος τα έργα του σε τρεις τόμους με τον τίτλο Λυρικός Βίος (1946 Α και Β, 1947 Γ), αφήνοντας έξω κάποια έργα που δε θεώρησε απαραίτητο να συμπεριλάβει.
  • Το 1965 άρχισε η έκδοση των «Απάντων» του με επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη. Εκδόθηκαν 5 τόμοι με το έργο που είχε δημοσιεύσει ο ποιητής (1965-1968) και έκτος τόμος (1969) με όσα ποιήματα είχε αφήσει εκτός του Λυρικού Βίου

Πεζά κείμενα

Συγκεντρωτική έκδοση των "Απάντων":
  • Πεζός Λόγος Α (1978)
  • Πεζός Λόγος Β (1980)
  • Πεζός Λόγος Γ (1981)
  • Πεζός Λόγος Δ (1983)
  • Πεζός Λόγος Ε (1985)

Τραγωδίες

Συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους με τον τίτλο Θυμέλη, Α' και Β', 1950, Γ', 1954

Ποίηση - Επιστολογραφία - Πεζά Κείμενα - Ανθολογίες

(Με Φιλολογική Επιμέλεια, Παρουσίαση, Σχολιασμό, Σημειώσεις, Γλωσσάριο).
  • Άγγελος Σικελιανός, Ανθολογία, Επιλογή – φιλολογική επιμέλεια Ζήσιμος Λορεντζάτος, Γλωσσάρι Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Ίκαρος», Αθήνα 1998.
  • Άγγελου Σικελιανού, Γράμματα, πρώτος τόμος (1902-1930), Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ίκαρος», Αθήνα 2000.
  • Άγγελου Σικελιανού, Γράμματα, δεύτερος τόμος (1931-1951), Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ίκαρος», Αθήνα 2000.
  • Άγγελου Σικελιανού, Αντίδωρο, Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ίκαρος», Αθήνα 2003.
  • Άγγελος Σικελιανός, Μήτηρ Θεού, Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ιδεόγραμμα», Αθήνα 2003.
  • Άγγελος Σικελιανός, Κήρυγμα Ηρωισμού, Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ίκαρος», Αθήνα 2004.
  • Άγγελος Σικελιανός, Γράμματα στην Εύα Πάλμερ Σικελιανού, Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ίκαρος», Αθήνα 2008.
  • Άγγελος Σικελιανός, Συνεντεύξεις και συνομιλίες, Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη», Ηράκλειο 2013.
  • Άγγελος Σικελιανός Τέλος κι αρχήν η μνήμη εδώ δεν έχει, Εισαγωγή - Ανθολόγηση - Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, Εκδόσεις εφημ. «Η Καθημερινή», Αθήνα 2014.

Βιβλιογραφία

Βιβλία για τον Σικελιανό

Αφιερώματα στον Σικελιανό

  • Περ. Νέα Εστία, τόμος 52, τεύχος 611, Χριστούγεννα 1952. (Μελέτες των: Η. Βενέζη, Τ. Δημόπουλου, Κ. Θ. Δημαρά, Α. Καραντώνη, Θ. Ξύδη, Τ. Παπατσώνη, Κ. Ρωμαίου, κ. ά.).
  • Περ. Νέα Εστία, τόμος 150, τεύχος 1740, Δεκέμβριος 2001. (Μελέτες των: Στ. Αλεξίου, Κ. Ανδρουλιδάκη, Ευρ. Γαραντούδη, Στ. Ζουμπουλάκη, Βρ. Καραλή, Χένρυ Μίλλερ, Κ. Μπουρναζάκη, Π. Μπουκάλα, Χρ. Ντουνιά, Θ. Χατζόπουλου, κ.ά.).
  • Περ. Νέα Εστία, τόμος 158, τεύχος 1781, Σεπτέμβριος 2005. (Μελέτες των: Κ. Ανδρουλιδάκη, Στ. Ζουμπουλάκη, Α. Μπερλή, Κ. Μπουρναζάκη, Μ. Περίδη, Πλ. Ροδοκανάκη, Γ. Σαραντάρη, Θ. Χατζόπουλου, κ.ά.).
  • Λεύκωμα: Σικελιανός, «Εταιρία Λευκαδικών Μελετών», Αθήνα (2η έκδοση) 1981. (Περιέχει και την πολύτιμη Βιβλιογραφία Άγγελου Σικελιανού [1902 -1952] του Γ. Κ. Κατσίμπαλη).
  • «Τετράδια Ευθύνης», αρ. 11, Κότινος στον Άγγελο Σικελιανό, Αθήνα (3η έκδοση) 1995. (Μελέτες των: Νικηφ. Βρεττάκου, Κ. Γεωργουσόπουλου, Ν. Δ. Καρούζου, Χρ. Μαλεβίτση, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, Ε. Π. Παπανούτσου, Π. Πρεβελάκη, κ. ά.).
  • Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 18-21 (Ιουλ 2001 - Δεκ. 2002), σ. 7-88

Μεμονωμένα Δημοσιεύματα για τον Σικελιανό

  • Στυλιανός Αλεξίου, «Η ποίηση και τα Γράμματα του Άγγελου Σικελιανού», Νέα Εστία, (αφιέρωμα στον Άγγελο Σικελιανό) 150:1740, (2001), σελ. 826 – 831.
  • Γιώργος Γ. Αλισανδράτος, «Ο χριστιανικός λυρισμός του Σικελιανού και ο αντίστοιχος του Βάρναλη», στον τόμο Οι ποιητές του Γ. Π. Σαββίδη, «Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας – Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού», Αθήνα 1998, σ. 183– 226.
  • Κώστας Ανδρουλιδάκης, «Ο “Πρόλογος” στον Λυρικό Βίο του Σικελιανού. Σχεδίασμα φιλοσοφικής ανάγνωσης», Νέα Εστία 150: 1740, (2001), σ. 832 –851.
  • Κώστας Ανδρουλιδάκης, «Θρησκευτικότητα και θεολογία στο έργο του Άγγελου Σικελιανού» Νέα Εστία 157:1776, (2005), σ. 376 – 401.
  • Κώστας Ανδρουλιδάκης, «Η φύση και η αποστολή της ποίησης. Προλεγόμενα στην Αισθητική του Σικελιανού» Νέα Εστία 158:1781, (2005), σ. 315 – 341.
  • Μάρκος Αυγέρης, «Η ποίηση του Σικελιανού –Το θέατρο του Σικελιανού – Κριτικός Απόλογος», στο βιβλίο του Αυγέρη, Έλληνες Λογοτέχνες, Ίκαρος, Αθήνα (4η έκδοση) 1984, σ. 133–220.
  • Νάσος Βαγενάς, «Σεφέρης, Σικελιανός, Καβάφης», στο βιβλίο του Βαγενά Ο ποιητής και ο χορευτής, Κέδρος, Αθήνα 1979, σ. 185 – 216.
  • Ηλίας Βουτιερίδης, Κωστής Παλαμάς, Μιχάλης Περίδης, Phileas Lebesgue, «Επτά κείμενα για τον Πρόλογο στη Ζωή του Άγγελου Σικελιανού», προλογικό σημείωμα Κώστας Μπουρναζάκης, Νέα Εστία (αφιέρωμα στον Άγγελο Σικελιανό) 158:1781, (2005), σελ. 405 – 422.
  • Αντώνης Γλυτζουρής, «Παρακμή, μυστικισμός και οι νεκροφάνειες της ελληνικής ράτσας. Ο Ασκληπιός του Άγγελου Σικελιανού», στο: Μυστικισμός και τέχνη, Αθήνα, 2010, σελ. 119-42.
  • Σταύρος Ζουμπουλάκης, «“Άγραφον”. Μικρό φιλολογικό σχόλιο για τις πηγές του ποιήματος, Νέα Εστία (αφιέρωμα στον Άγγελο Σικελιανό) 158:1781, (2005), σ. 968 – 970.
  • Γιώργος Θεοτοκάς, «Άγγελος Σικελιανός, Α΄, Β΄», στο βιβλίο του Θεοτοκά, Πνευματική Πορεία, «Εστία», Αθήνα 1994, σ. 238 –250 (α΄ εκδ. 1961).
  • Άριστος Καμπάνης, «Πέντε κείμενα για τον Άγγελο Σικελιανό», ανακοίνωση, προλογικό σημείωμα Κώστας Μπουρναζάκης, περ. Νέα Εστία, τόμος 158, τεύχος 1781, Σεπτέμβριος 2005, σελ. 384 – 398.
  • Αντρέας Καραντώνης, «Γύρω στον Σικελιανό», στο βιβλίο του Καραντώνη, Προβολές, Αθήνα 1965, σ. 123 –183.
  • Άννα Κατσιγιάννη, «Σημειώσεις για τη στιχουργία του Προλόγου στη Ζωή», Αριάδνη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, (αφιέρωμα στον Στυλιανό Αλεξίου), τ. 5, Ρέθυμνο 1989, 447- 454.
  • Edmund Keeley, «Η μεγαλοπρεπής φωνή», «Ο Σικελιανός και η ελληνική μυθολογία», στο βιβλίο του Keeley, Μύθος και Φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, Στιγμή, Αθήνα 1987, σ. 61 – 91.
  • Ερατοσθένης Καψωμένος, «Άγγελου Σικελιανού, Μήτηρ Θεού: ο μηχανισμός της μυθοπλασίας» Πόρφυρας 66, (1993), σ. 21 – 30.
  • Πέτρος Κολακλίδης, «Ο Αρχανδρικός Λόγος του Σικελιανού», Εκηβόλος 15, (1986), σ. 1551 –1569.
  • Λαμπρίδη, Έλλη, Επιστολές προς Ν. Καζαντζάκη, Δ. Καπετανάκη, Π. Πρεβελάκη, Γ. Σεφέρη, Α. Σικελιανό, (Επιμέλεια Κων. Γαρίτσης), Έμβρυο, Αθήνα 2016. ISBN 978-960-8002-93-7.
  • Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Άγγελος Σικελιανός», στο βιβλίο του Λορεντζάτου, Μελέτες , τ. Α΄, Δόμος, Αθήνα 1994, σ. 267 –279.
  • Κώστας Μιχαηλίδης, «Πηγές της αρχαϊκής φιλοσοφίας στο έργο του Άγγελου Σικελιανού» Ευθύνη 176, (1986), σ. 373-376.
  • Κώστας Μπουρναζάκης, «Από το “αχνόθωρον ασήμι” στον άπεφθο χρυσό. Στάδια συνθετικής εξέλιξης τεσσάρων ποιημάτων του Σικελιανού», Νέα Εστία 150:1740, (2001), σ. 953 – 967.
  • Κώστας Μπουρναζάκης, «Ένα πορτρέτο του ποιητή μέσα από πέντε γράμματα της Εύας Πάλμερ στον Phileas Lebesgue», Διαβάζω (αφιέρωμα στον Άγγελο Σικελιανό) 424, (2001), σ. 118 – 121.
  • Κώστας Μπουρναζάκης, «Τα ριζιμιά βιώματα κι ένα “δημοτικό τραγούδι” του Άγγελου Σικελιανού», Νέα Εστία (αφιέρωμα στο Δημοτικό Τραγούδι), 154: 1762, (2003), σ. 876 – 891.
  • Κώστας Μπουρναζάκης, «Η δυναμική ενός ποιήματος. Άγγελου Σικελιανού: “Θαλερό”» Νέα Εστία 158:1781, (2005), σ. 342 – 358.
  • Ευάγγελος Παπανούτσος, «Το πνευματικό κλίμα της σικελιανικής ποίησης», στο βιβλίο του Παπανούτσου, Παλαμάς – Καβάφης – Σικελιανός, «Ίκαρος», Αθήνα (5η έκδοση)1985, σ. 235 –272.
  • Λίνος Πολίτης, «Σικελιανός», στο βιβλίο του Πολίτη, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, «Μ. Ι. Ε. Τ.», Αθήνα (4η εκδοση)1985, σ. 235 –244.
  • David Ricks, «Σικελιανός: Η ομηρική κληρονομιά – Ο ελληνικός ρομαντισμός ενηλικιώνεται – Πέρα από τον Όμηρο», στο βιβλίο του Ricks, Η σκιά του Ομήρου, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1993, σ. 85 –119.
  • Νίκος Σβορώνος, «Προτάσεις για τη μελέτη της ιδεολογίας του Σικελιανού», στο βιβλίο του Σβορώνου, Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, «Θεμέλιο», Αθήνα 1987 και στον τόμο: Σικελιανός. Στα 100 χρόνια από τη γέννησή του, Εταιρία Λευκαδικών Μελετών, Εστία, Αθήνα 1984, σ. 64 – 81.
  • John Anton, «Η φιλοσοφία της Δελφικής Ιδέας του Σικελιανού στον πεζό του λόγο», περ. Νέα Εστία, τόμος 119, (1986), σ. 145-156.
  • Philip Sherrard, «Άγγελος Σικελιανός», στο βιβλίο του Sherrard, Δοκίμια για τον νέο Ελληνισμό, μετάφραση: Σοφία Σκοπετέα, Αθήνα 1971, σ. 196 –293.

Γυρισμός

Ὕπνος ἱερός, λιονταρίσιος,
τοῦ γυρισμοῦ, στὴ μεγάλη
τῆς ἀμμουδιᾶς ἁπλωσιά.
Στὴν καρδιά μου
τὰ βλέφαρά μου κλεισμένα·
καὶ λάμπει, ὡσὰν ἥλιος, βαθιά μου...
Βοὴ τοῦ πελάου πλημμυρίζει
τὶς φλέβες μου·
ἀπάνω μου τρίζει
σὰ μυλολίθαρο ὁ ἥλιος· 10
γεμάτες χτυπάει τὶς φτεροῦγες ὁ ἀγέρας·
ἀγκομαχάει τὸ ἄφαντο ἀξόνι.
Δέ μου ἀκούγεται ἡ τρίσβαθη ἀνάσα.
Γαληνεύει, ὡς στὸν ἄμμο, βαθιά μου
καὶ ἁπλώνεται ἡ θάλασσα πᾶσα -
Σὲ ψηλοθόλωτο κύμα
τὴν ὑψώνει τὸ ἀπέραντο χάδι·
ποτίζουν τὰ σπλάχνα
τὰ ὁλόδροσα φύκια,
ραντίζει τὰ διάφωτη ἡ ἄχνα 20
τοῦ ἀφροῦ ποὺ ξεσπάει στὰ χαλίκια·
πέρα σβήνει τὸ σύφυλλο βούισμα
ὁποῦ ξέχειλο ἀχοῦν τὰ τζιτζίκια.
Μιὰ βοὴ φτάνει ἀπόμακρα·
καὶ ἄξαφνα,
σὰν πανὶ τὸ σκαρμὸ ποὺ ἔχει φύγει,
χτυπάει· εἶν᾿ ὁ ἀγέρας ποὺ σίμωσε,
εἶν᾿ ὁ ἥλιος ποὺ δεῖ μπρὸς στὰ μάτια μου
- καὶ ὁ ἁγνὸς ὄχι ξένα τὰ βλέφαρα
στὴν ὑπέρλευκην ὄψη του ἀνοίγει. 30
Πετιῶμαι ἀπάνω. Ἡ ἀλαφρότη μου
εἶναι ἴσια με τὴ δύναμή μου.
Λάμπει τὸ μέτωπό μου ὁλόδροσο,
στὸ βασίλεμα σειέται ἀνοιξάτικο
βαθιὰ τὸ κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Τὸ Ἰόνιο,
καὶ ἡ ἐλεύτερη γῆ μου!
(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, A´, Ἴκαρος 1965)

Ἡ Χρυσόφρυδη

Χρυσόφρυδη· σὲ κέρδισα 820
στορώντας παραμύθια,
ἀκοίμητος νυχτόημερα,
στὴ γλαυκομάτα ἀλήθεια·
ποῦ ἔστησε αὐτὶ προσεχτικό,
στὸ μέτωπό μου ἐκάρφωσε
τὰ μάτια της ἀσάλευτα,
ἐκεῖ ποὺ φλέβες δυὸ
σμίγουν τὴ βρύση τῆς φωτιᾶς
μὲ τῆς πηγῆς τὸ κρύο·
ποὺ χαμογέλασε βαθιά 830
κ᾿ εἶπε: «Ὦ καλέ, πῶς χαίρονται
τὰ φρένα μου, ἡ ψυχή σου
τὴν κλήρα ποὺ ἀκολούθησε
- κ᾿ εἶναι βαθιὰ δική σου -
τοῦ ἀσύγκριτου ἄντρα ποὺ ἤτανε
σ᾿ ὅλα βαρύς, μεγάλος,
στὴν πράξη ἦταν πολύγνωμος,
στὸ μύθο ὡς κανεὶς ἄλλος!»
Τῶν ἀντρειωμένων ὄνειρο,
χρυσόφρυδη, σὲ κέρδισα, 840
κι ἄλλος δὲν εἶναι βύθος,
σ᾿ ἕνανε νοῦν ἐλεύτερο
ποὺ ἀπάνω-ἀπάνω θρέφεται
στὴν πλάση, ὅσον ὁ μύθος
γλυκός: τὸ δέντρο τὸ ἠχηρό,
ποὺ ξεκρεμάει καὶ βάνει
- ὢ πλάτανος χιλιόχρονος! -
τὸ κρύο φλασκί του ὁ πιστικός,
ὁ ἀργάτης τὴ φλοκάτα του,
τὸ θρέφει πάντα ὁ κεραυνός, 850
σειέται στὸ θρό του ὁ οὐρανός,
καὶ πάντα ρίζες πιάνει.
Χρυσόφρυδη· σὲ κέρδισα
μὲ μάγια καὶ πλανέματα
πολλὰ καὶ παραμύθια.
Στὸ χάδι ἐπαραδόθηκες
τὸ ἀντρίκειο· σοῦ ἐξεκούμπωσα
τὴ ζώνη, καὶ τὰ στήθια
ἀκόμα σου ἦταν ἄγουρα·
δὲν πήδησεν ἡ στάλα 860
- σημάδι ὑγειᾶς ἀλάθευτον -
ποὺ θὰ μᾶς θρέψει ἕναν ὑγιὸ
μὲ τῆς ἀντρείας τὸ γάλα.
Καὶ πιὰ δὲ σ᾿ ἄγγιξα. Ἔμεινα,
κι ἀκούμπησα στὰ γόνατα
τ᾿ ὁλόδροσο κεφάλι·
τὰ μάτια μου ἐδιαβαίνανε
τῆς πλάσης τὸ κρουστάλλι,
ἢ σιωπηλὸς ἐκοίταζα,
σὲ μιὰ βαθιὰ ἀναγάλλια, 870
τὸ χέρι σου ὡς ἐτίναζε
μ᾿ ἕνα μεγάλο σάλεμα
τὰ θεοτικά, ὢ θαμπώματα!
μαλλιά σου ὡς στ᾿ ἀστραγάλια.
K᾿ ἔβλεπα, πάντα σιωπηλός,
στὴν ἀκατάφλογη φωτιὰ
τὸ θεῖο κορμὶ νὰ ντύνεις,
ποὺ ἀκοῦς τὸ τρίσβαθο ὄνειρο
νὰ λαχταράει στὰ σπλάχνα σου,
κι ἀπὸ τὸ κλάμα, τῆς χαρᾶς 880
ποὺ κλαῖς, διψᾶς καὶ πίνεις!
Χρυσόφρυδη, χρυσόφρυδη,
ὦ κρύα κερύθρα ἀμαύλιστη,
σὲ μιᾶς κορφῆς κλεισμένη
τὴν ἀγερόχρωμη σπηλιά,
ἀπὸ θυμάρι, ἀπὸ λυγιὰ
καὶ δρόσο μαζεμένη!
Τὴν κρύα κορφὴν ἀνέβηκα,
μὲ μπόρες καὶ μὲ χιόνι,
μὲ καλοσύνες τρίσβαθες, 890
τόσο ἀλαφρὸς καὶ διάφωτος
πὄλεα τὰ κρύα μου τὰ νεφρὰ
πὼς ὁ οὐρανὸς τὰ ζώνει.
Κι ὅλα τὰ φίδια ἐγήτεψα
ποὺ ἡ ἄνοιξη μὲ πότισε,
καὶ τὰ πουλιὰ τῆς πλάσης.
Ὦ πλάση, κι ἀπὸ ποιὸ πουλὶ
μπορεῖς νὰ μὲ γελάσεις,
ποὺ τῆς φωνῆς τους μάζωξα
σ᾿ ἕνα γυαλὶ τὴ στάλα 900
σὰ δάκρυο τῆς κληματαριᾶς,
σὰν πεύκου ἡ κέδρου δάκρυσμα,
κι ἀνέβηκα ὅλη τοῦ βουνοῦ,
ζητώντας σᾶς, τὴ σκάλα !
Τῆς στεφανούδας τὸν ψιλὸν ἀχό,
τὸ ἀνάριο λάλημα,
τὴ γαληνὴ ἀνυφάντρα,
ὅλα, ἀπ᾿ τ᾿ ἀηδόνια τ᾿ ἄκουσα
ὡς τὴ γοργὴ γαλιάντρα,
ὡς τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀχνοπράσινου 910
τοῦ ἀτσάραντου μεθύσι,
ποὺ τὸ λαρύγγι, ἀπ᾿ τὸ βαθὺ
κι ἀκράτητον ἀνάβρυσμα,
λογιάζεις πὼς θὰ σκίσει!
Ὅλη τη σκάλα τῶν πουλιῶν,
ὁποῦ περνάει σὰ σύννεφο,
σὰν πέπλος ἀριαπλώνεται,
μαζώνεται καὶ χύνεται
σαγίτες στὸν ἀέρα·
ὅλη τὴν ἀνεμόσκαλα. 920
Ἴσαμ᾿ ἐσέ, ὦ κορφόσκαλο,
ἴσαμ᾿ ἐσέ, ὦ φλογέρα !
Γιὰ ν᾿ ἀνεβῶ τὴν κρύα κορφὴ
- ὦ κρύα τοῦ πόθου ῥεῖθρα ! -
γιὰ σένανε, ὦ ἀμαύλιστη
τοῦ βράχου κρύα κερήθρα,
ποὺ σπᾶς τὰ δόντια σὰ γυαλὶ
ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν κρυάδα
- μὰ τὰ δικά μου ἀστράψανε
σὲ ὑπέρλευκο χαμόγελο, 930
κ᾿ ἔλαμψεν, ὡς σὲ γεύτηκε,
διπλᾶ ἡ λευκὴ λαμπράδα.
Σὰν τὸ χαλίκι ὁποῦ μακριὰ
ἀπὸ τὸ πέλαο σβήνει,
μά, μέσα, λάμπει, δείχνεται,
τὴν ἀστραψιά του χύνει...
Μεγαλομάτα· ἕναν ὑγιὸ
νὰ δώσω σου ὀνειρεύομαι,
κι ὁ πόθος ποὺ μὲ ζώνει
μοῦ σφίγγει γύρα τὰ νεφρά 940
σὰν πάγος καὶ σὰ χιόνι.
Χρυσόφρυδη· ἄσε στ᾿ ὄνειρο
τὸ νοῦ μου νὰ βυθίσω,
στὰ γόνατά σου γέρνοντας·
ἄσε τὸ μῆλο τοῦ Μαγιοῦ
στὸν ἥλιο νὰ γυρίσω,
σὰν παπαρούνα κόκκινο
νὰ γένει, καὶ ν᾿ ἀρχίσει
μέσα του ἡ σάρκα ἀνάλαφρα
νὰ δέσει καὶ ν᾿ ἀφρίσει ! 950
νὰ δέσει ἀπὸ τὰ στήθια σου
σὰ στὸ σταφύλι ἡ ρώγα,
κι ὡστόσο, βασιλόθωρη,
ἀπὸ τὸ ῥόδι ποὺ ἄνοιξα
τὸ μέγα, τὰ ῥουμπίνια του
νὰ δείξει, ἀσταχολόγα!
Καὶ χαμογέλα! Τὸ κορμὶ
στὸν πόθο ἂς γένει διάφωτο,
σὰν τὰ σπειριά του μέσα
καὶ τὸ αἷμα ἂς λάμπει καθαρό 960
σὰν τοῦ ροδιοῦ, τὴ σάρκα σου
σὰν τὸ κρουστάλλι διάφωτη
νὰ φέγγει σου ἡ ἀνέσα.
Νὰ σμίγει ὅπως στὸν ξάστερο
γιαλὸ τὸ ἀγέρι μέσα σου,
ποὺ τρίσβαθα ἀνασαίνει.
Κάτου κοιτᾶς, κι ἀπ᾿ τὸ βυθό,
καθὼς κοιτᾶς, ἡ ἀνάσα σου
στὸ νοῦ βαθιὰ ἀνεβαίνει...
Καὶ πῆρα στῆς χρυσόφρυδης 970
τὰ γόνατα τὸ ἀλάφρωμα
τοῦ ὀνείρου· κ᾿ ἦταν ξάστερο
τὸ κρύο γλαυκὸ ἀπὸ πάνω μου,
ἤτανε γύρα μου ὁ γιαλὸς
κι ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ βουνά,
καὶ μέσα μου· κι ἀρχίνησε
βαθιὰ ἡ καρδιὰ ν᾿ ἀλλάξει,
ποὺ ἄκουσα ξάφνου τὴ βροντὴ
τὴ γνώριμη ποὺ ἐκύλησε,
κ᾿ εἶπεν: «Ὦ ἀλαφροΐσκιωτε, 980
σηκώσου· ἐσὺ τὸ σάρκωσες
τὸ τάμα - καὶ καρδιὰ καὶ νοῦς -
κ᾿ ἐσὺ τό ῾χεις ἀδράξει.
Ποιὸς ἀντρειωμένος θὰ στηθεῖ
καὶ θὰ τὸ δέσει ὁλόφωτο
σὲ Λόγο καὶ σὲ Πράξη;»
Καὶ ξύπνησα. Μοῦ φάνηκεν
ὅλος σὰν πνέμα ὁ οὐρανός,
κι ἀπάντησα: «Τὴ γέννα μου,
στὰ κρύα βουνὰ τὴν κήρυξες 990
καὶ στὴ μεγάλη πλάση.
Ἂν εἶμ᾿ ὁ ἀλαφροΐσκιωτος,
καὶ μέσα μου ἡ ἀστροφεγγιὰ
τῆς γῆς ἔχει γελάσει,
κράξε· ἀλαφριά, ὦ πανάρχαιον
αἰώνιον πνέμα, μέσα μου
ἀκόμα εἶν᾿ ἡ ὁρμή μου·
μὲ τὴ ζωὴ ἂν μὲ μάγεψες
καὶ μὲ καλεῖς ψηλότερα,
ἐδῶ εἶναι τὸ κορμί μου! 1000
Ἐμέ, ἀγριοπερίστερον
εἶν᾿ ἡ ἀθωότη μου· κι ὁ ἀϊτὸς
τὴν ξέρει καὶ τὴ χαίρεται.
K᾿ ἔχω ἀγναντέψει πάλι,
ν᾿ ἀράξω τὶς φτεροῦγες μου,
νὰ γαληνέψω, μιὰ βαθιὰν
ὁλόφωτην ἀβάλη.
Θέλω ἀπὸ κεῖ - καὶ τὰ νεφρὰ
σφιχτότερα θὰ ζώσω -
στὰ πέλαγα, ὡς τὴν ἡσυχία 1010
κι ὅλη τη γλύκα ἀντρώσω,
νὰ δοκιμάσω τὸ παλιό,
ποὺ μὄφεραν οἱ χρόνοι
καὶ ποὺ σκεπάζει το ἡ καπνιά,
τόξο, ποὺ ἐλάλει του ἡ χορδὴ
ἀπ᾿ τ᾿ ἄγγιγμα τοῦ ἀσύγκριτου,
σὰ νά ῾ταν χελιδόνι!
Θέλω νὰ δράμει ἡ θεία βροντή,
μηνύτρα ὡς ἀπὸ σύγνεφο,
στὰ κορφοβούνια ἀπόξω, 1020
καὶ νὰ χτυπήσω, ἀλάθευτος,
κατάκαρδα τὸν Ἄνθρωπο
μὲ τὸ δυσκολολύγιστο,
βαρὺ τοῦ στίχου τόξο!
Θέλω ν᾿ ἀφήσω τὴ βαθιὰ
κι ἀνάλαφρη λαχτάρα
κλήρα σ᾿ ἀσύγκριτον ὑγιό,
ἢ νὰ τοῦ ρίξω ὡς κεραυνὸ
στὴ σάρκα μία κατάρα,
καὶ νὰ τοῦ πῶ: «Σφίξε καλὰ 1030
τὴ ζώνη, ἀλαφροπάτητος
νὰ γένεις, καὶ τριγύρα σου ὅλ᾿ ἡ φύση,
στὴ βούλησή σου ὁλόφωτη,
θὲ νά ῾ρτει, ἄκρατη λεβεντιὰ
τὴ σάρκα νὰ σοῦ ντύσει·
καὶ τὸ κορμὶ στὸ λογισμὸ
θ᾿ ἀδρώσει, γιὰ νὰ ζήσει
σὰ θὰ ριχτεῖ στὸ πάλεμα,
στὸ ἀντρίκειο χαροπάλεμα,
τὶς τραχιὲς γνῶμες μ᾿ ἀλαφρὴ 1040
καρδιὰ γιὰ νὰ ζυγίσει.
Κι ὡς στήσεις παντοδύναμα
στὴ γῆ ἱερὴ τὰ χέρια,
στὴ νίκη καὶ στὸ λύτρωμα,
θὰ σοῦ χαλκέψω ἐγὼ φτερὰ
κι ἀπὸ τὸν ἥλιο ἀσύντριφτα,
γιὰ ν᾿ ἀνεβεῖς, κι ἀγνάντια του
νὰ ὑψώσεις τὴν ἀδάμαστη
καρδιά μου μὲς στ᾿ ἀστέρια !» 1049
(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, A´, Ἴκαρος 1965)

Ὁ Βαθὺς Λόγος

K᾿ ἕνας ἀπ᾿ ὅλους μοῦ ἔφεξε
κι ἀκόμα φέγγει λόγος. Καὶ ἡ ψυχή μου
στὴν πλάση μέσα τὸν ἀλήθεψε -
καί, νὰ μπεῖ
στὸ νόημα σύγκορμη καὶ πρίν, ἀκέρια ἐστάθη.
Ὡς ἕνα στύλο ἕνας σεισμός,
τὴ ζύγιασε, τὴν ἔστησε,
σὰν κυπαρίσσι ρίζες ἄδραξε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
K᾿ ἦταν ὁ λόγος τοῦ Ὀδυσσέα 100
στοῦ τραγῳδοῦ τὸ νοῦ,
ποὺ τρίσβαθα
τοῦ ραψῳδοῦ τοῦ ἐμίλει ἡ ἁρμονία
μπρὸς στὸ γιγάντειο πόνο τοῦ Αἴαντα
καὶ τὴν ἱερὴ μανία.
Καὶ πιὸ μεστά,
σὰ νὰ μοῦ ἀλάφρωνε
φλέβα νεροῦ ἀγερόλαμπρου
τὴ δέντρινη κορμοστασιά μου,
ἀνέβηκε ἄδιψα, 110
ἀλαφρά, τὴ φυλλωσιά μου·
μ᾿ ἔθρεψε τὸ ἀλαφρὸ νερὸ
καὶ τὸ ἀλαφρὸ τὸ χῶμα,
καὶ ἴσια
ἡ Βούλησή μου ἀπάνω ὑψώθηκε,
σὰν τὰ μεστά, τὰ ἐφτάψηλα,
μὲ τὰ κυπαρισσόμηλα
γεμάτα κυπαρίσσια!
«Εἴδωλα εἴμαστε καὶ ἴσκιοι.»
Τὸ λόγο ποὺ ἀχνίζει τὴν πράξη, 120
γιὰ νύχτες, γιὰ μέρες,
ψηλὰ στὰ βουνά,
ὅπου ἀπάτητοι δρόμοι,
στὸν βαθιὸν ἐλαιώνα
ποῦ οἱ ἄγραφοι νόμοι
πάντα ἀστράφταν μπροστά μου,
τὸν ἔφερα. Ἡ τρίσβαθη γνώμη
τώρα ἀντρίζει βαθιὰ τὰ ἥπατά μου.
Ἀνέβηκα - φίλος
ἀνήφορων - ὄλες 130
τὶς κορφὲς ποὺ ἀγναντεύουν τὰ πέλαγα,
γαληνὴ ἄγγιξε ὅλα ἡ ὁρμή μου:
τὸ γεράκι ποὺ ἐπέρνα,
τὸ σύννεφο στὸν ἀγέρα,
τὸ διάστημα
ποὺ εἶχε ζώσει βαθιὰ τὸ κορμί μου.
Πόσο φῶς ἐποτίστηκεν
ἡ κρυφὴ δύναμή μου!
Καὶ - ὄχι καύχημα ἀνίερο -
σὲ πηγὲς δαφνοσκέπαστες 140
ἤπια ἐγώ, καὶ στὴ στέρνα.
Τὴ ματιὰ καὶ τὴ ράχη μου
λαιμὸς βέβαιος
καὶ βέβαιο
τὸ ποδάρι ἐκυβέρνα.
Καὶ εἶπα, ὅλα γύρω βλέποντας:
«Νησί,
ἀβασίλευτη στὸ πέλαο δόξα,
ὦ ῥιζωμένο
στὸ πολύβοο διάστημα, 150
καὶ στοῦ Ὁμήρου τὸ στίχο
λουσμένο,
βυθισμένο στὸν ὕμνο!

Δάσο ὅλο δρῦ στὴν κορφή σου,
σιδερόχορδη ἀνάβρα
ποὺ ἀχνίσαν τὰ σπλάχνα μου ἀπάνω
ὁλοκαύτωμα θεῖο,
καὶ ἡ ἄκρη σου τρέμει σὰ φύλλο,
μέσα βροντάει ὁ Λευκάτας,
μαζώνεται ἡ μπόρα, 160
ξεσπάει μὲς στὸ θεῖον ἐλαιώνα,
τρικυμίζει τὸ πέλαο,
νησί μου·
ἄλλη θροφὴ ἀπὸ τὴ θροφή μου
δὲ θὰ βρῶ,
ἀπ᾿ τὴν ψυχή μου ἄλλη ψυχή,
ἄλλο κορμὶ ἀπὸ τὸ κορμί μου.
Ἀλλοῦ οἱ ναοὶ κι ἀλλοῦ οἱ θεοί.
Μοῦ ἀστράφτει γύρω τῶν ἡρώων ἡ μοίρα.
Τὴ μοναξιὰ στὴ δύναμή μου ὑπόταξες. 170
Τῆς γλαυκομάτας ἡ ἔγνοια μου εἶναι κλήρα!
Τοῦ νοῦ τὸ νόμο στὰ βουνά,
στὸν κάμπο, ὁλοῦθε βρῆκες.
Νά, ἡ ἀγριλίδα ξεπηδάει
κλαδιὰ γιὰ ὅλες τὶς ἄγνωρες
καὶ τὶς μεγάλες νίκες!»
(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, A´, Ἴκαρος 1965)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου