http://www.proz.com/profile/3341470

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

10+1 ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ.. Στην ερώτηση “Ποιους Έλληνες ποιητές γνωρίζεις;” αυτομάτως μας έρχονται στο μυαλό πολύ γνωστοί, πολύ αγαπημένοι μας, υπηρέτες της τέχνης της Ποιήσεως.

 



Στην ερώτηση “Ποιους Έλληνες ποιητές γνωρίζεις;” αυτομάτως μας έρχονται στο μυαλό πολύ γνωστοί, πολύ αγαπημένοι μας, υπηρέτες της τέχνης της Ποιήσεως. Κατά πλειονότητα, γένους αρσενικού. Πράγματι, και η λογοτεχνία είναι ένας τομέας κυριαρχίας του αντρικού φύλου. Σκοπός μας, ωστόσο δεν είναι να εμβαθύνουμε στους λόγους του φαινομένου αυτού που είναι συνυφασμένοι αναπόδραστα με το σύνολο της κοινωνίας, αλλά να αναδείξουμε τις γυναικείες εκείνες μορφές που με το έργο τους ξεχώρισαν, απέκτησαν φωνή και αποτέλεσαν πρότυπο. Πολλές φορές κατακρίθηκαν και η ποίησή τους θεωρήθηκε ευεργέτημα της γνωριμίας τους με κάποιον άντρα. Εκείνες όμως συνέχισαν αγέρωχες να γράφουν, να δημιουργούν, να επαναστατούν, να μας εμπνέουν. Ιδού, ενδεικτικά, μερικές από τις γυναικείες ποιητικές μορφές της χώρα μας!

ΣΑΠΦΩ



Γεννηθείσα πιθανόν στα μέσα τα 7 ου αι. π. Χ. στη Λέσβο, έμελλε να αποτελέσει την κορυφαία εκφράστρια της μονωδίας σε όλη την αρχαιότητα. Η εξύμνηση της γυναικείας ομορφιάς, ο έρωτας ως φιλοσοφία ζωής και η λατρεία της Αφροδίτης είναι οι κύριες πηγές έμπνευσης για την τέχνη της. Η αξία της αναγνωρίστηκε όσο ήταν εν ζωή, όπως μαρτυρεί και ο σύγχρονός της ποιητής Αλκαίος (384 V.= « ἰοπλοκ’ ἂγναμελλιχόμειδε Σάπφοι»), ενώ ο πιο αντιπροσωπευτικός χαρακτηρισμός της προέρχεται από τον Ιουλιανό που αναφέρεται σε αυτή ως «θηλυκό Όμηρο». Ως προς το περιεχόμενο τα ποιήματα της Σαπφούς, γραμμένα στην Αιολική διάλεκτο, είναι «ερωτικά», «ύμνοι» και «επιθαλάμια» (τραγούδια του γάμου). Σε όλο το έργο συναντάμε υπέροχες εικόνες από τη φύση και εκπληκτικές παρομοιώσεις. Ο ουρανός και η θάλασσα, ο ήλιος, το φεγγάρι και τ’ αστέρια, η χαραυγή και το δειλινό, δένδρα και λουλούδια απαντούν στα ποιήματα της μεγάλης ποιήτριας. «Καλύτερο παράδειγμα για την ισχύ που μπορεί να έχει ο ποιητικός λόγος δεν υπάρχει. Στροφές ακρωτηριασμένες, μισοί στίχοι, σπασμένες λέξεις, ένα τίποτε· κι απ’ αυτό το τίποτε, ένα θαύμα: μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, με τα ιδιαίτερά της χαρακτηριστικά, τον ατομικό της μύθο και ολόκληρο το φυσικό και τον ανθρώπινο διάκοσμο του πολιτιστικού χώρου όπου αναπτύχθηκε… Σε μια στιγμή που οι θρησκευτικές βάσεις της κοινωνίας είναι ακόμη αυστηρές· που ο λόγος ο επικός έχει τη μονοκρατορία στην έκφραση· που το ηρωικό στοιχείο είναι η μόνιμη και παραδεγμένη αξία· ένας Αρχίλοχος στην Πάρο και μία Σαπφώ στη Λέσβο τ’ ανατρέπουνε όλα, φέρνουν τα αισθήματα και τα όνειρα στο πρώτο επίπεδο, τολμούν να μιλήσουν για την ατομική τους ζωή, να πουν τον καημό τους, να τραγουδήσουν, να χορέψουν. Οι πρώτοι στο Αιγαίο και οι πρώτοι σ’ όλο το γνωστό κόσμο… Αν μέσα στα θραύσματα που μας απόμειναν περισυλλέγουμε ήδη διαμαντένιες εκφράσεις, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι μέσα στα εννέα ποιητικά βιβλία που έγραψε η Σαπφώ, ένας πραγματικός θησαυρός λόγων με στοχαστική δύναμη, παρομοιώσεων τολμηρών και πρωτότυπων εικόνων, είχε κιόλας δημιουργηθεί εκεί, στο χώρο του Ανατολικού Αιγαίου, πριν ακόμη αρχίσει ν’ ακμάζει εκείνο που, γενικά, θεωρούμε σαν ελληνικό θαύμα, κι εννοώ, βέβαια, την Αθηναϊκή Δημοκρατία» γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Η Κική Δημουλά γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα και έφυγε το 2020. Ανήκει στη δεύτερη ποιητική γενιά. Εξέδωσε δέκα ποιητικές συλλογές και ένα βιβλίο με πεζά, ενώ ποιήματα και συλλογές της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πρόκειται για μία φωνή χαμηλών τόνων, πολύ διαφορετική και μάλλον αποξενωμένη από το κυρίαρχο κλίμα. Η αποξένωση αυτή οφείλεται στο είδος της ποίησης που διακονεί η ποιήτρια. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε ποίηση της σκέψης. Στην ποίηση αυτή επιτυχίες είναι μεγάλες όταν η σκέψη έπεται του λυρισμού. Η Κική Δημουλά διαθέτει αυτήν ακριβώς την ικανότητα, να αφήνει δηλαδή τον λυρισμό της να επιπολάζει. Ο ποιητικός της λόγος ακολούθησε μία εξελικτική πορεία, ξεκινώντας από επιδράσεις από την καβαφική ποίηση και με βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία την ενάργεια του λόγου, τη λογοπλαστική και εικονοπλαστική τάση. Ο προβληματισμός της, σαφώς, προσανατολισμένος προς τη Δυτική φιλοσοφία της ύπαρξης εκφράζει την αγωνιώδη αναζήτηση της ποιήτριας για το νόημα της ανθρώπινης ζωής. Είναι μία ποίηση του άστεως και του εσωτερικού χώρου, μία ποίηση του φθινοπώρου που μιλάει για τον έρωτα, κυρίως ως ανάμνηση, για την απώλεια της ομορφιάς και της νιότης, για τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος, ο θάνατος, η μόνιμη απουσία του αγαπημένου προσώπου, το εσύ του ποιήματος και της ίδιας της ποιήτριας ως ενδεχόμενο, για εντυπώσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό. Χαρακτηριστικά της ποίησης της είναι ακριβώς αυτή η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση.

Διαβάστε ένα ποίημα της εδώ και ακούστε το εδώ.

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ


Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε το 1902 στην Καλαμάτα και έφυγε στην ηλικία των 28 ετών το 1930 στην Αθήνα. Πολύ συχνά παραβλέπεται το σημαντικό ποιητικό της έργο, το πιο επισκιάζεται την σχέση της με τον Κώστα Καρυωτάκη. Μία τέτοια όμως προσέγγιση είναι κοντόφθαλμη και παραβλέπει τη γεμάτη δίψα για ζωή, την ποιητική της που σύρθηκε παθιασμένα στην αναζήτηση της ερωτικής έκστασης για να καταλήξει και αυτοί να υποταγεί στη σαγήνη του θανάτου. Ο Τέλλος Άγρας παρατηρεί ένα μοτίβο στην ποιητική της Πολυδούρη, όπου οι αλγεινή αυτή η δυσαρμονία η αγωνιώδης ασυμμετρία ανάμεσα στην έκφραση και στη μορφή, δηλαδή στην αίσθηση και στο πνεύμα προσθέτει μιαν άλλη ακόμη δεύτερη ποίηση πίσω από τις γραμμές της ορατής, μια ποίηση τραγική και θανάσιμη. Αδράνεια των αισθήσεων, ιλιγγιώδης κίνηση του πνεύματος μπορεί να νοηθεί αλλά το αντίστροφο, η άκρατη τι ενέργεια των αισθήσεων συνοδευόμενη από απόλυτη πνευματική αδυναμία είναι ο πιο φρικτός εφιάλτης του ανθρώπου. Μέσα σε τέτοιον εφιάλτη είναι γραμμένα τα ποιήματά της. Ανήκει σε μία μειοψηφία εκστατική, μία χούφτα νέων που έγραφαν, πάσχιζαν να προσανατολιστούν μέσα στην ανεμοζάλη, να συλλάβουν κάτι από τους μεγάλους ίσκιους που δίνουν ανάστημα στον ορίζοντα, στη νεολαία της δραματικής εκείνης δεκαετίας που έπεσε θερισμένη και αναπολόγητη στο σύνορο της χίμαιρας, όπως θα γράψει αργότερα ο Άγγελος Τερζάκης.

Ζωή Καρέλλη



H Ζωή Καρέλλη – λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Χρυσούλας Αργυριάδου – γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1901 και πέθανε το 1998. Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και έγραψε θεατρικά έργα. Επίσης ήταν μεταφράστρια, δοκιμιογράφος και συνεργάτιδα σε πολλά φιλολογικά και καλλιτεχνικά περιοδικά. Το έργο της χαρακτηρίζεται από σεβασμό στον άνθρωπο και συνειδητό κοινωνικό προβληματισμό. Η ποιήτρια της Θεσσαλονίκης απέδωσε με συγκλονιστική ενάργεια την εικόνα στους δρόμους της πεινασμένης πόλης την εποχή του πολέμου και της Κατοχής του ’40. Ωστόσο και η ειρήνη θα υμνηθεί στους στίχους της και με ευαισθησία θα αγγίξει ο ποιητικός της οίστρος τις όποιες δυσκολίες της ανθρώπινης περιπέτειας στον καθημερινό βίο. Η γυναίκα που αναζητά την ταυτότητά και την ομόλογη αναγνώρισή της στην κοινωνία είναι ένα από τα αγαπημένα της θέματα που συνθέτουν τον πλουραλιστικό προβληματισμό της. Εκφράζει γόνιμους προβληματισμούς ακόμα και μιας σημερινής γυναίκας, βαθύτατα σκεπτόμενης που ζει τις πλείστες αντιφάσεις μιας μεταφεμινιστικής κοινωνίας. Η ποιήτρια προηγείται της εποχής της και καταδεικνύει την εναγώνια ανάβαση της γυναίκας που με την πατριαρχική παράδοση σφραγισμένη στις εμπειρίες της κατακτά συμβολικά αυτό το θηλυκό άρθρο ‘’Η’’ μπροστά από το προαιώνια αρσενικό ουσιαστικό ‘’άνθρωπος’’ .Και αυτή η χειραφέτηση δεν είναι χωρίς ακριβό τίμημα αφού η νικήτρια… πρέπει μονάχη να είναι ,αυτή η Άνθρωπος.


ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ

Η Μαρία Λουκία Χατζηλαζάρου γεννήθηκε το 1914, στην Θεσσαλονίκη και έφυγε το 1987. Δύσκολο πολύ να παρουσιάσει κανείς και να αναλύσει το ποιητικό έργο της Μάτσης Χατζηλαζάρου, της πρώτης υπερρεαλίστριας ελληνίδας ποιήτριας. Κι αυτό γιατί θα πρέπει να εξετάσει από την αρχή το νόημα του κόσμου, το νόημα των πραγμάτων και το νόημα του λόγου. Γιατί η Μάτση Χατζηλαζάρου ανατρέπει τους γνωστούς συσχετισμούς. Δίνει προβάδισμα στο λόγο, στις λέξεις και όχι στα πράγματα. Γιατί τα πράγματα παίρνουν την αξία τους μόνο ονομάζοντάς τα. Η θάλασσα, ο έρωτας, η αναμονή , ο ήλιος, το χαμομήλι, το κύμα στην αμμουδιά, μια αγκαλιά που ανοίγει για σένα, αυτά υπάρχουν μόνο αν τα ζήσεις, καθώς τα ονομάζεις και τα λες. Τα λόγια, λοιπόν, οι φθόγγοι και οι λέξεις, όλα αυτά συνυφασμένα με το βίωμα, εκφράζουν τη ζωή και η ζωή είναι η ποίηση, όπως η ίδια η ποιήτρια λέει. Η Μάτση Χατζηλαζάρου θέτει σε προτεραιότητα τον λόγο, τους ασυνείδητους ή συνειδητούς συνειρμούς των λέξεων, τις εικόνες που σχηματίζονται μέσα της. Μοιάζει οι λέξεις να έχουν τη δύναμη και όχι τα πράγματα, και αυτές να δημιουργούν την άλλη πραγματικότητα, αυτήν που υπηρετεί η Μάτση. Την πραγματικότητα που βρίσκεται πέραν και υπεράνω της πραγματικότητας που ζούμε.

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ
Η Θεώνη Δρακοπούλου ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και ποιήτρια, γνωστή και με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα. Γεννήθηκε το 1885 και έφυγε το 1968.Είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης και από κάποιους χαρακτηρίστηκε ως “νέα Σαπφώ”. Ο Νίκος Καζαντζάκης την αποκάλεσε «σταυρωμένη ποιήτρια της αγάπης». Το ποιητικό έργο της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της. Η ποίηση της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο, πηγαίο και γνήσιο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση, έρωτας και ο θάνατος που καθόρισε τη ζωή της. Σε πολλά ποιήματά της το ποιητικό υποκείμενο-εγώ συνδιαλέγεται με το ερωτικό αντικείμενο του πάθους, το εσύ. Η παρουσία του ερωτικού εσύ είναι απούσα, αλλά έχει στοιχειώσει τη ζωή του ποιητικού υποκειμένου, ζει στη σκέψη και τη μνήμη, στο όνειρο και τη φαντασία, υπάρχει παντού αν και έχει απωλεσθεί. Πολλά από αυτά τα ποιήματα, όπως και τα ποιήματα της Πολυδούρη, είναι τραγούδια για τον έρωτα, μοιάζουν με προσωπικές σελίδες ημερολογίου, με ερωτική εξομολόγηση, ερωτική επιστολή.


ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
Η Ελένη Βακαλό γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921. Τιμήθηκε το 1991 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έφυγε το 2001. Πετυχαίνει το μοναδικό – αυτό που ζητούμε από κάθε αληθινή ποιήτρια. Να κάνει ποίηση γυναικεία, να μιλήσει με γλώσσα γυναικεία, να δείξει πως αυτό που νιώθει το νιώθει σα γυναίκα, είναι δικό της, δεν είναι δανεισμένο απ’ αλλού, είναι με μια λέξη δική της, προσωπική δημιουργία. Αυτό το στοιχείο της θηλυκότητας εξουσιάζει την ποίησή της. Μια θηλυκότητα ζεστή που ξεχύνεται ορμητική με αίμα νεανικό, αισιόδοξη, ατίθαση. Τραγουδά τον έρωτα με ξέφωτη ειλικρίνεια, μακριά από τις συμβατικές μάσκες και τις αισθηματολογίες που μας είχαν τόσες άλλες ποιήτριες συνηθίσει. Τραγουδά το αιώνιο ανθρώπινο μαρτύριο μιας ανικανοποίητης φυγής, προπάντων την καρποφόρα γυναίκα που αφομοιώνεται με τη φύση, που γίνεται ένα στοιχείο της και μια δύναμή της, και σε κάποιες παραστατικές της εικόνες έχει διαχυθεί η ανοιξιάτικη ριγηλότητα και το θερμό καλοκαιριάτικο σφρίγος της γης. Έχει στιγμές πανθεϊστικής έξαρσης κι άλλοτε συλλαμβάνει κι αποδίνει τον βιβλικό τόνο. Τα ποιήματα της Βακαλό αναπτύσσονται σε πολλά επίπεδα, από πρώτη άποψη ασύμβατα. Η συμπλοκή τους πραγματοποιείται με νύξεις, κάποτε και με την απλή τους γειτνίαση. Έτσι επιδιώκεται να αποκτήσουν τα πράγματα σφαιρικότητα. Είναι έκδηλη η ηθελημένη γυμνότητα του λυρισμού της. Νομίζεις ότι ζητά να αποκρύψει τον προσωπικό της παιδεμό και μηχανεύεται τρόπους να τον συσκοτίσει.

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

Η Ήβη Κούγια, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1907 στην Αθήνα. Έφυγε το 1990. Η Μελισσάνθη τιμήθηκε με το Β’ και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1966 και 1976) και με το ποιητικό βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1976). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, ΗΠΑ, Καναδά, Μεξικό, Ρουμανία, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία και έχουν περιληφθεί σε συνολικά 26 ξένες ανθολογίες. Η ποίησή της εκτιμάτο από μεγάλη μερίδα του λογοτεχνικού κόσμου της εποχής της. «Φαινόμενο που πραγματικά αγγίζει το θαύμα», την έχει αποκαλέσει ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης. Ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Ιωάννης Γρυπάρης την παραλληλίζει με τον Γκαίτε, ενώ ο κριτικός της λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης σημειώνει ότι η ποίησή της «και σαν αίσθηση και σαν ποίηση και στους τόνους και στην έκφραση είναι ολότελα μοντέρνα, βυθίζεται ολόκληρη μέσα στη σημερινή αισθαντικότητα και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου συναντά τους ίδιους πανάρχαιους δρόμους της πνευματικής ηδονής ενώνοντας “τα εγγύς και τα άπω”». Ο φιλοσοφικός προσανατολισμός, η χριστιανική συμβολιστική και η
ενορατική υφή της ποίησής της όχι μόνο ξάφνιασαν αλλά και θεωρήθηκαν
ασυμβίβαστα με την εικόνα μιας νέας «καλής οικογενείας», που ήταν «λιγώτερο από είκοσι χρονών, ψηλή, πολύ συμπαθητική, τύπος υγιούς και απλού κοριτσιού, ό,τι ο κόσμος λέγει νοικοκυροπούλα», όπως χαρακτηριστικά την περιέγραφαν σε δημοσίευμα εκείνης της περιόδου. Αν και σε διαφορετικό κλίμα από εκείνο της Πολυδούρη, η ποίηση της Μελισσάνθης, μια ποίηση βαθιά υπαρξιακή, αναφέρεται κι εκείνη συχνά στην αγάπη. Μιαν αγάπη όμως που εδώ συσχετίζεται κυρίως με την πνευματικότητα και τη μεταφυσική αγωνία, διατηρώντας βέβαια πάντοτε στο επίκεντρο τον ίδιο τον άνθρωπο.
Διαβάστε ένα ποίημα της εδώ και ακούστε το εδώ.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ- ΡΟΥΚ
Γεννήθηκε το 1939 και έφυγε το 2020. Έχει δημοσιεύσει και μεταφράσει πολλά ποιήματα. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ανήκει στην κατηγορία των ποιητών με έργο συνεκτικό και συνθετικό: με ισχυρή ενότητα ύφους και θεματικών επιλογών, καθώς και εκτενή ανάπτυξη ποιητικού λόγου. Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει, στο σύνολο του έργου της, την εμμονή σε ένα σταθερό αφηγηματικό πυρήνα που είναι κατά κάποιο τρόπο η αφήγηση του ίδιου του σώματος, ως υλική αλλά και ως πνευματική υπόσταση. Πρόκειται για μια ποιητική αυτοβιογραφία, υπό την έννοια της ταύτισης με το ποιητικό εγώ και όχι με την αφήγηση του ιδιωτικού, όπου ο στοχασμός διατηρεί την υλικότητά του και δεν μετατρέπεται σε αφηρημένο νόημα· το σώμα, αν και φθαρτό, μετέχει στη συμπαντική αιωνιότητα, η οποία όμως χαρακτηρίζεται από φυσικές ιδιότητες. Η απουσία μεταφυσικής πεποίθησης συνδυάζεται άριστα με τον έντονο βιωματικό και κατ’ επέκταση υπαρξιακό πυρήνα που συνέχει την ποίησή της. δίνει το στίγμα της ποιητικής της ύπαρξης: μέσα στα πράγματα, αγγίζοντάς τα κάθε στιγμή˙ μέσα στη φύση, περπατώντας, κολυμπώντας, ανασαίνοντάς τη˙ μέσα στο σώμα της, βιώνοντας τις ηδονές και τους πόνους του˙ αλλά ταυτοχρόνως έξω απ’ όλα, παρατηρώντας, αυτοπαρατηρούμενη, νιώθοντας την απτότητα της απουσίας, προβλέποντας το άδειο, επιχειρώντας να αποστασιοποιηθεί από το βίωμα για να το καταγράψει. Δίνει το στίγμα της ποιητικής της ύπαρξης: μέσα στα πράγματα, αγγίζοντάς τα κάθε στιγμή˙ μέσα στη φύση, περπατώντας, κολυμπώντας, ανασαίνοντάς τη˙ μέσα στο σώμα της, βιώνοντας τις ηδονές και τους πόνους του˙ αλλά ταυτοχρόνως έξω απ’ όλα, παρατηρώντας, αυτοπαρατηρούμενη, νιώθοντας την απτότητα της απουσίας, προβλέποντας το άδειο, επιχειρώντας να αποστασιοποιηθεί από το βίωμα για να το καταγράψει. 

Γράφει η Αγγελάκη-Ρουκ, σχολιάζοντας τον όρο «γυναικεία γραφή»: «Οι γυναίκες που δέχονται τον ορισμό “γυναικεία γραφή” δεν τον βλέπουν σα μια μονολιθική κατάταξη, όπου πρέπει, σώνει και καλά, να ενταχθούνε αυτές και τα γραφτά τους. 
Αντίθετα, το γένος είναι ένα πολυσύστημα, μια πλειονότητα από ιδέες και τρόπους ύπαρξης, που, όλα μαζί, αποτελούν το θηλυκό. Τονίζονται οι διαφορές και εκτίθεται η ποικιλία της γυναικείας εμπειρίας από την ταξική, εθνική, ζωγραφική, πολιτική ή σεξουαλική πλευρά».

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε το 1940 και αυτοκτόνησε το 1991. Η ποίησή της, κατάστιχτη από ένα βαθύ αίσθημα ματαιότητας και οργής που δεν έπαψε να τη συντροφεύει, μιλά «για τον εαυτό μου, από αγανάκτηση για το κακό και από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή». Η γλώσσα της υπήρξε σκληρή, καταγγελτική και αγωνιώδης, ενώ η ίδια η Κατερίνα φανέρωνε συχνά την ιδεολογική συγγένειά της με το χώρο της αναρχίας, αλλά και την αλληλεγγύη της σε πολιτικούς και ποινικούς κρατουμένους, για την όποια, άλλωστε, συνελήφθη και ανακρίθηκε αρκετές φορές. Η Κατερίνα Γώγου, ως κομιστής μιας αναρχικής ιδεολογίας και αισθητικής, δεν θα μπορούσε να έχει θέση στον λογοτεχνικό κανόνα της εποχής της, μια κοινωνική κατασκευή, η οποία αποκλείει όποιον δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα του. Σύμφωνα με τη φεμινιστική οπτική που υιοθετεί η Βιργινία Σπυράτου «στις γυναίκες συγγραφείς δεν γίνονται αποδεκτά γλωσσικά, εκφραστικά ή όποια άλλα καλλιτεχνικά μέσα και πολύ λιγότερο βέβαια ιδέες, αν δεν εναρμονίζονται με παραδοσιακές αρετές του γυναικείου φύλου». Επομένως, η Κατερίνα Γώγου με την επιθετική γλώσσα, την προκλητική έκφραση και τις τολμηρές της ιδέες απομακρύνεται από τα κοινωνικά στερεότυπα που έχουν κατασκευαστεί για τη γυναίκα, γεγονός που της στοιχίζει τον εξοβελισμό της από τις επίσημες ποιητικές αναφορές για τη γενιά της.

BONUS: ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ


Η ποιήτρια συνιστά, όχι αδίκως, τη σημαντικότερη εκπρόσωπο της λεγόμενης γενιάς του ’70. Η αγόρευσή της σε τούτη τη θέση, δεν συνιστά μια άκριτη φιλοφρόνηση. Κάθε άλλο. Ήδη από την πρώτη επαφή με την ποίηση της Τζένης Μαστοράκη, ο αναγνώστης διαισθάνεται πως πρόκειται για έργο με ποιότητα και αξία. Η νοηματική πυκνότητα των στίχων της, οι μεταβάσεις ανάμεσα στα πρόσωπα και το χρόνο, οι προσωπικές, βιωματικές αναφορές δεν συνεπάγονται μια ποίηση «εύκολη.» Δεν είναι ένα ποιητικό σύμπαν εύκολα ορατό και ανιχνεύσιμο, μα για μια προκλητική, ποιητική πραγματικότητα, με την έννοια της απαίτησης. Το ποιητικό δρώμενο ασκεί μια γοητεία, διακατέχεται από μια ταπεινοφροσύνη, μια ευλογημένη αμεσότητα, στοιχεία τα οποία καθιστούν το έργο ενδιαφέρον και αισθητικά αυθύπαρκτο. Θα πρέπει να κοπιάσει όμως κανείς για να μυηθεί στο σύμπαν της Μαστοράκη, για να εντοπίσει πιθανές συγγένειες, διακειμενικές αναφορές. Τα θέματα της ποίησής της δεν αποκαλύπτονται παρά μόνο αν ο αναγνώστης καθίσταται διαθέσιμος και ικανός φυσικά, προκειμένου να αποκρυπτογραφήσει τα σύμβολα και να διακρίνει την κατεύθυνση του υπονοούμενου λόγου. Τόσο οι θεματικές, όσο και ο λόγος της κατορθώνουν να δημιουργήσουν ένα σπουδαίο βάθος, μια παράλληλη προοπτική με την πραγματική. Επαφίεται στη διάθεση του αναγνώστη, στην επικοινωνιακή του ανάγκη, προκειμένου να εκτιμήσει και να κατανοήσει σε βάθος την ποίηση της δημιουργού, απαιτώντας συγχρόνως από εκείνον να παραδεχτεί την εξαίρεση ετούτη, η οποία επιβεβαιώνει την υποψία εμπρός στην αναλογία μεταξύ του διαβαθμισμένου βαθμού δυσκολίας και της ποιότητας ενός έργου. Μαζί της υπάρχουν πολλές εν ζωή γυναίκες ποιήτριες που εξακολουθούν να προσφέρουν σπουδαίο έργο.

ΠΗΓΕΣ:

Άγγελος Τερζάκης, Ο ματωμένος λυρισμός, ΤΟ ΒΗΜΑ, 1961

Τέλλος Άγρας, Χρόνος Β’, Φύλλο 16-17, ΠΝΟΗ, 1930

Νέες Τομές, 1 (93), 1985

Μανόλης Αναγνωστάκης, Ελένης Βακαλό: Θέμα και παραλλαγές, Ελί-τροχος 6, σελ. 17-19, 1995

Άλκης Θρύλος, Ελένης Βακαλό: Θέμα και παραλλαγές, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 9 σελ. 306, 1946

Νόρα Αναγνωστάκη, Προοίμιο στην ποίηση της Ελένης Βακαλό», Κριτική 7-8 (Ιαν.-Απρ. 1960), 47-55 και στο Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995), Νεφέλη 1995

Άγγελος Τερζάκης, Γύρω στον Μπερντιάγεφ, Προσανατολισμός στον Αιώνα, Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1963, σ. 112

http://philologoi.mes.sch.gr/files/tsagarakis_xatzilazarou.pdf

https://www.womantoc.gr/life/article/aisthadikotita-kai-pnevmatiki-idoni-poia-itan-i-spoudaia-ellinida-poiitria-melissanthi

http://ecourse.uoi.gr/pluginfile.php/126284/mod_resource/content/1/%CE%91%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%B7%20%CE%94%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B7%20%CE%A0%CE%AD%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%B7.pdf

https://dromospoihshs.gr/2021/03/08/gynaikespoihtries/