http://www.proz.com/profile/3341470

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ (1920 - 2010), ''Άσε με να σ’ αγαπώ αγαπώ τη γεύση απ’το παχύ σου αίμα το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι αγαπώ τον ιδρώτα σου μ’ αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου περίρρυτες από χαρά άσε με να σ’ αγαπώ άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου σάλιο άσε με να σε τυφλώσω.''

 




Ο Έκτωρ Κακναβάτος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου ΚοντογιώργηΠειραιάς1920 - 8 Νοεμβρίου 2010) ήταν Έλληνας ποιητής.

Βιογραφικά στοιχεία

Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1937-1941) και εργάστηκε ως καθηγητής στην ιδιωτική εκπαίδευση. Διετέλεσε σύμβουλος στο Υπουργείο Παιδείας και αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εξορίστηκε στην Μακρόνησο και την Ικαρία, το 1947, εξαιτίας των αριστερών του πεποιθήσεων. Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1943 με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής που είχε τίτλο «Fuga». Τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1983 για τη συλλογή του «In Perpetuum»).

Ο Έκτωρ Κακναβάτος τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά των Ελλήνων ποιητών. Το έργο του κινείται στα πεδία του υπερρεαλιστικού γλωσσοκεντρισμού, εμφορείται από την ηχητική διάσταση του λόγου και μια αμείωτη ορμητικότητα η οποία συχνά αγγίζει τα όρια της σφοδρότητας.

Εργογραφία

Ποίηση

  • “Fuga”, Αθήνα, (ιδιωτ. έκδοση), 1943, Αθήνα, Κείμενα, 1972, σελ. 32
  • “Διασπορά”, Αθήνα, Πρώτη Ύλη, 1961, σελ. 22
  • “Η κλίμακα του λίθου”, Αθήνα, Ζάρβανος, 1964, σελ. 64
  • “Τετραψήφιο, Αθήνα, Κείμενα, 1971, σελ. 56
  • "Τετραψήφιο” με την έβδομη χορδή, Αθήνα, Κείμενα α’ 1972, β’ 1980, σελ. 48
  • “Διήγηση”, Αθήνα, Συντεχνία, 1974, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 72
  • “Η κλίμακα του λίθου - Διασπορά”, Αθήνα, Καστανιώτης, 1977, σελ. 52
  • “Οδός Λαιστρυγόνων, Αθήνα, Κείμενα, 1978, σελ. 96
  • “Τα μαχαίρια της Κίρκης”, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 56
  • “Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας”, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 8
  • “In perpetuum”, Αθήνα, Κείμενα, 1983, σελ. 64, (β’ Κρατικό Βραβείο ποίησης)
  • “Κιβώτιο ταχυτήτων”, Αθήνα, Κείμενα, 1987, σελ. 104
  • “Ποιήματα Α΄ τόμος (1943-1974)”, Αθήνα, Άγρα, 1990, σελ. 216
  • “Ποιήματα Β΄ τόμος (1978-1987)”, Αθήνα, Άγρα, 1990, σελ. 318
  • “Οιακισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του Μυστρός”, Αθήνα, Άγρα, 1995, σ. 40
  • “Χαοτικά Ι”, Αθήνα, Άγρα, 1997, σελ. 72
  • “Ακαρεί”, Αθήνα, Άγρα, 2001, σελ. 56
  • “Υψικαμινίζουσες νεοπλασίες”, Αθήνα, Άγρα, 2001, σελ. 40
  • “Στα πρόσω ιαχής”, Αθήνα, Άγρα, 2005, σελ. 56
  • “Ποιήματα (1943-1987)”, συγκεντρωτική έκδοση, Αθήνα, Άγρα, 2010, σελ. 528

Δοκίμιο

  • “Για τον “Μεγάλο Ανατολικό”", Αθήνα, Άγρα, 1991, σελ. 20
  • “Βραχέα και μακρά”, Αθήνα, Άγρα, 2005, σελ. 104

Μεταφράσεις

  • Joyce Mansour, “Ερωτικά”, Αθήνα, Κείμενα α’1975, β’ 1978, σελ. 48
  • Joyce Mansour, “Όρνια”, Αθήνα, Κείμενα, 1987, σελ. 62
  • Marcel Schwob, “Φανταστικοί βίοι”, Αθήνα, Aγρα, 1987, σελ. 176
  • Joyce Mansour, “Κραυγές-Σπαράγματα-Όρνια”, Αθήνα, Aγρα, 1994, σελ. 148,
  • Julien Gracq, Andre Breton. “Επάνοδος στον Μπρετόν”, Αθήνα, Άγρα, 1997, σελ. 24,

Μεταφράσεις των έργων του

  • Αγγλικά: Ποιήματά του περιέχονται στην ανθολογία Contemporary Greek Poetry, μετ. Kimon Friar, *Athens, Greek Ministry of Culture, 1985, 488 pp.
  • Ποιήματά του έχουν επίσης μεταφραστεί στα γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ρουμανικά, ολλανδικά και ρωσικά.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Αργυρίου Αλεξ., «Ο Έκτωρ Κακναβάτος και ο υπερρεαλισμός», Διαδοχικές αναγνώσεις ελλήνων υπερρεαλιστών, σ.234-240. Αθήνα, Γνώση, 1983.
  • Γεράνης Στέλιος, «Κακναβάτος Έκτωρ», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα, Χάρη Πάτση
  • Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Ο αρχαίος θυμός. Ράτσα Υψικαμίνου», Η λέξη101, 1-2/1991, σ.4-8.
  • Ζερβός Θεοτόκης, «Έκτωρ Κακναβάτος: “In perpetuum” (ποιήματα), τυπ. Κείμενα 1983», Πόρφυρας21, 2/1984, σ.150.
  • Ζήρας Αλεξ., «Κακναβάτος Έκτωρ», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.
  • Κακλαμανάκη Ρούλα, «Εντολές στο άπειρο», Διαβάζω50, 2/1982, σ.149-151.
  • Καραντώνης Ανδρέας, «Έκτορα Κακναβάτου: Οδός Λαιστρυγόνων», Νέα Εστία104, ετ.ΝΒ΄, 15/11/1978, αρ.1233, σ.1524-1525.
  • Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Έκτωρ Κακναβάτος», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας οδηγός, σ.108-109. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
  • Μαρωνίτης Δημήτρης, Κριτική για τη συλλογή Οι οιακισμοί του Μενεσθέα, Το Βήμα, 10/12/1995.
  • «Σε β΄ πρόσωπο · Μια συνομιλία του Έκτορα Κακναβάτου με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο», Η λέξη101, 1-2/1991, σ.85-88.
  • Σταμέλος Δ. – Τσαούσης Κ.Ι., Κριτική για την Οδό Λαιστρυγόνων», Ελευθεροτυπία, 22/9/1978.
  • Σταμέλος Δ., Κριτική για τα Μαχαίρια της Κίρκης, Ελευθεροτυπία, 26/11/1981.
  • Φραγκόπουλος Θ.Δ., «Ένα λεξίθηρο συμπίλημα» (κριτική για την Οδό Λαιστρυγόνων), Διαβάζω14, 10-11/1978, σ.61-63.
  • Φραγκόπουλος Θ.Δ., «Μια ποίηση Από Διός», Η λέξη101, 1-2/1991, σ.9-13.
  • Αργυροπούλου Χριστίνα, διατριβή "Η Γλώσσα στην ποίηση του Έκτορα Κακναβάτου", εκδ. Τυπωθήτω-Γ.Δαρδανός, 2003.
  • Αργυροπούλου Χριστίνα, "Από την υπερρεαλιστική γραφή του Α.Εμπειρίκου στον υπερρεαλισμό των επιγόνων.Η περίπτωση του Ε.Κακναβάτου", Φιλόλογος, τχ.115, 2004.
  • Αργυροπούλου Χριστίνα, "Μία προσέγγιση στην ποιητική γλώσσα του Ε.Κακναβάτου", Εξώπολις, τχ.10-11, Αλεξανδρούπολη, 1998-99.
  • Αργυροπούλου Χριστίνα, "Χαοτικά του Ε.Κ. και υπερρεαλισμός του Ε.Κ.", ΕΛΙ-ΤΡΟΧΟΣ, τχ.19-20, Πάτρα 1999.
  • Αργυροπούλου Χριστίνα, "Ποίηση και ποιητική του Ε. Κακναβάτου", Θέματα Λογοτεχνίας, τχ.10, 1999.
  • Αργυροπούλου Χριστίνα,"Έκτωρ Κακναβάτος. Το ιστορικό βίωμα και η δυναμική του στη σύγχρονη εποχή", Συνέδριο Καρδίτσας, πρακτικά εκδ. Έξαρχος, Καρδίτσα 2004, σελ. 99-112
  • Αργυροπούλου Χριστίνα,"Οι μαθηματικοί και άλλοι επιστημονικοί όροι ως ποιητικοί τόποι στο έργο του Ε.Κακναβάτου",Συνέδριο ΚΕΕΠΕΚ, Πρακτικά Αθήνα 2009, σελ. 734-750.
  • Αργυροπούλου Χριστίνα, "Η αρχαιότητα και η υπερρεαλιστική μετάπλασή της στην ποίηση του Ε.Κακναβάτου", Φιλολογική, τχ. 109, Ελληνοεκδοτική, 2010

Αφιερώματα περιοδικών

  • Ελί-τροχος1, Ιανουάριος- Μάρτιος 1994, σ.3-16.
  • Μανδραγόρας5, 10-12/1994, σ.14-77.
  • Φιλολογική, τχ. 109, 2009, σελ.12-46.























Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ (Kahlil Gibran, 1883-1931) «Ὁ πόλεμος καὶ τὰ μικρὰ ἔθνη» (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ὁ Πρόδρομος») Κάποτε, ψηλὰ πάνω ἀπὸ κάποιο λιβάδι ποὺ μιὰ προβατίνα κι ἕνα προβατάκι βοσκοῦσαν, ἕνας ἀετὸς κυκλόφερνε καὶ κοίταζε πεινασμένα κάτω τὸ προβατάκι. Κι ἐνῷ ἦταν ἕτοιμος νὰ κατέβει καὶ ν᾿ ἁρπάξει τὴ λεία του, κάποιος ἄλλος ἀετὸς φάνηκε καὶ γυρόφερνε πάνω ἀπ᾿ τὴν προβατίνα καὶ τὸ μικρό της, μὲ τὴν ἴδια πεινασμένη διάθεση. Τότε, οἱ δυὸ ἀνταγωνιστὲς ἄρχισαν νὰ παλεύουν, γεμίζοντας τὸν οὐρανὸ μὲ τὶς ἄγριες κραυγές τους. Ἡ προβατίνα κοίταξε ψηλὰ κι ἔνιωσε μεγάλη κατάπληξη. Γύρισε στὸ προβατάκι καὶ εἶπε : «Παράξενο πρᾶγμα πού ῾ναι, παιδί μου, δυὸ ἀρχοντικὰ πουλιὰ νὰ πρέπει νὰ ρίχνονται τὸ ἕνα στ᾿ ἄλλο. Ὁλόκληρος οὐρανὸς καὶ δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ γιὰ τὰ δυό τους; Προσευχήσου, μικρό μου, προσευχήσου μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου νὰ δώσει ὁ Θεὸς εἰρήνη στὰ φτερωτὰ ἀδέρφια σου». Καὶ τὸ προβατάκι προσευχήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του.''

 


Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν (Αραβικάجبران خليل جبران‎ ), ή Χαλίλ Γκιμπράν, ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητήςφιλόσοφος και καλλιτέχνης (Μπσαρί, 6 Ιανουαρίου 1883 - Νέα Υόρκη, 10 Απριλίου του 1931).

Bίος

Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου, 1883, στη μαρωνιτική οικογένεια των Γκιμπράν, στο Μπσαρί, της ορεινής περιοχής του Βόρειου Λιβάνου. Ο Λίβανος, οθωμανική επαρχία εκείνη την εποχή και τμήμα της μείζονος Συρίας (Συρία, Λίβανος και Παλαιστίνη) ήταν υποταγμένος στην οθωμανική κυριαρχία, η οποία είχε αποδώσει στο όρος Λίβανος σχετική διοικητική αυτονομία. Ο μακρύς αγώνας των ανθρώπων του όρους Λίβανος για ανεξαρτησία επηρέασε ιδιαίτερα τον νεαρό Γκιμπράν, που έγινε αργότερα ενεργό μέλος του κινήματος για ανεξαρτησία. Το όρος Λίβανος κυριαρχείτο ιδιαίτερα από αναταραχές, εξαιτίας διάφορων εξωτερικών παρεμβάσεων που πυροδότησαν θρησκευτικό μίσος ανάμεσα στους χριστιανικούς -ιδιαίτερα τους Μαρωνίτες- και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, διάσταση ενεργή ακόμη και σήμερα. Ο Γκιμπράν αποδείχθηκε μοναχικό παιδί, που απολάμβανε ιδιαίτερα το φυσικό περιβάλλον του ορεινού Μπεσχάρι, ειδικά τα βράχια, γεγονός που αποτυπώθηκε ως συμβολιστική επίδραση στα κείμενα και τα σκίτσα του. Η επιπολαιότητα του πατέρα οδήγησε την οικογένεια σε φτώχεια και έτσι ο νεαρός Γκιμπράν δεν έλαβε επίσημη εκπαίδευση. Η μάθησή του περιορίστηκε στις συχνές του επισκέψεις στον ιερέα ενός χωριού, που τον δίδαξε τα ουσιώδη της θρησκείας και της Βίβλου, μαζί με τη Συριακή και την Αραβική γλώσσα. Αναγνωρίζοντας την ερευνητική φύση του νεαρού Γκιμπράν, ο ιερέας άρχισε επίσης να του διδάσκει τα προκαταρκτικά του αλφάβητου και της γλώσσας, ανοίγοντάς του ουσιαστικά τον κόσμο της ιστορίας, της επιστήμης και της λογοτεχνίας.

Μετανάστευση στις Η.Π.Α.

Με τον πατέρα φυλακισμένο από τις οθωμανικές αρχές για χρέη και την περιουσία του κατασχεμένη, η οικογένεια Γκιμπράν, άστεγη, έμεινε για λίγο σε γνωστούς και συγγενείς, έως ότου η μητέρα του Καμίλα Ραχμέχ (Kamila Rahmeh), γυναίκα με ισχυρή θέληση, αποφάσισε να μεταναστεύσει, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Αν και ο πατέρας αποφυλακίστηκε το 1894, το τμήμα Αλλοδαπών τον έκρινε ανεπιθύμητο λόγω πρότερου βίου. Έτσι, η υπόλοιπη οικογένεια αναχώρησε στις 25 Ιουνίου του 1895 για τις Η.Π.Α. Οι Γκιμπράν εγκαταστάθηκαν στο Σάουθ Εντ της Βοστώνης, όπου η Καμίλα, για να θρέψει την οικογένειά της, εργαζόταν ως γυρολόγος στους φτωχούς δρόμους του Σάουθ Εντ. Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα των περιοχών στις οποίες υπήρχαν φτωχοί μετανάστες, έδωσαν τις δυνατότητα σε παιδιά μεταναστών να ενταχθούν σε δημόσια σχολεία και να τα κρατήσουν από τους δρόμους. Ο Γκιμπράν ήταν το μόνο μέλος της οικογένειας, που ακολούθησε τον δρόμο της εκπαίδευσης. Οι αδελφές του δεν επιτρεπόταν να μπουν στο σχολείο, αποθαρρυμένες αφενός από την παράδοση της Μέσης Ανατολής, αλλά και τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας. Αργότερα ο Γκιμπράν έγινε υπέρμαχος της υπόθεσης της χειραφέτησης και μόρφωσης των γυναικών, περιβαλλόμενος πάντα από ανεξάρτητες, μορφωμένες γυναίκες με ισχυρή θέληση.

Η περιέργεια του Γκιμπράν τον οδήγησε στην εξερεύνηση της πολιτισμικής όψης της Βοστώνης, του θεάτρου, της όπερας και των γκαλερί. Υποτάσσοντας τις πολιτισμικές σκηνές που αντλούσε γύρω του σε σκίτσα, ο Γκιμπράν προσέλκυσε την προσοχή των δασκάλων του, που διαβλέποντας το ταλέντο του, τον έφεραν σε επαφή με τον Φρεντ Χόλαντ Ντέι (Fred Holland Day), καλλιτέχνη και υποστηρικτή καλλιτεχνών. Τούτη η επαφή οδήγησε βήμα-βήμα τον Γκιμπράν στο δρόμο της καλλιτεχνικής φήμης. Ο νεαρός καλλιτέχνης πέρασε στους κύκλους της Βοστώνης και οι καλλιτεχνικές του δυνατότητες τού εξασφάλισαν στέρεη φήμη σε νεαρή ηλικία. Ωστόσο, η οικογένειά του αποφάσισε ότι τούτη η πρόωρη εξέλιξη θα του δημιουργούσε μελλοντικά προβλήματα και με την έγκρισή του γύρισε πίσω στον Λίβανο για να τελειώσει την εκπαίδευσή του και να μάθει Αραβικά.

Πίσω στη Βηρυττό

Το 1898 ο Γκιμπράν έφτασε στη Βηρυτό μιλώντας λίγα Αγγλικά και πολύ λιγότερα Αραβικά. Μιλούσε άνετα, αλλά δεν μπορούσε να τα διαβάσει και πολύ περισσότερο να τα γράψει. Για να βελτιώσει τα Αραβικά του γράφτηκε στο σχολείο Μαντραζάτ-αλ-Χικμά, ένα μαρωνιτικό σχολείο που πρόσφερε ένα παρωχημένο κύκλο σπουδών, τον οποίο ο Γκιμπράν αναπροσάρμοσε, ζητώντας από το εκπαιδευτικό ίδρυμα ένα νέο πρόγραμμα κολεγιακής κατεύθυνσης. Τελείωσε τούτο το κολεγιακό πρόγραμμα το 1902, μαθαίνοντας πολύ καλά Αραβικά και Γαλλικά, με κατεύθυνση τη λογοτεχνία και ειδικότερα την ποίηση. Οι εντάσεις στις σχέσεις του με τον πατέρα του, η στερημένη ζωή που έζησε εκεί και τα άσχημα νέα της οικογένειας πίσω στις Η.Π.Α. τον εξανάγκασαν να φύγει από τον Λίβανο το Μάρτιο του 1902.

Επιστροφή στις Η.Π.Α.

Γεμάτη θανάτους τούτη η χρονιά, του στέρησε την αδελφή του και τη μητέρα του, καθώς και τον αδελφό του. Στο μεταξύ η Ζοζεφίν Πίμποντι (Josephine Peabody), η πρώτη γυναίκα που ερωτεύθηκε βαθιά ο Γκιμπράν, απέρριψε την πρόταση γάμου που της έκανε. Ωστόσο, η φροντίδα της και η προσοχή της ήταν η μεγάλη έμπνευση πίσω από τον Προφήτη, ο τίτλος του οποίου βασίστηκε σε ένα ενδεκάστιχο ποίημα της Ζοζεφίν, που έγραψε τον Δεκέμβριο του 1902, για τη ζωή του Γκιμπράν στο Μπσαρί, όπως εκείνη το οραματίστηκε. Αργότερα, ο Γκιμπράν της αφιέρωσε την έκδοση του έργου του. Μετά τον θάνατο της μητέρας του ο Γκιμπράν πούλησε τη μικρή επιχείρηση που είχε στήσει στο μεταξύ η μητέρα του και με τη βοήθεια του Ντέι και της Ζοζεφίν ξεκίνησε την πρώτη του καλλιτεχνική έκθεση με τα αλληγορικά και συμβολικά σκίτσα του, που τόσο γοήτευαν την κοινωνία της Βοστώνης. Η έκθεση άνοιξε στις 3 Μαΐου 1904 και απέσπασε θετικές κριτικές. Ωστόσο, η σημασία αυτής της έκθεσης επικεντρώνεται κυρίως στο γεγονός ότι εκεί ο Γκιμπράν γνώρισε τη Μαίρη Χάσκελ (Mary Haskell) η οποία επηρέασε ιδιαίτερα τη λογοτεχνική καριέρα του, σχεδόν για το υπόλοιπο της ζωής του.

Το 1904, ο Γκιμπράν άρχισε να γράφει στην αραβόφωνη εφημερίδα για τους μετανάστες Al-Mouhajer (Ο Μετανάστης), με πρώτο δημοσιευμένο έργο το «Όραμα», ένα ρομαντικό δοκίμιο. Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησε τη στήλη Δάκρυα και Γέλιο, που αποτέλεσε και τη βάση για το βιβλίο του Δάκρυ και Χαμόγελο. Το πρώτο του αραβόφωνο έργο με τίτλο Μουσική δημοσιεύθηκε το 1905. Το 1906 δημοσιεύθηκε το δεύτερο έργο του Οι Νύμφες της Κοιλάδας και το 1908 το Επαναστατημένα Πνεύματα , έργο που παραλίγο να του κοστίσει αφορισμό για το αντικληρικό του περιεχόμενο και απαγορεύθηκε από την κυβέρνηση της Συρίας.

Παρίσι

Στις 1 Ιουλίου του 1908, Ο Γκιμπράν έφυγε από τη Βοστώνη για το Παρίσι, για να μελετήσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εδώ, ωστόσο, έγινε άμεσα ορατή η έλλειψη βασικής εκπαίδευσης. Αποξενωμένος από την ακαδημαϊκή εκπαίδευση ο Γκιμπράν αναζήτησε τη δική του ελεύθερη έκφραση, σκιτσάροντας αδιάκοπα μοντέλα σύμφωνα με τη δική του αίσθηση πραγμάτων. Επέστρεψε στην Αμερική στις 31 Οκτωβρίου 1910 και αργότερα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, μακριά από τη Λιβανέζικη συνοικία, αναζητώντας χώρο για την τέχνη του και για τον εαυτό του.

Στη Νέα Υόρκη ο Γκιμπράν άρχισε να επεξεργάζεται τα Σπασμένα Φτερά, ένα είδος πνευματικής βιογραφίας όπως το έθεσε ο ίδιος, παρά το γεγονός ότι οι εμπειρίες στο βιβλίο δεν είναι δικές του. Όντας το μεγαλύτερο από τα αραβικά μυθιστορήματά του, τούτο το έργο καταπιάστηκε με την ιστορία της Σέλμα Κάραμεχ, μιας παντρεμένης γυναίκας, το ερωτικό της δράμα με έναν νεαρό άνδρα και την κατάληξή της στον θάνατο. Τούτη η ιστορία είχε τη βάση της σε μια ερωτική υπόθεση του Γκιμπράν με μια Λιβανέζα χήρα, τη Σουλτάνα Ταμπίτ, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσή του στον Λίβανο.

Επιστροφή στη ζωγραφική

Το 1911, ο λογοτέχνης γίνεται ξανά ζωγράφος. Ξεκινώντας με ένα πορτρέτο του Γ. Μπ. Γητς, ο Γκιμπράν δημιούργησε μια σειρά πορτρέτων γνωστών μορφών της εποχής του, τις οποίες συνάντησε αποκλειστικά για να τις σκιτσάρει. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται ο Ογκίστ Ροντέν, άλλοτε δάσκαλός του, η Σάρα Μπερνάρ, ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ και ο Τσαρλς Ράσελ. Είναι η εποχή κατά την οποία εμπλέκεται ο καλλιτέχνης με την πολιτική. Συνδέεται με την οργάνωση "Χρυσοί Σύνδεσμοι", που την αποτελούσαν νέοι Σύριοι, αφιερωμένοι στη βελτίωση της ζωής των απανταχού Σύριων πολιτών. Αργότερα, στην περίοδο του Α' Π.Π., ο Γκιμπράν έγινε ένθερμος υποστηρικτής της ένοπλης εξέγερσης των Αράβων ενάντιο στον οθωμανικό ζυγό. Το 1913 ο Γκιμπράν επιστρέφει στη λογοτεχνία με το έργο του Ο Τρελός, ένα θέμα που τον γοήτευε από τότε που έμαθε ότι στην πατρίδα του, το Μπσαρί, ο τρελός θεωρείτο ότι κατεχόταν από το τζιν.

Την επόμενη χρονιά, το 1914, ο Γκιμπράν δημοσίευσε το πέμπτο αραβόφωνο βιβλίο του το Kitab DamΆah wa Ibtisamah, δηλαδή το Δάκρυ και Χαμόγελο, μια ανθολογία από τη στήλη του στην εφημερίδα. Ο Τρελός θα καθυστερήσει αρκετά και θα εκδοθεί το 1918 πλέον, όπως και Ο Προφήτης, που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1923, τυγχάνοντας μάλιστα μέτριας υποδοχής στις Η.Π.Α. στην πρώτη του έκδοση.

Θάνατος

Μνημείο για τον Τζιμπράν στην Ουάσιγκτον.

Πέντε χρόνια αργότερα το 1928, η υγεία του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη άρχισε να κλονίζεται. Για να αποφύγει τους ψυχοσωματικούς πόνους αναζήτησε ανακούφιση στο αλκοόλ και μάλιστα στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Τον Νοέμβριο του 1928 εκδόθηκε το έργο του Ιησούς, ο Γιος του Ανθρώπου. Το 1929, διαγνώστηκε ηπατικό οίδημα, αλλά ο Γκιμπράν αγνόησε οποιαδήποτε ιατρική συμβουλή. Για να αποφύγει μάλιστα κάθε αναφορά στο θέμα, καταπιάστηκε έντονα με ένα παλιό του έργο για τρεις γήινους θεούς του 1911. Στη νέα του εκδοχή το βιβλίο αφηγείτο το δράμα ενός νεαρού ζευγαριού. Η Μαίρη έκδωσε το βιβλίο στα μέσα Μάρτη του 1930. Στις 10 Απριλίου του 1931 ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν πέθανε σε ηλικία 48 ετών με εκτεταμένη κίρρωση του ήπατος. Τον θάνατό του θρήνησαν χιλιάδες άνθρωποι στις Η.Π.Α. την Ευρώπη και κυρίως στον αραβόφωνο κόσμο, που έχασε έναν από τους ουσιαστικότερους υπερμάχους του.


Εργογραφία

Έργα γραμμένα στην Αραβική

  • 1905Μουσική - (Nubthah fi Fan Al-Musiqa), (ελλ. μτφ. Δέσποινα Σαραφίδου για τις εκδ. "PRINTA", 2009)
  • 1906Νύμφες της Κοιλάδας ή Νύμφες του Πνεύματος - (Ara'is al-Muruj), (ελλ. μτφ. Αργυρώ Πάτσου για τις εκδ. "PRINTA", 2001)
  • 1908Επαναστατημένα Πνεύματα - (Al-Arwah al-Mutamarrida), (ελλ. μτφ. Χρυσόστομος Παπασπύρου για τις εκδ. "Μπουκουμάνης", 1984)
  • 1912: μυθιστόρημα: Σπασμένα Φτερά - (Al-Ajniha al-Mutakassira), (ελλ. μτφ. Κώστας Καλογερόπουλος, "Ιάμβλιχος", 2007 - Μαρία Φανιουδάκη, εκδ. "PRINTA", 2010)
  • 1914Δάκρυ και Χαμόγελο - (Dam'a wa Ibtisama), (ελλ. μτφ. Ρένα Χατχουτ για τις εκδ. "Μπουκουμάνης", 1978 - Κώστας Καλογερόπουλος, "Ιάμβλιχος", 2008)
  • 1918Η Λιτανεία - (Al-Mawakib), (ελλ. μτφ. Χρυσόστομος Παπασπύρου για τις εκδ. "Μπουκουμάνης", 1984)
  • 1920Al-'Awāsif (The tempests)
  • 1923Al-Bada'i' waal-Tara'if (The New and the Marvellous)

Έργα γραμμένα στην Αγγλική

  • 1918Ο Τρελός - (The Madman), (ελλ. μτφ Σταύρος Μελισσηνός για τις εκδ. "Μπουκουμάνης", 1976 - Κώστας Προκοπίου για τις εκδ. "Πύρινος Κόσμος", 1990 - Κώστας Καλογερόπουλος για τις εκδ. "Ιάμβλιχος", 2007 - Δέσποινα Σαραφίδου για τις εκδ. "PRINTA", 2009)
  • 1919: Twenty Drawings
  • 1920Ο Πρόδρομος - (The Forerunner), (ελλ. μτφ. Θανάσης Γιαπιτζάκης για τις εκδ. "Μπουκουμάνης", 1986, - Γιώργος Ευλογημένος για τις εκδ. "Δαιδαλέος", 2017)
  • 1923Ο Προφήτης - (The Prophet), (ελλ. μτφ. Ελένη Γκαγκάτσιου για τις εκδ. "Παπασωτηρίου, 2008 - Κώστας Παχύδης για τις εκδ. "Ιάμβλιχος", 2013 -Γιώργος Λαμπράκος για τις εκδ. "Πατάκης", 2013 - Θεανώ Ζαμπέλα για τις εκδ. "Captainbook.gr", 2017 )
  • 1926Άμμος και Αφρός - (Sand and Foam), (ελλ.μτφ. Ευάγγελος Γραμμένος για τις εκδ. "Μπουκουμάνης", 1991 - Κώστας Καλογερόπουλος για τις εκδ. "Ιάμβλιχος", 1997 - Ρενέ Μαλτέζου για τις εκδ. "Printa", 2004)
  • 1927: Kingdom of the Imagination
  • 1928Ιησούς ο Γιος του Ανθρώπου - (Jesus, The Son of Man), (ελλ. μτφ. Θανάσης Γιαπιτζάκης, "Μπουκουμάνης", 1985 - Κώστας Καλογερόπουλος, "Ιάμβλιχος", 1998)
  • 1931Οι Θεοί της Γης - (The earth Gods), (ελλ. μτφ. Θανάσης Γιαπιτζάκης για τις εκδ. "Μπουκουμάνης", 1985)

που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του

  • 1932Ο Περιπλανώμενος - (The Wanderer), (ελλ. μτφ. Θανάσης Γιαπιτζάκης για τις εκδ. "Μπουκουμάνης", 1986 - Κώστας Καλογερόπουλος για τις εκδ. "Ιάμβλιχος", 2001)
  • 1933Ο Κήπος του Προφήτη - (The Garden of The Prophet), (ελλ. μτφ. Γιάννης Παπαδάκης για τις εκδ. "Πύρινος Κόσμος", 1990 - Κώστας Καλογερόπουλος για τις εκδ. "Ιάμβλιχος", 2007)
  • 1933: θεατρικό έργο: Ο Λάζαρος κι ο Αγαπημένος του - (Lazarus and his Beloved), (ελλ. μτφ. Θανάσης Γιαπιτζάκης για τις εκδ. "Μπουκουμάνης", 1987)

Συνθέσεις κειμένων του όπως το Σκέψεις και Διαλογισμοί - (Thoughts and Meditations) (1960)- (ελλ. μτφ. Ευάγγελος Γράψας για τις εκδ. "Μπουκουμάνης", 1974) εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του, όπως και αρκετά πεζοτράγουδα, ποιητικά και λογοτεχνικά κείμενα σε διάφορους τίτλους.



Kahlil Gibran (1883-1931) - Ποιήματα


Ποιητής, φιλόσοφος καὶ καλλιτέχνης, γεννήθηκε στὸ Λίβανο, μιὰ γῆ ποὺ γέννησε πολλοὺς προφῆτες. Τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀραβόφωνων λαῶν, ποὺ γνωρίζουν τὰ κείμενά του, τὸν θεωροῦν διάνοια τῆς ἐποχῆς του. Ἡ φήμη του καὶ ἡ ἐπίδρασή του, ὅμως, ἁπλώθηκαν πέρα ἀπὸ τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή. Ἡ ποίησή του μεταφράστηκε σὲ περισσότερες ἀπὸ εἴκοσι γλῶσσες. Τὰ σχέδια καὶ οἱ πίνακές του ἐκτέθηκαν σὲ πολλὲς πρωτεύουσες τοῦ κόσμου. Ὁ Αὔγουστος Ροντέν, ὁ δάσκαλός του, τὰ συνέκρινε μὲ ἐκεῖνα τοῦ Γουίλιαμ Μπλέικ. Ἐγκαταστάθηκε στὶς ΗΠΑ, ὅπου τὰ τελευταῖα εἴκοσι χρόνια τῆς ζωῆς του ἄρχισε νὰ γράφει στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα. Στὴν ποίησή του, ἡ φλόγα τῆς νιότης, συνδυασμένη μὲ τὴ σοφία τῆς ὡριμότητας, διαπερνᾷ τὴ θλιβερὴ πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καὶ ὁραματίζεται ἕνα νέο κόσμο ὀμορφιᾶς καὶ δικαιοσύνης. Ὁ Προφήτης (τὸ πιὸ γνωστό του ἔργο) καὶ τὰ ἄλλα ἔργα του, ποὺ ἐκδόθηκαν μαζὶ μὲ τὰ μυστικιστικά του σχέδια, ἀγαπήθηκαν ἀπὸ ἀναρίθμητους ἀναγνῶστες, ποὺ βρίσκουν μέσα τοὺς μιὰ ἔκφραση τῶν βαθύτερων συλλήψεων τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ του.

Ἔργα: «Τὰ σπασμένα φτερά», «Σκέψεις καὶ διαλογισμοί», «Ὁ προφήτης», «Ἄμμος καὶ ἀφρός», «Ὁ κῆπος τοῦ προφήτη», «Τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς, Δάκρυ καὶ χαμόγελο»,Οἱ νύμφες τῆς κοιλάδας», «Ὁ θάνατος τοῦ προφήτη», «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Λίβανο», «Ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», «Ἡ φύση τῆς καρδιᾶς», «Ἀνάμεσα στὴ νύχτα καὶ τὴν αὐγή», «Πεζὰ ποιήματα», «Ἡ πομπή», «Οἱ γήινοι θεοί», «Ἡ σοφία τοῦ Τζιμπράν», «Ὁ τρελός», «Ὁ πρόδρομος», «Ἡ φωνὴ τοῦ δασκάλου», «Ἡ λιτανεία», «Ὁ περιπλανώμενος», «Καθρέφτες τῆς ψυχῆς», «Ἀνυπόταχτες ψυχές».


Kahlil Gibran - «...γιὰ τὸν πόνο...»

(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ὁ Προφήτης»)

Καὶ μία γυναῖκα ζήτησε. Γιὰ τὸν πόνο μίλησέ μας.

Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε. Ὁ πόνος σᾶς σπάζει τὸ κέλυφος ποὺ περιβάλλει τὴν κατανόηση σάς. Ὅπως πρέπει νὰ σπάσει τὸ κουκούτσι τοῦ καρποῦ, ὥστε νὰ δεῖ ὁ πυρήνας του τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἔτσι ὀφείλετε νὰ μάθετε τὸν πόνο. Κι ἂν τὸ μπορούσατε στὴν καρδιὰ σὰς τὸ θαυμασμὸ γιὰ τῆς ζωῆς σὰς τὰ καθημερινὰ τὰ θαύματα νὰ κρατούσατε, δὲ θὰ φαινόταν λιγότερος θαυμαστὸς ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ὁ πόνος; Καὶ δὲ θὰ δεχόσαστε τοὺς ρυθμοὺς τῆς ἀλλαγῆς μὲς στὴν καρδιά σας, ἔτσι ὅπως δεχόσαστε τὶς ἀλλαγὲς τοῦ χρόνου στὰ χωράφια σας. Καὶ θὰ παρατηρούσατε τὴ γαλήνη μέσα ἀπ᾿ τοὺς χειμῶνες τῆς θλίψης σας.

Μεγάλο μέρος ἀπ᾿ τὸν πόνο σας εἶναι δική σας ἐκλογή.

Εἶναι ἕνα φάρμακο πικρὸ ποὺ ὁ μέσα σας γιατρὸς δίνει, τὸν ἄρρωστο ἑαυτὸ νὰ θεραπεύσει. Ἐμπιστευτεῖτε τὸ θεραπευτή, τὸ φάρμακο τοῦ πιεῖτε σιωπηλὰ καὶ ἤρεμα. Γιατί τὸ χέρι του, σκληρὸ κι ἀβάσταχτο ἂν εἶναι, ἔχει ὁδηγὸ τὸ τρυφερὸ χέρι τοῦ Ἀόρατου. Κι ἡ κούπα ποὺ προσφέρει, παρόλο ποὺ τὰ χείλη καίει, φτιαγμένη εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν πηλὸ ποὺ ὁ Ἀγγειοπλάστης ὕγρανε μὲ τὰ δικά Του ἱερὰ δάκρυα.


Kahlil Gibran - «Ὁ πόλεμος καὶ τὰ μικρὰ ἔθνη»

(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ὁ Πρόδρομος»)

Κάποτε, ψηλὰ πάνω ἀπὸ κάποιο λιβάδι ποὺ μιὰ προβατίνα κι ἕνα προβατάκι βοσκοῦσαν, ἕνας ἀετὸς κυκλόφερνε καὶ κοίταζε πεινασμένα κάτω τὸ προβατάκι. Κι ἐνῷ ἦταν ἕτοιμος νὰ κατέβει καὶ ν᾿ ἁρπάξει τὴ λεία του, κάποιος ἄλλος ἀετὸς φάνηκε καὶ γυρόφερνε πάνω ἀπ᾿ τὴν προβατίνα καὶ τὸ μικρό της, μὲ τὴν ἴδια πεινασμένη διάθεση. Τότε, οἱ δυὸ ἀνταγωνιστὲς ἄρχισαν νὰ παλεύουν, γεμίζοντας τὸν οὐρανὸ μὲ τὶς ἄγριες κραυγές τους.

Ἡ προβατίνα κοίταξε ψηλὰ κι ἔνιωσε μεγάλη κατάπληξη. Γύρισε στὸ προβατάκι καὶ εἶπε : «Παράξενο πρᾶγμα πού ῾ναι, παιδί μου, δυὸ ἀρχοντικὰ πουλιὰ νὰ πρέπει νὰ ρίχνονται τὸ ἕνα στ᾿ ἄλλο. Ὁλόκληρος οὐρανὸς καὶ δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ γιὰ τὰ δυό τους; Προσευχήσου, μικρό μου, προσευχήσου μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου νὰ δώσει ὁ Θεὸς εἰρήνη στὰ φτερωτὰ ἀδέρφια σου».

Καὶ τὸ προβατάκι προσευχήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του.


Kahlil Gibran - «Τὰ τρία μυρμήγκια»

(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ὁ Τρελός»)

Τρία μυρμήγκια ἀντάμωσαν πάνω στὴ μύτη ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ ἦταν ξαπλωμένος καὶ κοιμόταν στὸν ἥλιο. Χαιρετήθηκαν, σύμφωνα μὲ τὰ ἔθιμα τῆς φυλῆς τους, καὶ στάθηκαν ἐκεῖ κι ἄρχισαν τὴν κουβέντα.

Τὸ πρῶτο μυρμήγκι εἶπε: «Αὐτοὶ οἱ λόφοι κι αὐτὲς οἱ πεδιάδες εἶναι οἱ πιὸ ἄγονες ποὺ ἔχω γνωρίσει. Ψάχνω ὁλημερὶς γιὰ κανένα σποράκι, ἀλλὰ δὲ βρίσκω τίποτε». Τὸ δεύτερο μυρμήγκι εἶπε: «Οὔτε ἐγὼ βρῆκα τίποτε, μολονότι ἔψαξα κάθε γωνιὰ καὶ ξέφωτο. Αὐτὴ εἶναι θαρρῶ ἡ χώρα ἐκείνη ποὺ ὁ λαός μου τὴν ὀνομάζει μαλακιὰ καὶ κινούμενη γῆ, ὅπου τίποτα δὲ φυτρώνει». Τὸ τρίτο μυρμήγκι σήκωσε τότε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «Φίλοι μου, αὐτὴ τὴ στιγμὴ στεκόμαστε πάνω στὴ μύτη τοῦ Ὑπέρτατου Μυρμηγκιοῦ, τοῦ ἰσχυροῦ καὶ ἄπειρου Μυρμηγκιοῦ. Τὸ σῶμα του εἶναι τόσο μεγάλο ὥστε δὲν μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε. Ἡ σκιά του εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἀνιχνεύσουμε. Ἡ φωνή του εἶναι τόσο δυνατή, ὥστε δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἀκούσουμε. Καὶ εἶναι ὁ Πανταχοῦ παρών».

Ὅταν τὸ τρίτο μυρμήγκι εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ὁ ἄνθρωπος γύρισε στὸν ὕπνο του, σήκωσε τὸ χέρι του, κι ἔξυσε τὴ μύτη του. Τὰ τρία μυρμήγκια ἔγιναν λιῶμα.